Τα γεγονότα που βλέπουμε να εκτυλίσσονται το τελευταίο διάστημα, με επίκεντρο τις αντιδράσεις μιας μερίδας «αγανακτισμένων» γονέων ενόψει της παραχώρησης σχολικών κτιρίων για τη φοίτηση προσφυγόπουλων, καταδεικνύουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, σε πόσο επικίνδυνες ατραπούς έχει μπει η ελληνική κοινωνία.

Ads

Δε χρειάζεται να πάει κανείς πολύ μακριά. Αρκεί απλά να σκεφτεί σε τι οικογενειακό περιβάλλον μεγαλώνουν κάποια παιδιά, όταν βλέπουν τους γονείς τους να τρέχουν σε έξαλλη κατάσταση σε συνεδριάσεις δημοτικών συμβουλίων ή να βάζουν λουκέτα σε σχολεία, προκειμένου να μη δοθεί σε κάποια άλλα παιδιά το στοιχειώδες δικαίωμα της πρόσβασης στην εκπαίδευση. Να επιχειρούν να στοιχειοθετήσουν την καταφανή τύφλωση και τη σκατοψυχιά τους καλυπτόμενοι πίσω από φτηνές δικαιολογίες περί «υγειονομικής βόμβας» και, ακόμη χειρότερα, να προτάσσουν «την αγάπη για τα ίδια τους τα σπλάχνα». Κι από πάνω να έχουν το θράσος να ισχυρίζονται ότι «δεν είναι ούτε ρατσιστές, ούτε φασίστες αλλά…».

Στην πραγματικότητα όχι μόνο είναι όλα τα παραπάνω (κι ακόμη περισσότερα), αλλά «δηλητηριάζουν» τα ίδια τους τα παιδιά. Είναι μετά να αναρωτιέται κανείς πώς θεριεύει μέσα στην ελληνική κοινωνία το «φίδι» της Χρυσής Αυγής; Είναι να μην ανησυχεί, όταν βλέπει να μην υπάρχει κάποιο ουσιαστικό ανάχωμα σε τέτοιου είδους αντιλήψεις;

«Πρόκειται για μικρές μειοψηφίες» θα απαντήσουν αρκετοί. Δε θα διαφωνήσω, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε κάποια στοιχεία που καθιστούν την όλη κατάσταση άκρως ανησυχητική. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός πως τέτοιου είδους απόψεις αλλά και πρακτικές έχουν πλέον πλήρη θεσμική, κοινοβουλευτική κάλυψη, και μάλιστα ιδιαίτερα ισχυρή, καθώς η Χρυσή Αυγή παραμένει τρίτη δύναμη. Όχι μόνο αυτό, αλλά βλέπουμε πολλούς δημάρχους να «κλείνουν το μάτι» σε όσους καταφεύγουν σε τέτοιου είδους αντιδράσεις, την ίδια στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση είναι σαφές πως (ανεπισήμως και με τον τρόπο της) τους «χαϊδεύει τα αυτιά».

Ads

Επιπλέον, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως βρισκόμαστε σε μια εποχή που η αναπαραγωγή του χρυσαυγιτισμού στη δημόσια σφαίρα έχει πια απενοχοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα παραδείγματα δεν είναι και λίγα: από τη Βούλα Παπαχρήστου και το Νότη Σφακιανάκη περάσαμε στον Πέτρο Γαϊτάνο και το Στηβ Γιατζόγλου, ενώ πρόσφατα ήρθε δυστυχώς η σειρά το χρυσού παραολυμπιονίκη, Παύλου Μάμαλου, να «νομιμοποιήσει» την πολιτική κουλτούρα μιας νεοναζιστικής οργάνωσης. Κι όσο μπορούν κάποια πρόσωπα δημοσίως να εκφράζουν ανερυθρίαστα βαθιά ρατσιστικές αντιλήψεις, φανταστείτε πόσο πιο εύκολο είναι για αρκετούς να τις ενστερνιστούν στην καθημερινότητά τους.

Τρίτον, τα συστημικά ΜΜΕ εξακολουθούν να τηρούν μια βαθιά υποκριτική στάση μπροστά σε αυτήν την κατάσταση. Γιατί μπορεί από τη μια να βάλλουν αυτή τη στιγμή εναντίον όσων αντιδρούν στη φοίτηση προσφυγόπουλων σε ελληνικά σχολεία, αλλά ποιος ξεχνάει τη στάση που τήρησαν την εποχή της Ειδομένης (κι όχι μόνο προφανώς), όταν επιχειρούσαν να δώσουν την εντύπωση πως στον εκεί καταυλισμό πιθανότατα να διέμεναν μέχρι και λεπροί;

Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ισοπεδωτικός. Ο ελληνικός λαός σε μεγάλο βαθμό έχει εκδηλώσει, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, έμπρακτα αλληλεγγύη απέναντι στο δράμα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Μόνο που οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του είναι τόσο έντονες, που «χτυπάνε στο μάτι». Γιατί για κάθε εικόνα Ελλήνων μαθητών να υποδέχονται με χειροκροτήματα τους πρόσφυγες συμμαθητές τους, όπως συνέβη στο 67ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, θα υπάρχει η αντίστοιχη ντροπιαστική του Ωραίοκαστρου, όπου δεκάδες κάτοικοι ορκίστηκαν υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου να « βάλουν λουκέτα, προκειμένου να μην τους ρίξουν στη θάλασσα οι μετανάστες». Κι αυτοί οι τελευταίοι θα συνεχίσουν πάντα να υποστηρίζουν ότι στο κάτω-κάτω της γραφής «αμάρτησαν» για τα παιδιά τους..