Αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του νόμου για τις απεργίες έως τα τέλη του 2013 φέρεται η κυβέρνηση. Οι πληροφορίες αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των κυβερνητικών εταίρων. «Καμία συνεννόηση δεν έχει γίνει για αλλαγή του Ν1264/82 και η συζήτηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους», τόνισε το ΠΑΣΟΚ, ενώ η ΔΗΜΑΡ διερωτήθηκε από πού αντλεί το δικαίωμα ο υπουργός Εργασίας. Για προσπάθεια ουσιαστικής κατάργησης των δικαιωμάτων της απεργίας και του συνδικαλισμού, καθώς και για προσπάθεια αναβίωσης αντεργατικών νόμων, έκανε λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος της κυβέρνησης η απαγόρευση των απεργιών τόνισε η ΓΣΕΕ.

Ads

ΣΥΡΙΖΑ

Οξεία κριτική απέναντι στα σενάρια αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου που είδαν το φως της δημοσιότητας, ασκεί ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνος της επιτροπής κοινοβουλευτικού ελέγχου του Υπουργείου εργασίας, Δημήτρης Στρατούλης. Κάνει λόγο για προσπάθεια ουσιαστικής κατάργησης των δικαιωμάτων της απεργίας και του συνδικαλισμού, καθώς και για προσπάθεια αναβίωση «αντεργατικών νόμων που καταργήθηκαν μετά από μεγάλους αγώνες των εργαζομένων και του λαού μας».

Ο κ. Στρατούλης χαρακτηρίζει επίσης «για τα μάτια του κόσμου» την «φραστική», όπως τη χαρακτηρίζει, διαφωνία της ΔΗΜΑΡ και ζητά από τους τους εργαζόμενους να δώσουν «στα νέα αντεργατικά σχέδια της κυβέρνησης την απάντηση που της αρμόζει με την καθολική και μαχητική συμμετοχή τους στην πανελλαδική πανεργατική απεργία στις 20 Φλεβάρη».

Ads

ΔΗΜΑΡ

Νωρίτερα την έντονη αντίδραση της Δημοκρατικής Αριστεράς για το θέμα εξέφραση ο υπεύθυνος προγράμματος της ΔΗΜΑΡ, Δημήτρης Χατζησωκράτης.

«Από ποια προγραμματική συμφωνία, από ποιες προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης αντλεί το δικαίωμα ο υπουργός Εργασίας για να ανοίξει συζήτηση για τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82 για αλλαγές στον τρόπο λήψης απόφασης για απεργία (το περίφημο άρθρο 4 του Γ.Αρσένη), για επαναφορά της ανταπεργίας (λοκ αουτ) και για καθορισμό της οργάνωσης και δομής των συνδικαλιστικών οργανώσεων;» δήλωσε ο υπεύθυνος προγράμματος της ΔΗΜΑΡ.

ΠΑΣΟΚ 

Για την αλλαγή του νόμου, μίλησε και η εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, που υποστήριξε πως η κυβέρνηση θα πρέπει να προωθεί το πρόγραμμα της κυβέρνησης συνεργασίας και όχι το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.

«Καμία συνεννόηση δεν έχει γίνει για αλλαγή του Ν1264/82 και η συζήτηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους» ξεκαθάρισε η κυρία Γεννηματά και συμπλήρωσε: «Ιδιαίτερα σήμερα μια τέτοια ενέργεια μπορεί να ερμηνευθεί ως τιμωρητικού χαρακτήρα κίνηση απέναντι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων και να οδηγήσει σε όξυνση την ώρα που η χώρα χρειάζεται συνεννόηση και κοινή προσπάθεια».

ΓΣΕΕ
 
Το σενάριο περί αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της ΓΣΕΕ, η οποία τόνισε ότι η κυβέρνηση «επιχειρεί την απαγόρευση των απεργιών μέσα από το τέχνασμα των ψηφοφοριών».
 
«Την ώρα που συνεχίζονται οι δραματικές περικοπές μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών και παράλληλα η φοροδιαφυγή, η ακρίβεια και η ανεργία καλπάζουν η κυβέρνηση επιχειρεί ουσιαστικά την απαγόρευση απεργιών μέσα από το τέχνασμα των ψηφοφοριών. Ο τελικός στόχος της πολιτικής της είναι όμως εμφανής. Και δεν είναι άλλος από την προσπάθεια να ευνουχίσει τους συνδικαλιστικούς φορείς που αντιδρούν στον αντιδημοκρατικό της κατήφορο», αναφέρει συγκεκριμένα στην ανακοίνωσή της η ΓΣΕΕ.

Το επίμαχο δημοσίευμα του Βήματος

Παρόλο που ο κ. Βρούτσης, δήλωσε στο «Βήμα της Κυριακής» ότι «δεν υπάρχει τίποτε σχετικό αυτή τη στιγμή», διατύπωσε ωστόσο τον προβληματισμό ότι «οι εποχές, οι συνθήκες, αλλά και οι ανάγκες του συνδικαλιστικού κινήματος, επιβάλλουν -τουλάχιστον- να ανοίξει η συζήτηση».

Η κυβέρνηση φέρεται ότι σχεδιάζει να προχωρήσει στην αλλαγή του νόμου, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι βασικοί άξονες των αλλαγών, όπως αναφέρεται στο «Βήμα της Κυριακής», αφορούν τον υφιστάμενο τρόπο κήρυξης μιας απεργιακής κινητοποίησης, τη σύσταση-συγκρότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως και την οργάνωση του κινήματος σε νέες βάσεις, που να ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες. 

Θα επανεξεταστούν, επιπλέον, και τα δικαιώματα των συνδικαλιστών, όπως οι συνδικαλιστικές άδειες.

Παράλληλα, συζητείται η επαναφορά της ανταπεργίας, δηλαδή το κλείσιμο της επιχείρησης από τον εργοδότη σε περιπτώσεις απεργιών διαρκείας των εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, τα βασικά σημεία των αλλαγών επικεντρώνονται στα εξής:

1. Αλλαγή στον τρόπο λήψης της απόφασης για την κήρυξη απεργίας
Οι προτάσεις-ιδέες που βρίσκονται στο τραπέζι έχουν ως κεντρικό στοιχείο την «έννοια της πλειοψηφίας» για τη λήψη απεργιακής απόφασης. Ωστόσο, αφορούν την πλειοψηφία των εργαζομένων σε μια επιχείρηση και όχι των συμμετεχόντων σε μια γενική συνέλευση. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το γεγονός ότι ένα μικρό σωματείο του μετρό (μηχανοδηγοί) ή της ΔΕΗ μπορεί να ακινητοποιήσει ολόκληρη την επιχείρηση.

2. Αλλαγή στο καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών
Ένας μεγάλος αριθμός συνδικαλιστικών στελεχών –κυρίως στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα– δεν εργάζεται, κάνοντας χρήση των λεγόμενων συνδικαλιστικών αδειών. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις ΔΕΚΟ, οι άδειες αυτές (χιλιάδες εργατοώρες) «μοιράζονται – κατανέμονται» με αποφάσεις της διοίκησης των συνδικάτων «με απολύτως αειφανή τρόπο» για «προφανείς σκοπούς». 
 
3. Οργάνωση, δομή και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων
Απαιτείται άλλη οργάνωση στη δομή του κινήματος. Τα Εργατικά Κέντρα θεωρούνται – ήδη – μια προχωρημένη μορφή οργάνωσης και «αμφισβητείται η δυνατότητά τους – που σήμερα διαθέτουν – να κηρύσσουν απεργιακές κινητοποιήσεις». Μόνο σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να διατηρήσουν την παρέμβασή τους και μάλιστα σε «θέματα τοπικού ενδιαφέροντος». Αλλαγές σχεδιάζονται και πρωτοβάθμιο επίπεδο (σωματεία), γεγονός που επιβάλλει η συνεχιζόμενη μείωση της αντιπροσωπευτικής των σωματείων.

4.  Ανταπεργία
Πρόκειται για τη ρύθμιση που προκαλεί τις περισσότερες αντιδράσεις. Στις προτάσεις θα υπάρχει επαναφορά – υπό όρους – του δικαιώματος των εργοδοτών στην ανταπεργία. Δηλαδή στο κλείσιμο της επιχείρησης σε περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων. Το «δικαίωμα της ανταπεργίας» καταργήθηκε με τον νόμο 1264/82, ωστόσο ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς θέτουν – από καιρού εις καιρόν – το αίτημα της επαναφοράς του.