Η ζωή του σημαδεύτηκε από την χρεωκοπία της Αργεντινής και τη βαθιά οικονομική κρίση της Ελλάδας. Έφυγε από την Αργεντινή για τη Βραζιλία, όπου και εκεί έμεινε άνεργος. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά τη διάλυση της οικογένειάς του, καταλήγοντας άστεγος στην Αθήνα, όπως αναφέρεται στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Πλεόν φιλοξενείται στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων.

Ads

 Ο Λ.Μ. Έλληνας, γεννημένος στη Βραζιλία, εργάστηκε 12 χρόνια στην Αργεντινή και όταν η χώρα χτυπήθηκε από την κρίση, έμεινε άνεργος. Η οικογένεια που είχε δημιουργήσει τότε διαλύθηκε, ενώ το 1997 αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στην τότε εύπορη Ελλάδα.
 
Όπως αναφέρει η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο Λ. Μ γεννήθηκε στη Βραζιλία από Έλληνες γονείς.  Σπούδασε, έμαθε πέντε γλώσσες, έγινε τεχνικός ελεγκτής ποιότητας κρέατος, αν και ήθελε να γίνει δικηγόρος, δούλεψε σκληρά και απέκτησε οικογένεια.
 
Από το Σάο Πάολο, βρέθηκε στα σφαγεία της Αργεντινής. Όταν η Αργεντινή χτυπιέται από την κρίση, επιστρέφει στη Βραζιλία, όπου αποκτά δύο κόρες.
 
Όμως η κρίση βάθυνε και στη Βραζιλια. Η οικογένειά του διαλύεται και το 1997 αναζητά μια καλύτερη τύχη στην τότε εύπορη Ελλάδα.
 
«Εδώ δεν έχουμε αγελάδες όπως στην Αργεντινή, έχουμε ανθρώπους», του είπε ένας συγγενής του που τον έστειλε για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας.
 
Το 2009 έρχεται ένα ακόμη χτύπημα, καθώς η κρίση χτυπά και την Ελλάδα. Το ξενοδοχείο , όπου εργαζόταν, κλείνει. Ζει για έναν χρόνο με το επίδομα των 410 ευρώ, πληρώνοντας ενοίκιο, ρεύμα και κοινόχρηστα, του έμεναν μόνο 150 ευρώ για να ζήσει. Άρχισε όμως να χρωστά στον ιδιοκτήτη του σπιτιού και αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι.
 
Τον φιλοξενεί ένας φίλος για λίγες μέρες αλλά και από εκεί αναγκάζεται να φύγει. Πηγαίνει στη πλατεία Βικτωρίας, όπου είχε ένας γνωστός του ένα προποτζίδικο. Εκεί έκανε μπάνιο και κοιμόταν μέχρι να κλείσει το μαγαζί.
 
«Κάθε βράδυ έπαιρνα το σκουτεράκι του και πήγαινε στο Σύνταγμα. Στην πλατεία Βικτωρίας ήταν επικίνδυνα. Όλη τη νύχτα καθόμουν σε μια καρέκλα έξω από τα Μακ Ντόναλντς χαζεύοντας όποιον περνούσε μπροστά μου», αναφέρει στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

Συχνά σήκωνε το κεφάλι προς τον ουρανό ζητώντας εξηγήσεις από τον «Μεγάλο»: «Πες μου τι λάθος έκανα κι έφτασα σε αυτό το σημείο; Μια ζωή δούλευα, δεν μου έλειψε ποτέ κρεβάτι, ποτέ ένα ποτήρι νερό. Και τώρα…».
 
Πέρασε είκοσι βράδια σε μία καρέκλα μέχρι που κάποιος ενημέρωσε τις υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων και βρέθηκε θέση στον ξενώνα του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων.
 
Η επικοινωνία με τις κόρες του γίνεται πλέον μέσω ίντερνετ ενώ εδώ και ένα χρόνο ζει για τη θεατρική ομάδα των αστέγων και βοηθά εθελοντικά στο συσσίτιο του ιδρύματος.

Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία