Αντισυνταγματική έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πάτρας την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, ρύθμιση η οποία ψηφίστηκε με τον ν. 4640/2019 της κυβέρνησης Μητσοτάκη και έχει προκαλέσει πληθώρα αντιδράσεων στο δικηγορικό κόσμο της χώρας, και όχι μόνο.

Ads

Είναι η πρώτη σχετική δικαστική απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι η προκαταβολική είσπραξη του τέλους επί αναγνωριστικών αγωγών, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται από σειρά συνταγματικών διατάξεων καθώς και διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αλλά και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

Σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου.

Το δικαστήριο έκρινε πως η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο αποτρέπει τους οικονομικά αδυνάτους από την άσκηση της αγωγής κι ακόμα ότι η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για το διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων.

Ads

Για δικαίωση κάνει λόγο ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

Πανηγυρική ανακοίνωση εξέδωσε ο ΔΣΑ στην οποία κάνει λόγο για πλήρη δικαίωση των θέσεων του δικηγορικού σώματος.

Όπως τονίζεται:

«Η απόφαση δέχεται ότι η προκαταβολική είσπραξη του τέλους επί αναγνωριστικών αγωγών με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του Δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζομένου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ.1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

Κατά την απόφαση, η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Είναι σαφές ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματος του δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης. Η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για τον διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων.

Η απόφαση καταλήγει ότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας.

Σημειώνεται ότι η απόφαση κάνει ρητή μνεία στην από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή, που ελήφθη κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος».