Με μια βόμβα στα χέρια θα έρθουν το Σεπτέμβριο στην Αθήνα οι επικεφαλής του κλιμακίου της Τρόικας: Οι πιστωτές έχουν ήδη αποφασίσει να ζητήσουν την ψήφιση νέων δημοσιονομικών μέτρων μέχρι το τέλος του έτους για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού της διετίας 2015-2016. Η κυβέρνηση απαντά ότι “η παρούσα Βουλή δεν πρόκειται να τα ψηφίσει” και ένα άγριο διαπραγματευτικό παιχνίδι ξεκινά πριν καν σχηματιστεί η νέα γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 22ης Σεπτεμβρίου. Της Αγγελική Σπανού

Ads

Με άλλα λόγια, οι εταίροι θα μιλούν για τα ελλείμματα (ζητώντας κάλυψη) και η κυβέρνηση θα μιλά για το χρέος (ζητώντας ρύθμιση). Η Τρόικα θα απαιτεί ανάληψη νέων μνημονιακών δεσμεύσεων και η εγχώρια ηγεσία θα την εγκαλεί ότι παίζει με την πολιτική σταθερότητα. Α. Σαμαράς και Ευ. Βενιζέλος αντιλαμβάνονται ότι είναι η τελευταία τους ευκαιρία να δείξουν στη δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία ότι υπάρχει προοπτική εξόδου στις αγορές, επομένως ότι τελειώνει ο εφιάλτης, και αναζητούν τρόπους απόκρουσης των γερμανικών και κοινοτικών σχεδιασμών για το ελληνικό ζήτημα. 

Στα επιτελεία Σαμαρά και Βενιζέλου κυριαρχεί η αίσθηση ότι το Βερολίνο τραβάει το σκοινί τόσο πολύ που δείχνει να μη φοβάται ότι μπορεί και να σπάσει. Ο βαθύτερος λόγος είναι ότι πλησιάζει η ώρα που κάτι πρέπει να γίνει με το ελληνικό χρέος ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 120% επί του ΑΕΠ το 2020 και το αντίτιμο θα είναι σκληρό. Αν και η συζήτηση για την ελληνική υπόθεση θα ενταχθεί σε μια συνολική διαπραγμάτευση για το status quo στην ευρωζώνη, αφού είναι προφανές ότι η παρούσα κατάσταση των εκρηκτικών ανισοτήτων στα επιτόκια δανεισμού δεν μπορεί να φτάσει πολύ μακριά, η γερμανική πλευρά επείγεται να κλείσει πρώτα το ελληνικό θέμα ως ειδικό, μοναδικό και ασύνδετο με τα υπόλοιπα. 

Ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης συντάσσουν τη νέα Προγραμματική Συμφωνία που θα παρουσιαστεί στις 7-8 Σεπτεμβρίου στη ΔΕΘ  και στην οποία θα περιγράφεται ένα σχέδιο για όλο το επόμενο διάστημα, προκειμένου να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχει στρατηγική και πυξίδα. Σύμφωνα με πηγές του ΠΑΣΟΚ, “η πολιτική και η κυβερνητική σταθερότητα στη χώρα και η εξάντληση της τετραετούς κοινοβουλευτική περιόδου στην βάση συγκεκριμένων στόχων, είναι η κύρια προϋπόθεση για την επιτυχία των εθνικών μας στόχων”. 

Ads

Ως προς τη διαπραγμάτευση με την Τρόικα, θέση της κυβέρνησης είναι ότι “η Ελλάδα έχει ήδη πετύχει διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα και άρα πρέπει να επικεντρωθεί όλη η συζήτηση στον παρονομαστή του κλάσματος, δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, μέσω της αύξησης του ΑΕΠ, γιατί είναι προφανές ότι το ζήτημα του δημοσίου χρέους, της συνολικής διάρκειάς του και του κόστους εξυπηρέτησης του προηγείται, λογικά, των άλλων συζητήσεων”.

Τι σημαίνει αυτό; Οτι η κυβέρνηση θα ζητήσει μια γενναία ρύθμιση για το χρέος, προσβλέποντας στη στήριξη του ΔΝΤ και φιλοδοξώντας να καλυφθούν έτσι το δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό της διετίας 2015-2016 το οποίο μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 15 δισ ευρώ. 

Η επίτευξη ή όχι πρωτογενούς πλεονάσματος είναι έννοια σχετική, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι τα νούμερα βγαίνουν επειδή έχουν συνυπολογιστεί στα έσοδα οι επιστροφές κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, το Δημόσιο έχει κάνει στάση πληρωμών (π.χ δεν γίνονται επιστροφές φόρων), ενώ το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει συρρικνωθεί μέχρι τελικής εξαφάνισης. 

Ωστόσο, είναι προφανές ότι η λύση του προβλήματος είναι πρωτίστως πολιτική και επομένως η διαπραγμάτευση δεν μπορεί παρά να έχει πολιτικά χαρακτηριστικά και περιεχόμενο. Το πρόβλημα για το Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι το μήνυμα “μη μας πιέζετε άλλο γιατί θα πέσουμε” δεν φαίνεται να περνάει πια στο Βερολίνο, αφού μετά το μαύρο στην ΕΡΤ πολλοί κατάλαβαν ότι υπήρχε εδώ κρυφός εκλογικός σχεδιασμός, ενώ ακόμη περισσότεροι φοβούνται ότι η υπάρχουσα πολιτική σταθερότητα είναι έτσι κι αλλιώς εύθραυστη. Συνεπώς, πρώτη προτεραιότητα είναι να δεσμευτεί η χώρα σε ένα πρόγραμμα πολυετές το οποίο δεν θα επηρεάζεται από τυχόν πολιτικές αλλαγές και να προσφερθεί οικονομική στήριξη τόση όση να συντηρεί τη χώρα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. 

Οπως εξηγεί σε άρθρο του το Spiegel online, ο στόχος ενός χρέους της τάξεως του 120% του ΑΕΠ το 2020 είναι ανέφικτος, επομένως η Ελλάδα χρειάζεται νέες χρηματοδοτικές πηγές προκειμένου να μειώσει το χρέος, επειδή  η προσαρμογή του στόχου του χρέους αποκλείεται αυστηρά από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ
 
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η Ελλάδα χρωστά στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις περίπου 185 δις ευρώ (χωρίς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ). Υπάρχουν δύο επιλογές. Είτε ένα άμεσο κούρεμα του χρέους είτε ενδεχόμενη μετατροπή των δανείων σε μακροχρόνια ομόλογα χωρίς τοκοχρεολύσια. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στο στόχο, επειδή έχουν παρόμοια αποτελέσματα. Ένα άμεσο κούρεμα του χρέους θα μπορούσε από νομικής απόψεως να είναι δύσκολο, επειδή η Συνθήκη της ΕΕ αποκλείει σίγουρα μια τέτοιου είδους υποστήριξη. Επίσης έχει το πολιτικό μειονέκτημα ότι οι δημόσιοι πιστωτές θα παραιτηθούν άπαξ δια παντός από τα χρήματά τους – και δεν θα μπορέσει κανείς πλέον να επιμείνει στην τήρηση των όρων. Θα ήταν όμως πιθανό τα δάνεια προς την Ελλάδα να μεταβληθούν σε άτοκα ομόλογα με χρόνο αποπληρωμής αρκετών δεκαετιών. Τα ετήσια τοκοχρεολύσια της Ελλάδας θα μειώνονταν σημαντικά και η χώρα θα ανέπνεε. Ταυτόχρονα οι πιστωτές δεν θα παραιτούνταν τελείως από τις απαιτήσεις τους. Σε περίπτωση που κάποια μέρα η Ελλάδα επέστρεφε στις κεφαλαιαγορές, θα μπορούσε η Γερμανία ακόμα και να πουλήσει τα ομόλογα και προηγουμένως να της επιστραφεί ένα μέρος των χρημάτων. Αλλά οι απώλειες θα είναι παρόλα αυτά πολύ υψηλές.

Με αυτά και με εκείνα, η Ελλάδα γίνεται κατά κάποιον τρόπο ξανά το κέντρο του κόσμου, αφού πρωταγωνιστεί στην προεκλογική αντιπαράθεση στη Γερμανία -με το λάθος τρόπο και για τον λάθος λόγο.