Την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 7.00 μμ στο Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, θα πραγματοποιηθεί η διάλεξη της Ορελί Φοβαντέλ με θέμα «Ψυχανάλυση και Κανονικότητα στη Σύγχρονη Εποχή: Ο Λακάν συνομιλεί με τον Φουκώ». Η Ορελί Φοβαντέλ είναι ψυχαναλύτρια διεθνούς φήμης, μέλος της Παγκόσμιας Ένωσης Ψυχανάλυσης, της Σχολής του Φροϊδικού Αιτίου και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 8. Τη διάλεξή της διοργανώνει η Ψυχαναλυτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας σε συνεργασία με το Τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου και το Τμήμα Ψυχανάλυσης του Πανεπιστημίου Παρίσι 8.

Ads

Το TVXS με αφορμή τη διάλεξη μιλά μαζί της. Μιλά επίσης με τις δύο ψυχαναλύτριες, υπεύθυνες τις Ψυχαναλυτικής Βιβλιοθήκης, μέλη της Νέας Λακανικής Σχολής και της Παγκόσμιας Ένωσης Ψυχανάλυσης: τη Μαρίνα Φραγκιαδάκη, διδάσκουσα στο Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας, και τη Δέσποινα Ανδροπούλου, διδακτόρισσα ψυχολογίας. Μιλάμε για το διάλογο ανάμεσα στην πολιτική και την ψυχανάλυση, το MeToo και τον κλυδωνισμό της πατριαρχίας, τα εθνικά μας τραύματα καθώς και την απάντηση της ψυχανάλυσης στον ρατσισμό.

Πριν από περίπου 100 χρόνια, το 1921 ο Σίγκμουντ Φρόιντ, πατέρας της Ψυχανάλυσης δημοσιεύει το «Massenpsychologie», «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ». Επιχειρεί να συνδέσει το συλλογικό με το ατομικό, το προσωπικό και το πολιτικό. Το πρώτο ερώτημα που προέκυψε με αφορμή τη διάλεξη είναι το εξής: Έναν αιώνα αργότερα πως τοποθετείται η ψυχανάλυση επ’ αυτής της σχέσης;

Όπως επισημαίνει η Ορελί Φοβαντέλ ο πολιτικός κλυδωνισμός των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την επιστήμη της Ψυχανάλυσης. Τα σύγχρονα κινήματα όπως αυτό του MeToo ή εκείνο του Black Lives Matter, δημιουργούν νέα αιτήματα με τα οποία η Ψυχανάλυση καλείται να έρθει σε διάλογο.

Ads

image

Ο κλυδωνισμός της πατριαρχίας

Συνδέεται ο νεοφιλελεύθερος καταναλωτισμός με την (λακανική) υπεραπόλαυση; Είναι η εκφορά του τρανς λόγου μορφή πολιτικού αντι-λόγου; Μπορούμε να μιλήσουμε για κλονισμό του πατριαρχικού μοντέλου απλά με την εμφάνιση του MeToo; Υπάρχει αρρενωπότητα στην μεταπατριαρχική συνθήκη;

«Μετά το σκάνδαλο της υπόθεσης Γουάινσταϊν και το κύμα MeToo που ακολούθησε, έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητα άρθρα στις εφημερίδες με τίτλο “ο θάνατος της πατριαρχίας”, είτε για να χαρούν είτε για να αποδοκιμάσουν! Ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας με την έμφυλη ισότητα που προϋποθέτει, καθώς και η άνοδος του καταναλωτισμού στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες μας, φαίνεται να έχουν ξεπεράσει την παλιά τάξη πραγμάτων. Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, κοινωνιολόγοι και ψυχαναλυτές -μεταξύ των οποίων και ο Ζακ Λακάν- έκαναν λόγο για την “παρακμή της πατριαρχίας”.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι η πατριαρχία αρχικά αναφερόταν στην “εξουσία των πατέρων”, η οποία βασιζόταν στην κατωτερότητα των γυναικών και των παιδιών στις κοινωνίες όπου οι γυναίκες περνούσαν από την κηδεμονία του πατέρα τους σε εκείνη του συζύγου τους. Επομένως, η πατριαρχία αναφέρεται πρωτίστως στη συμβολική τάξη της συμμαχίας και της συγγένειας, η οποία προσδίδει πρωτοκαθεδρία στους άνδρες, αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως αντικείμενα ανταλλαγής και αδιαφορεί για τη διάσταση της μοναδικής επιθυμίας του καθενός/της καθεμιάς.

Ακόμη και στις πιο “σύγχρονες” δυτικές κοινωνίες, εξακολουθούν να υπάρχουν διάφορες μορφές αυταρχισμού ώστε να υποτιμηθεί και να υποταχθεί η γυναικεία απόλαυση, να απορριφθεί η έκφραση μιας Άλλης απόλαυσης, πέραν της φαλλικής, σκέψη αφόρητη για πολλούς.

Έτσι, καμία χώρα δεν μπορεί σήμερα να ξεφύγει από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, ούτε από την διεθνή επέκταση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ο παραδοσιακός “ανδρικός κανόνας” κλυδωνίζεται στη δημόσια σκηνή με τις πρωτοφανείς ανατροπές που εισάγει. Σίγουρα στη Δύση αυτή η επίθεση στα θεμέλια της παλαιάς τάξης είναι πιο εμφανής και θεαματική, αλλά ακόμη και στις πιο άκαμπτες κοινωνίες (σκεφτείτε την Ινδία, για παράδειγμα), μπορούμε να δούμε την ένταση μεταξύ αυτής της πολλαπλότητας ανταγωνιστικών λόγων, παραδοσιακών και υπερμοντέρνων, που είναι χαρακτηριστική της σύγχρονης κακοδαιμονίας του πολιτισμού.

Έχουμε μετακινηθεί από μια κοινωνία που βασίζεται στον Νόμο σε μια κοινωνία των κανόνων – ο Ζακ Λακάν και ο Μισέλ Φουκό συμφωνούν σε αυτή την παρατήρηση. Ο παλιός Νόμος του μπαμπά έχει κονιορτοποιηθεί από την ακατανίκητη άνοδο των αντικειμένων της κατανάλωσης και αυτού που ο Λακάν ονόμασε υπεραπόλαυση plus-de-jouir. Αυτή η γενικευμένη απορρύθμιση αντιμετωπίζεται από νέα πλουραλιστικά, πιο οριζόντια κανονιστικά καθεστώτα που στοχεύουν στον περιορισμό της απόλαυσης.

Η διαδεδομένη έκφραση του μη δυαδισμού, της ρευστότητας του φύλου, του τρανς  λόγου έχει εισάγει στο δημόσιο λόγο τις μοναδικές λύσεις και ρυθμίσεις από κοινότητες που υπερασπίζουν τον τρόπο απόλαυσης τους απέναντι σε ένα καθολικό τρόπο αντιμετώπισης του έμφυλου όντος.

Ταυτόχρονα όμως με τον κλυδωνισμό της πατριαρχίας, γινόμαστε μάρτυρες ανδροκρατικών “αντιδράσεων” που ξεσπούν με μορφές τόσο ταπεινωτικές όσο και γκροτέσκες (σκεφτείτε τον ξεδιάντροπο μισογυνισμό ενός Τραμπ ή ενός Μπολσονάρο) ή την επιστροφή άγριων φονταμενταλιστικών καθεστώτων (των Ταλιμπάν, για παράδειγμα). Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν αυτή η αντιδραστική τοξική αρρενωπότητα, που εξαπολύει τη βία της ανά τον κόσμο, είναι διαφορετικής τάξης από την παραδοσιακή πατριαρχία: δεν πρόκειται ίσως για μια  μεταπατριαρχική αρρενωπότητα;», σημειώνει η Ορελί Φοβαντέλ.

H Δέσποινα Ανδροπούλου εντοπίζει στις έμφυλες σχέσεις χώρο για συμπόρευση των δύο επιστημών και με αφορμή τη πρόσφατη έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR) υπενθυμίζει πως «Η Ελλάδα εμφάνισε στη διάρκεια της πανδημίας την υψηλότερη ετήσια αύξηση σε γυναικοκτονίες ανάμεσα σε 20 ευρωπαϊκές χώρες, με άνοδο 187,5% μόλις σε ένα χρόνο, από το 2020 μέχρι το 2021. Αν δεχτούμε ότι η γυναικοκτονία είναι μια ακραία μορφή της άσκησης ελέγχου στη ζωή μίας γυναίκας από έναν άνδρα, καταλαβαίνουμε ότι η πατριαρχία στην Ελλάδα μάλλον καλά κρατεί. Ωστόσο, την ίδια στιγμή παρατηρούμε ότι στις νέες γενιές, και κυρίως στα αστικά κέντρα, η αμφισβήτηση του “ενός ανδρός αρχή” και της απολυταρχικής εξουσίας συνιστά κυρίαρχο αίτημα που εκφράζεται από συλλογικότητες ενόψει γεγονότων που αποδεδειγμένα πλήττονται οι βασικές αρχές της δημοκρατίας όπως είναι η ισότητα μεταξύ των φύλων, η ελευθερία έκφρασης και επιλογής έμφυλης ταυτότητας κ.α.».

Η ίδια δεν θεωρεί πως μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για την αρχή του τέλους της πατριαρχίας παρά πιστεύει πως «ο σπόρος έχει φυτευτεί αλλά ο δρόμος είναι μακρύς μέχρι να δούμε τους καρπούς της εξάλειψης της πατριαρχίας στην οικογένεια, στον πολιτικό και εργασιακό βίο, στο σχολείο…».

Συλλογικά πολιτικά τραύματα

Λέξη κλειδί για την ψυχανάλυση αποτέλεσε το «τραύμα». Στην Ελλάδα της τελευταίας τετραετίας έχουμε γίνει μάρτυρες «συλλογικών πολιτικών τραυμάτων», στον μακρύ κατάλογο των οποίων το πιο πρόσφατο αφορά στην εγκληματική τραγωδία των Τεμπών. Μπορεί η ψυχανάλυση να κάνει λόγο για συλλογικά τραύματα;

Η Δέσποινα Ανδροπούλου απαντά χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της πανδημίας. «Η πανδημία π.χ. ανέδειξε ακριβώς αυτήν την ιδέα του “υποκειμένου του συλλογικού”, τη στιγμή που όλος ο πλανήτης είχε την ίδια εμπειρία συλλογικά. Η περίοδος Covid είναι ένα παράδειγμα εμπειρίας του τραύματος του “υποκειμένου του συλλογικού” δεδομένου του σοκ, του αναπάντεχου με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη η κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι κάθε επώδυνο συμβάν είναι κατ’ ανάγκην τραυματικό. Το τραύμα για την ψυχανάλυση είναι κάτι που εισβάλλει με τη μορφή κάποιου πλεονάσματος συναισθήματος που ξεπερνά τα όρια της ευχαρίστησης, και έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: είναι φορέας άγχους και βρίσκεται εκτός νοήματος. Στο παράδειγμα της πανδημίας, η έξοδος από το τραύμα στην ψυχανάλυση έρχεται με την απόπειρα του υποκειμένου να σημασιοδοτήσει αυτό που για το ίδιο ήταν ανυπόφορο, καθώς πεποίθηση του ψυχαναλυτή είναι ότι αυτό που διαρρηγνύει  το νόημα είναι συγκεκριμένο και ιδιαίτερο για τον καθένα ξεχωριστά», σημειώνει. 

Έξω από την κουβέντα περί κανονικότητας δεν θα μπορούσε να μείνει η κεντρική για την ψυχανάλυση φιγούρα του Άλλου καθώς και το ζήτημα του ρατσισμού. «Η σχέση με τον άλλο, ως όμοιο μας, είναι θεμελιακή για την ψυχική δομή του ανθρωπίνου όντος. Αυτή η θεμελιακή σχέση που ξεκινάει από πολύ νωρίς με το είδωλο μας στον καθρέπτη επιτρέπει να αποκτήσει  ήδη το μικρό παιδί να δομήσει  τη σχέση ταύτισης αλλά και διαφοροποίησης με τον άλλο.

Η ταύτιση με ένα οικείο στοιχείο που ανιχνεύουμε στον άλλο επιτρέπει  συχνά  να κατανοήσουμε τον ξένο. Η τραυματική υπόσταση του πρόσφυγα εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό μια προβολή. Αναπαριστούμε πχ το τραύμα της προσφυγιάς διανθισμένο ενίοτε από διηγήσεις των παππούδων μας και κείμενα της ιστορίας της μικρασιατικής καταστροφής. Το αναπαριστούμε ως τραυματικό απέναντι σε μια ξαφνική απώλεια του δικού μας τρόπου ζωής.

Η σχέση με τον όμοιο εκφράζεται όμως συχνά και με συναισθήματα μίσους και επιθετικότητας. Ο Φρόιντ αναγνώρισε στο μίσος μια εσωτερική ψυχική δύναμη δυνατότερη από την αγάπη και υποστήριξε ότι το homo homini lupus, αποτελεί θεμελιακό συστατικό της ανθρώπινης κοινωνίας. Το συναίσθημα μίσους απέναντι σε κάποιον προσφέρει και μια ενοποιητική λειτουργία για αυτούς που ταυτίζονται μεταξύ τους και συγκροτούν μια ομάδα, βασιζόμενοι στο διαχωριστικό στοιχείο που τους διαφοροποιεί προς τον τρίτο, τον ξένο. Αναγνωρίζονται πχ ως λευκοί γιατί υπάρχει ο μαύρος.

Το μίσος μπορεί να εκφραστεί ως απάντηση σε αυτό που το άτομο αρνείται να δει ως δομικά δυσαρμονικό στον εαυτό του. Βλέπει στον άλλο όπως στο είδωλο του στον καθρέπτη αυτό  το οποίο μισεί και ενίοτε επιχειρεί να εξολοθρεύσει. 

Ο ρατσισμός βασίζεται σε αυτήν την προβολή. Οι λογικά ανυπόστατες πεποιθήσεις που ακούγονται σε ένα παραληρηματικό ρατσιστικό λόγο (πχ. ότι οι ξένοι έρχονται να μας πάρουν τις δουλειές, να μας εξισλαμίσουν και  να βιάσουν τις γυναίκες μας!), αποδίδουν  στον Άλλο, στον ξένο, όχι μόνο ένα διαφορετικό τρόπο να ζει και να απολαμβάνει αλλά ταυτόχρονα  βασίζονται και στην πεποίθηση ότι απειλεί και το δικό μας τρόπο απόλαυσης. Να αποδεχθούμε τον ξένο εμπεριέχει την προσπάθεια “να ανεχτούμε τον τρόπο απόλαυσης αυτού του Άλλου, δηλαδή να μην του επιβάλλουμε τον δικό μας” σημείωνε ο Ζακ Λακάν.

Η συνάντηση με τον ξένο, με το διαφορετικό μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία να αποδεχθούμε τη δική μας Ετερότητα. Απαιτεί όμως την προσπάθεια  να αναγνωρίσουμε σε μία διαδικασία υποκειμενικής αφύπνισης ότι αυτό που  αντιμετωπίζουμε ως το πιο ανυπόφορο στον ξένο, στον Άλλο, μάς αφορά με τρόπο δραματικό στα μύχια της ψυχής μας» αναφέρει η Μαρίνα Φραγκιαδάκη.