Υπάρχει καλή βία και κακή βία; Μπορούν να εξισώνονται οι επελάσεις της Χρυσής Αυγής σε πάγκους αλλοδαπών μικροπωλητών με το σπάσιμο μαρμάρων στο Σύνταγμα ή με τα επεισόδια στην Κερατέα; Ένας συνταγματολόγος και ένας πολιτικός επιστήμονας συνδράμουν το διάλογο ο οποίος έχει ανοίξει με αφορμή αντίστοιχους παραλληλισμούς των σημερινών χαλεπών ημερών.

Ads

Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Κώστα Χρυσόγονο, το ζήτημα δεν είναι τόσο τι ορίζει κανείς ως βία, αλλά τι θεωρείται ποινικό αδίκημα. Άλλωστε, το Σύνταγμα δεν περιέχει την έννοια της γενικής απαγόρευσης βίας. Υπό προϋποθέσεις, όπως είναι κάποιες συνθήκες έκτακτης ανάγκης, η άσκηση βίας μπορεί να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα.
 
«Η έννοια της βίας έχει γίνει ‘λάστιχο’. Για παράδειγμα, κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι η μούτζα ενός πολίτη σε έναν πολιτικό συνιστά προπηλακισμό», σχολιάζει ο κ. Χρυσόγονος. Κληθείς να αναφερθεί σε πρακτικά παραδείγματα, παρατηρεί τα εξής:
 
«Οι επιθέσεις των μελών της Χρυσής Αυγής σε πάγκους αλλοδαπών μικροπωλητών αποτελούν αντιποίηση αρχής, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και παράνομη βία.
 
Το σπάσιμο μαρμάρων στην πλατεία Συντάγματος αφορά στα αδικήματα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της πρόκλησης σωματικής βλάβης αν σημειωθεί τραυματισμός μετά από ρίψη των «πολεμοφοδίων».
 
Αν 200 διαδηλωτές συγκεντρωθούν στην είσοδο ενός ΧΥΤΑ να διαμαρτυρηθούν για ένα διάστημα κάποιων ωρών, αυτό προβλέπεται από την άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης.
 
Αν 200 διαδηλωτές πετάξουν αντικείμενα παραμποδίζοντας μία μπουλντόζα η οποία επιχειρεί να διεκπεραιώσει εργασίες στο πλαίσιο υλοποίησης ενός έργου, αυτό είναι ποινικό αδίκημα».
 
Εν κατακλείδι, ο κ. Χρυσόγονος καταλήγει ότι «η παρανομία είναι παρανομία απ’ όπου και αν προέρχεται και υπό αυτήν την έννοια το δικαστήριο οφείλει να αντιμετωπίσει εξίσου και το δεξιό και τον αριστερό. Το ζήτημα είναι ότι κάποιοι χώροι περιλαμβάνουν στην ιδεολογία τους τη βία και κάποιοι άλλοι δεν το κάνουν. Αυτό πια είναι πολιτικό θέμα».
 
«Δεν γνωρίζω κάποιον – με εξαίρεση ίσως τον Γκάντι και τον Βούδα – για τον οποίο να μην υπάρχει δίκαια βία. Ιστορικά, έχουν αναδειχθεί μορφές δίκαιης βίας όπως ο αγώνας εναντίον του κατακτητή σε διάφορες παραλλαγές, και φυσικά η άμυνα ενώπιον της επικείμενης βλάβης ενός αγαθού μας. Άρα, φυσικά υπάρχει δίκαιη και άδικη βία. Ακόμη πιο σύνθετο είναι το ζήτημα της άδικης βίας που καθίσταται νόμιμη δια της νομιμοποίησής της. Όπως πάντα λέμε “η επανάσταση δημιουργεί δίκαιο”. Τώρα, το ερώτημα είναι ποιες είναι συνθήκες εκείνες που συγχωρούν τη βία ή που καθιστούν δίκαια την προσφυγή σε αυτήν… Εκεί είναι που διαφωνούμε. Διότι, γενικά και αφηρημένα “καταδικάζω τη βία” είναι ωραίο, αλλά εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα», επισημαίνει ο αναπλ. καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας στο Πάντειο, αντιπρ. της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος συμπεραίνει:
 
«Στο αμιγώς ποινικό πεδίο μάλλον μπορούμε χωρίς πολλούς κραδασμούς να συμφωνήσουμε ότι η αυτοάμυνα είναι λόγος άρσης του άδικου μιας βίαιας πράξης, αρκεί να συζητάμε όντως για αυτοάμυνα και να μην αναφερόμαστε σε περιστατικά πλασματικής “αυτοδικίας” (επίτηδες βάζω τον όρο σε εισαγωγικά) όπως τα πογκρόμ εναντίον κάποιων επειδή ένας ομοεθνής τους έκλεψε ένα ομοεθνή μας. Τέτοιου είδους περιστατικά τα οποία μάλιστα ως και σοβαροί άνθρωποι έσπευσαν να ονομάσουν “αυτοδικία” είναι κατεξοχήν επίθεση, δηλαδή άδικη βία. 
 
Με την έννοια αυτή, καλό και κακό ποινικό αδίκημα δεν υπάρχει. Υπάρχει, ποινικό αδίκημα  χαμηλής  απαξίας, και ποινικό αδίκημα υψηλής απαξίας. Δηλαδή, κάπως σχηματικά “κακό” και “χειρότερο”.  Ειδική θέση στην κλίμακα αυτή θα πρέπει να κρατήσουμε για πράξεις οργανωμένης πολιτικής ανυπακοής των οποίων τα κίνητρα δεν είναι ευτελή ή ακόμη και για παράνομες πράξεις που γίνονται για ένα σκοπό που είναι ευγενής, όπως πχ. κάποιες ενέργειες της Greenpeace. Πάντως, και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα σε ό,τι αφορά την ταξινόμησή τους διότι όλες οι βίαιες πράξεις με πολιτικά κίνητρα πραγματοποιούνται και από ανθρώπους με μια διεστραμμένη αίσθηση του καθήκοντος και φανατικά πεπεισμένοι ότι κάνουν το καλό.
 
Αναφορικά με την εξίσωση των ακροδεξιών επιθέσεων με τις ακραίες μορφές κινητοποίησης της αριστεράς, ο κ. Χριστόπουλος σχολιάζει:
 
«Για μένα το κρίσιμο είναι η αντικειμενική υπόσταση του έννομου αγαθού που διακυβεύεται. Αν σπάω μάρμαρα και τα πετάω σε ανθρώπους διακυβεύεται η ζωή και αυτό είναι μείζον. Αν σπάω μάρμαρα και φεύγω, ζημιώνεται η δημόσια περιουσία και αυτό είναι δεν είναι αδιάφορο, αλλά σίγουρα χαμηλότερης απαξίας. Αν σπάω πάγκους επειδή τσακώθηκα με τον ιδιοκτήτη είναι φθορά ιδιοκτησίας και είναι κακό, αν όμως σπάω πάγκους διότι (νομίζω πως) υποκαθιστώ το κράτος, τότε υπονομεύεται η δημοκρατία και αυτό είναι πολύ σημαντικό».
 
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπενθύμιση περί «αριστεροχουντισμού» μέσα από το αρχείο του Ιού της Ελευθεροτυπίας:
 
«Ο τρόπος που επέλεξε η καραμανλική πολιτική ηγεσία των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων για να ξεπεράσει τον δυσμενή πολιτικό συσχετισμό ήταν να δυσφημήσει τους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου, ταυτίζοντάς τους με τη δράση των φασιστών και των χουντικών. Ο νεολογισμός «αριστεροχουντισμός» εφευρέθηκε για να συνδέσει -κατά τις παλιές συνήθειες- τα «δύο άκρα», και να απομονώσει τις πιο ριζοσπαστικές μορφές δράσης των εργαζομένων και της νεολαίας από το ευρύτερο κίνημα. Σ’ αυτή την παγίδα έπεσαν και οι ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς που αντιμετώπισαν με δυσπιστία τις δυναμικές και αυθόρμητες κινητοποιήσεις της περιόδου».