Με βασικό asset στις βαλίτσες του την ανακωχή με το ΔΝΤ, αλλά και με άγνωστο ακόμη και καταλυτικό παράγοντα την σύνθεση και την ατζέντα της νέας γερμανικής κυβέρνησης, ο Αλέξης Τσίπρας περνά σήμερα από τον «σταθμό» της Ουάσιγκτον στον «σταθμό» των Βρυξελλών.

Ads

Πρόκειται για έναν σταθμό που, ατύπως μεν ουσιαστικά δε, σηματοδοτεί και την αφετηρία της τρίτης αξιολόγησης, καθώς στο περιθώριο της διήμερης συνόδου κορυφής ο πρωθυπουργός θα εισπράξει και τα πρώτα απτά μηνύματα για το κλίμα που διαμορφώνεται στο Βερολίνο μετά τις εκλογές, καθώς και για τα πραγματικά περιθώρια μιας ταχείας – όπως επιθυμούν Αθήνα και Βρυξέλλες – διαπραγμάτευσης στο ελληνικό ζήτημα.

Βεβαιότητες και ακριβή συμπεράσματα είναι πολύ νωρίς για να υπάρξουν καθώς οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία μόλις άρχισαν, όμως όπως σημειώνουν ελληνικές κυβερνητικές πηγές υπάρχουν πλέον καθαρά και νέα δεδομένα στα οποία οι ευρωπαίοι θα πρέπει να τοποθετηθούν.

Τσίπρας: Όχι σε καθυστερήσεις

Τα εν λόγω δεδομένα, δε, ως προς το που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό ζήτημα και τι θα επιδιώξει η Αθήνα τα συνόψισε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας χθες το βράδυ με την ομιλία του στο ινστιτούτο Brooking:

Ads

«Χαίρομαι», είπε, «που ακούω το Ταμείο να δηλώνει ότι είναι πρόθυμο να αλλάξει την πορεία δράσης του και ότι δεν χρειάζονται νέα μέτρα, τονίζοντας την αναδιάρθρωση του χρέους. Φυσικά, ο ελληνικός λαός και όλοι όσοι βρίσκονται γύρω από το αυτό το τραπέζι πρέπει να δουν αυτή τη νέα θέση να υλοποιείται. Δεν πρέπει να υπάρξουν καθυστερήσεις λόγω διαφωνιών μεταξύ των θεσμών αυτή τη φορά. Ιδιαίτερα, δεν πρέπει να υπάρξουν διαφωνίες σαν αυτές που καταλήγουν με εμάς να λαμβάνουμε το χειρότερο και από τους δύο κόσμους. Αν αυτό αποφευχθεί, το τρίτο πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με επιτυχία».

Εν ολίγοις, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, η ελληνική πλευρά θεωρεί ειλικρινείς τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από την Κριστίν Λαγκάρντ πως το Ταμείο δεν θα ζητήσει νέα μέτρα και δεν θα εγείρει απρόβλεπτες αξιώσεις στην διάρκεια της νέας διαπραγμάτευσης. Και εκτιμά πως το «παιχνίδι» θα κριθεί στο απ’ ευθείας πλέον μπρα ντε φερ Ταμείου και ευρωπαίων για την ελάφρυνση του χρέους και τους όρους εξόδου από το Μνημόνιο.

Η στάση του Βερολίνου

Με βάση τα τελευταία, προχθεσινά μηνύματα από τον εκπρόσωπο της γερμανικής καγκελαρίας, η θέση του Βερολίνου ως προς το θέμα του χρέους δεν έχει αλλάξει, και πολύ δύσκολα θα αλλάξει με δεδομένο και το δύσκολο αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών. Όπως είπε ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, η ειλημμένη απόφαση του Eurogroup λέει πως το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει να εξεταστεί στο τέλος του προγράμματος.

Ακόμη κι εάν αυτή η θέση δεν μεταβληθεί όμως, το μείζον ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι να «ξεκαθαρίσει γρήγορα το τοπίο» – ήτοι, να ξεκινήσει μέσα στον χειμώνα η συζήτηση για το εάν θα παραμείνει ή όχι το ΔΝΤ στο πρόγραμμα και με ποιους όρους θα προχωρήσει η διατηρήσιμη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Εν τέλει δηλαδή, εκείνο που ζητά η ελληνική πλευρά δεν είναι απαραιτήτως ένας συμβιβασμός μεταξύ Βερολίνου και Ταμείου αλλά «γρήγορες και καθαρές αποφάσεις απ’ όλους». 

Αυτό το μήνυμα αναμένεται να καταστήσει εκ νέου σαφές και ο Αλέξης Τσίπρας στις επαφές που θα έχει στο περιθώριο της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών, η οποία έχει ως βασικά ζητήματα της ατζέντας της το Brexit και το προσφυγικό.

Ο διάδοχος του Σόιμπλε

Τα δεδομένα, ωστόσο, που συναντά δεν είναι τα ιδανικά για να δοθούν ακόμη σαφείς απαντήσεις. Η Άνγκελα Μέρκελ προσέρχεται στη σύνοδο με ανοιχτό το μέτωπο των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της νέας της κυβέρνησης και με απολύτως θολό τοπίο ως προς το ποιος θα είναι ο διάδοχος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών – ένα ζήτημα, που αφορά καίρια την Ελλάδα.

Για το συγκεκριμένο θέμα ενδεικτικές είναι και οι – αντικρουόμενες εν πολλοίς – σημερινές πληροφορίες του γερμανικού Τύπου. Η Handesblatt, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μάχη για την κληρονομιά του Σόιμπλε», εκτιμά ότι σε μία νέα κυβέρνηση Μέρκελ, με τη συμμετοχή Φιλελευθέρων και Πρασίνων, το υπουργείο Οικονομικών δεν αποκλείεται να καταλήξει τελικά στους Πράσινους ή και να παραμείνει στους Χριστιανοδημοκράτες.

Μετά την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το υπουργείο αναλαμβάνει προσωρινά ο ίδιος ο διευθυντής της καγκελαρίας Πέτερ Άλτμαϊερ και η Handelsblatt εκτιμά ότι «η μεταβατική λύση Άλτμαϊερ θα μπορούσε να γίνει και μόνιμη. Με όρους ευρωπαϊκής πολιτικής είναι πιο κοντά στους Πράσινους απ’ ό,τι οι περισσότεροι Φιλελεύθεροι».

Αντιθέτως, η Süddeutsche Zeitung  υποστηρίζει ότι οι Φιλελεύθεροι προβάλλουν πλέον ως «κόκκινη γραμμή» την αξίωση να μην διατηρήσουν οι χριστιανοδημοκράτες (CDU) το υπουργείο Οικονομικών, προκαλώντας την οργή  των Βαυαρών χριστιανοκοινωνιστών (CSU), παραδοσιακού κυβερνητικού εταίρου τής Άνγκελα Μέρκελ.