Μεταξύ Αθήνας, Δελφών και Βερολίνου, το δίλημμα της μεταμνημονιακής Ελλάδας άνοιξε κι επισήμως αυτό το Σαββατοκύριακο στο ευρωπαϊκό τραπέζι: Είναι το δίλημμα “clean exit”(καθαρή έξοδος) ή «πιστοληπτική γραμμή», το οποίο και θα κυριαρχήσει στις κρίσιμες συζητήσεις του επόμενου τριμήνου – ένα δίλημμα που, στην ουσία του, θα καθορίσει και τον βαθμό διεθνούς εποπτείας της οικονομίας και πολιτικής ανεξαρτησίας της ελληνικής κυβέρνησης μετά τον επόμενο Αύγουστο.

Ads

Από ελληνικής πλευράς, η επιλογή είναι σαφής και διακηρυγμένη και επαναβεβαιώθηκε από τον πρωθυπουργό στο φόρουμ των Δελφών: Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ξανά και κατηγορηματικά «όχι» στην πιστοληπτική γραμμή και έδειξε ως μοναδική οδό για την επόμενη μέρα την «αυτοδύναμη έξοδο», καθώς οποιοσδήποτε μηχανισμός προληπτικής στήριξης ουσιαστικά συνεπάγεται ένα νέο μίνι Μνημόνιο με ανάλογη αυστηρή εποπτεία.

Οι δύο διαφορετικές «σχολές»

Τίποτα όμως δεν είναι ακόμη δεδομένο και τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιο, καθώς μόλις τώρα ξεκινά το μεγάλο μπρα ντε φερ ανάμεσα σε δύο διαφορετικά τεχνοκρατικά συστήματα και δύο αντίθετες πολιτικές «σχολές». Σ’ αυτό το μπρα ντε φερ η Αθήνα έχει ως συμμάχους της στο αίτημα της «αυτοδύναμης εξόδου» την Κομισιόν, τον ESM και – παραδόξως κατά ορισμένους – την Γερμανία, ενώ απέναντί της βρίσκεται η ΕΚΤ, οι εγχώριοι δορυφόροι της και οι, εντός και εκτός συνόρων, πολιτικοί «επίγονοι» της σχολής Σόιμπλε που προκρίνουν την πιστοληπτική γραμμή.

Ads

Ο διαμετρικά αντίθετος προσανατολισμός των ομιλιών του Κλάους Ρέγκλινγκ και του Γιάννη Στουρνάρα στους Δελφούς ήταν απολύτως ενδεικτικός των «στρατοπέδων» που διαμορφώνονται για την ελληνική μετάβαση στην επόμενη μέρα. «Με δεδομένη την κατάσταση στις αγορές και τις προβλέψεις, η πιστοληπτική γραμμή δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη», δήλωσε χθες ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του γερμανικής επιρροής ESM που, σταθερά, απηχεί τις θέσεις της Βερολίνου.

Σύμφωνα με ελληνικές κυβερνητικές πηγές, η θέση αυτή τόσο της Γερμανίας όσο και της Κομισιόν συνιστά πρωτίστως πολιτική επιλογή, καθώς ειδικά για το Βερολίνο αποτελεί ειλημμένη απόφαση το οριστικό κλείσιμο του ελληνικού ζητήματος. «Θέλουν να τελειώνουν με την Ελλάδα», είναι το χαρακτηριστικό σχόλιο παράγοντα με μακρά εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις – ένα σχόλιο, που ακούγεται σταθερά και στις Βρυξέλλες τους τελευταίους μήνες.

Ο Στουρνάρας και ο Ντράγκι

Στον αντίποδα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τάχθηκε εκ νέου στους Δελφούς υπέρ της πιστοληπτικής γραμμής, ενώ σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκαν ο πρώην επικεφαλής του EuroWorkingGroup Τόμας Βίζερ αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.

Η εκτίμηση στην ελληνική κυβέρνηση είναι πως ο Γιάννης Στουρνάρας δεν απηχεί πλήρως τις απόψεις του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και πως η επιμονή του στην προληπτική γραμμή έχει πρωτίστως πολιτικά κίνητρα που συνδέονται με τις εγχώριες εξελίξεις. Ωστόσο, οι επιφυλάξεις Ντράγκι είναι υπαρκτές και σχετίζονται κυρίως με το τραπεζικό σύστημα και το ρευστό τοπίο που θα υπάρχει στις αγορές μετά το επόμενο καλοκαίρι και με το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης.

Η συζήτηση επ’ αυτών των επιφυλάξεων και ανάμεσα στις δύο «σχολές» των δανειστών θα ενταθεί, και θα πάρει συντεταγμένη μορφή το επόμενο διάστημα, μετά και την οριστική συγκρότηση του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού στην Γερμανία.

Το «κλειδί» του χρέους

Η συμμετοχή του SPD σ’ αυτόν τον συνασπισμό θεωρείται από την Αθήνα ισχυρό όπλο και πλεονέκτημα στην προσπάθεια να κερδηθεί η «καθαρή έξοδος», ωστόσο η συνολική εικόνα και το πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης είναι πιο σύνθετο. Και τούτο, διότι προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αυτοδύναμης εξόδου και της ήπιας μεταμνημονιακής εποπτείας, η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει αφ’ ενός το «μαξιλάρι ρευστότητας» (cash buffer) των 18 έως 20 δις ευρώ και, αφ’ ετέρου, την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους.

Αμφότερα, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να εμπιστευθούν την χώρα οι αγορές και να την δανείζουν με λογικά επιτόκια μετά τον επόμενο Αύγουστο. Εάν όμως το πρώτο, το «μαξιλάρι ρευστότητας», δείχνει εφικτό να χτιστεί, η ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους προσκρούει ακόμη στις επιφυλάξεις της… συμμάχου Γερμανίας.

Ή άλλως, το Βερολίνο δεν θέλει μεν πιστοληπτική γραμμή, δεν θέλει όμως και ριζικά μέτρα απομείωσης του χρέους. «Το σημαντικό δεν είναι η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, αλλά η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων», δήλωσε χθες ο Κλάους Ρέγκλινγκ, δίνοντας και το στίγμα της δύσκολης συζήτησης με τους δανειστές που έχει και πάλι μπροστά της η ελληνική κυβέρνηση.

Είναι μια συζήτηση που θα χρειαστεί να κάνει πολύ σύντομα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον νέο, γερμανό ομόλογό του Ολαφ Σολτς. Το κατά πόσο θα βοηθήσει την ελληνική πλευρά το γεγονός ότι ο κ. Σολτς προέρχεται από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα φανεί εντός του Μαρτίου. Το βέβαιο όμως είναι πως, πέραν των πολιτικών συμπαθειών, τα δύο στοιχεία που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για το μεταμνημονιακό μοντέλο της Ελλάδας είναι τα αποτελέσματα των stress tests των τραπεζών και η μορφή της τελικής εμπλοκής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.