Η Βουλευτής Α Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, Άννα Ευθυμίου, σε συνέχεια από προηγούμενες παρεμβάσεις της για τον νόμο Χαζτηδάκη, τόνισε ότι στο νομοσχέδιο πρέπει να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες, διότι μία νομοθεσία μπορεί στην πράξη να καταστρατηγείται από κακόβουλους εργοδότες.

Ads

Επιπλέον, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων, δηλαδή την αύξηση του κατώτατου μισθού, παράλληλα με την στήριξη των επιχειρήσεων από την κυβέρνηση.

Όπως είπε χαρακτηριστικά «Στην περίπτωση της ενίσχυσης των δικαιωμάτων των ήδη εργαζόμενων, πιστεύω ότι θα ήταν γόνιμο η Πολιτεία να προσανατολιστεί στην αύξηση του εισοδήματός τους» ενώ στην συνέχεια ανέφερε ότι πρέπει «να προταχθεί η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, εφόσον ο δημοσιονομικός χώρος το επιτρέπει και στο βαθμό που το επιτρέπει. Εκτιμώ πώς θα είναι μία σημαντική οικονομική ανάσα για τους εργαζόμενους, εφόσον παράλληλα συνδυαστεί με μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων».

Αναλυτικά η πρόταση της:

«Η νέα γενιά, πολλά μέλη της οποίας έχουν ήδη φύγει στο εξωτερικό, αγνοείται και το νιώθει. Εξάλλου, αυτή είναι η πρώτη γενιά η οποία βιώνει μια υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της μετά πολλές δεκαετίες αυξήσεων.

Ads

Είμαι φύσει και θέσει κοντά στη νέα γενιά, καθόσον εκτός του ότι είμαι η νεότερη βουλευτής της Ν.Δ. στην περιφέρειά μου, έχω διαχρονικά από διάφορες θέσεις ασχοληθεί σε βάθος με τα θέματα της νεολαίας. Οι προσωπικές μου εμπειρίες από αυτήν με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κυρίαρχο στη νέα γενιά είναι το συναίσθημα της αβεβαιότητας για το μέλλον τους, κυρίως αυτό της επαγγελματικής αποκατάστασης.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ με τις εξαγγελίες του έδωσε βαρύτητα στη νέα γενιά με κεντρική κατεύθυνση την αποκατάστασή της στην αγορά εργασίας. Και όλες οι εξαγγελίες του αποτελούν μία πολύ θετική αρχή, μία βάση για να ακολουθήσουν και άλλες πολιτικές ενέργειες. Με σκοπό να χτιστούν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των νέων και του πολιτικού συστήματος και εν γένει των θεσμών.

Η επαγγελματική αποκατάσταση αλλά και πορεία των νέων εδράζεται κατά τη γνώμη μου σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος έχει ως πυρήνα την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ως συνεπακόλουθό της. Και αποτελεί πλέον έμπρακτη απαίτηση των νέων οι θέσεις εργασίας να είναι με πλήρη και σταθερή απασχόληση, εφάμιλλες των προσόντων τους, καλά αμειβόμενες και με απτές προοπτικές ανέλιξης. Έμπρακτη, διότι καταδεικνύεται ότι υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις θα μπει ένα φρένο στο «braindrain», αλλά θα δοθούν και κίνητρα για την επιστροφή των νέων μας που εργάζονται στο εξωτερικό, ζήτημα που προσωπικά αξιολογώ ως μείζονος εθνικής σημασίας.

Ο δεύτερος πυλώνας στηρίζεται στη δράση του ίδιου του κράτους για την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και μέσω του ΟΑΕΔ και μέσω άλλων προγραμμάτων με προτεραιοποίηση τους νέους επιστήμονες. Προγράμματα που θα υλοποιούνται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σ’ ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, θα ήταν επωφελές και για τις δύο πλευρές, οι νέοι αυτοί επιστήμονες που εύλογα θα έχουν αποκτήσει μία εξειδίκευση στο αντικείμενο που θα έχουν εργαστεί, να αποκτούν ένα πρόκριμα για τη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης στον δημόσιο τομέα στο αντικείμενο αυτό. Φυσικά, πλέον προβάλλουν απαραίτητα και τα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης δεξιοτήτων, στα οποία έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση μέσα από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ο τρίτος πυλώνας διέρχεται μέσα από τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων αλλά και από την ενίσχυσή τους. Στην περίπτωση της διασφάλισής τους, η Πολιτεία έχει έναν κρίσιμο διττό ρόλο που η ίδια η κοινωνία προτάσσει, δηλαδή τόσο να επιβλέπει και να επιβάλει την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας μέσω των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών όσο και να θωρακίζει νομοθετικά καταστρατηγήσεις της από κακόβουλους εργοδότες.

Απτό παράδειγμα της κοινωνικής αυτής ανάγκης είναι η ακαριαία και σχεδόν κινηματική αντίδραση κυρίως των νέων ανθρώπων στην κακόπιστη πρακτική γνωστής ψηφιακής πλατφόρμας ντελίβερι να μετατρέψει τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας κάποιων εργαζομένων της σε ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου.

Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος πολύ σωστά επιχειρεί να βάλει μία τάξη στη νέα αυτή εργοδοτική μορφή εργασίας μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες, θεσπίζοντας συνδικαλιστικά δικαιώματα και επιβάλλοντας για όλες τις μορφές απασχόλησης κανόνες ασφάλειας και υγιεινής. Ωστόσο, ήδη έγκαιρα και δημόσια από τον περασμένο Μάιο αλλά και από το βήμα της Βουλής στη συζήτηση του εργασιακού νομοσχεδίου είχα διατυπώσει την επιστημονική μου άποψη ότι η φύση της εργασίας στις ψηφιακές πλατφόρμες προσιδιάζει πιο πολύ προς την εξαρτημένη μορφή εργασίας. Για αυτό και θα ήταν προτιμότερο να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες είτε με τον αποκλεισμό της αυτοαπασχόλησης είτε με τον περιορισμό της σε πολύ συγκεκριμένες και αυστηρές εξαιρέσεις.

Από την άλλη, η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο πρόσφατος εργασιακός νόμος θεσπίζει τεκμήριο ότι οι διανομείς είναι ελεύθεροι επαγγελματίες έχει απόσταση από την πραγματικότητα. Και αυτό, διότι ο νόμος ορίζει ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες συνδέονται με τους παρόχους υπηρεσιών ή με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου. Και ορίζει τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις κατά τις οποίες, όταν πληρούνται, τεκμαίρεται ότι η σύμβαση δεν είναι εξαρτημένης εργασίας.

Για αυτό και όταν μία διάταξη ενός νόμου στην πράξη κακόβουλα καταστρατηγείται, είναι επωφελές για την κοινωνία να επανεξετάζεται και να τίθενται νομοθετικά εκ νέου ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποκλείονται τέτοιες πρακτικές.

Στην περίπτωση της ενίσχυσης των δικαιωμάτων των ήδη εργαζόμενων, πιστεύω ότι θα ήταν γόνιμο η Πολιτεία να προσανατολιστεί στην αύξηση του εισοδήματός τους. Ήδη η Κυβέρνηση έχει μειώσει κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες τις ασφαλιστικές εισφορές, μέτρο που θα παραμείνει και το 2022 και επίσης έχει αποφασίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, ενέργεια συμβολική και ενδεικτική των προθέσεών της. Στο πλαίσιο, ωστόσο, της αναθεώρησης του ρυθμού ανάπτυξης στο 5,9 % και των ισχυρών προοπτικών του για την εκ νέου προς το καλύτερο αναθεώρησή του και δεδομένου ότι η οικονομική πολιτική είναι δυναμική, έχω τοποθετηθεί ήδη στην ομιλία μου στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022 – 2025 να προταχθεί η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, εφόσον ο δημοσιονομικός χώρος το επιτρέπει και στο βαθμό που το επιτρέπει. Εκτιμώ πώς θα είναι μία σημαντική οικονομική ανάσα για τους εργαζόμενους, εφόσον παράλληλα συνδυαστεί μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων.

Για να αντιμετωπιστεί το συναίσθημα της εργασιακής αβεβαιότητας που κυριεύει τη νέα γενιά χρειάζεται ένα όραμα, ένα όραμα αληθινό, που θα στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την πολύπλευρη και ολοκληρωμένη εργασιακή εξασφάλιση των νέων. Και το παραπάνω είναι μία «αληθινή» πρόκληση για τη Νέα Δημοκρατία».