Μετά και τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες, αν και δεν έχει φύγει από το προσκήνιο τα τελευταία 15 χρόνια, επανέρχεται το ζήτημα του φόβου για τον θρησκευτικά διαφορετικό μέσω της καλλιέργειας της Ισλαμοφοβίας. Έχοντας συντάξει μια πρόσφατα δημοσιευθείσα έκθεση σχετικά με την ισλαμοφοβία στην Ελλάδα (https://www.islamophobiaeurope.com/reports/2015/en/EIR_2015_GREECE.pdf) θα ήθελα να θέσω ορισμένα ερωτήματα προς προβληματισμό.

Ads

Τι είναι η ισλαμοφοβία για την οποία τόσα πολλά ακούμε εσχάτως; Υπάρχει ισλαμοφοβία στην Ελλάδα; Σε ποιους χώρους εντοπίζεται; Μπορεί να αντιμετωπιστεί;

Η ισλαμοφοβία ως όρος άρχισε να εμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στη Μ.Βρετανία, πολύ πριν δηλαδή την 11η Σεπτεμβρίου, αν και η Αλ Κάιντα είχε ήδη επιτεθεί μια φορά στους δίδυμους πύργους το 1993. Το 1998 δημοσιεύθηκε μια έκθεση από την Commission on British Muslims and Islamophobia με τίτλο Islamophobia: A challenge for us all (Runnymede Trust), στην οποία η ισλαμοφοβία οριζόταν ως ο φόβος, το μίσος και η εχθρότητα εναντίον του Ισλάμ και των Μουσουλμάνων. Οι κύριοι στόχοι της έκθεσης ήταν οι εξής: Η αντιμετώπιση των ισλαμοφοβικών αντιλήψεων ότι το Ισλάμ είναι μονολιθικό, χωρίς εσωτερική εξέλιξη, ποικιλία, ικανότητα για διάλογο, κτλ. και η επικέντρωση της προσοχής στους βασικούς κινδύνους που δημιουργεί ή ενισχύει η Ισλαμοφοβία για τις Μουσουλμανικές κοινότητες και συνεπώς για την ποιότητα ζωής συνολικά της κοινωνίας.

Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο ορισμό η ισλαμοφοβία είναι ένα είδος ρατσισμού που περιλαμβάνει πράξεις βίας, διάκρισης και ρατσιστικού λόγου και που τροφοδοτείται από καταχρήσεις της ιστορίας και αρνητικά στερεότυπα και οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην απανθρωποποίηση των Μουσουλμάνων. Θεωρείται ρατσισμός διότι κατασκευάζει και αντιμετωπίζει μια θρησκευτική ομάδα με φυλετικούς όρους (European Network Against Racism, ENAR).

Ads

image

Δύο σημεία είναι χρήσιμο να αποσαφηνιστούν. Κατ’ αρχάς η κριτική στη θρησκεία και επί του προκειμένου στο Ισλάμ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ισλαμοφοβία. Όπως όλες οι θρησκείες έτσι και το Ισλάμ μπορεί και πρέπει να δέχεται κριτική και να απαντά σε αυτή. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το Ισλάμ και ο Μουσουλμανικός κόσμος αντιμετωπίζεται ως ενιαίος και μονολοθικός, ενώ στην πραγματικότητα εντός του συναντούμε πολλές και διαφορετικές ομάδες και ποικίλες και ενδεχομένως συγκρουόμενες αντιλήψεις, όπως και στη Χριστιανική θρησκεία. Το δεύτερο σημείο που χρήζει αποσαφήνισης είναι ότι όποιος καταγγέλλει την ή ασχολείται με την ισλαμοφοβία δεν σημαίνει ότι εντάσσεται στο πεδίο της Ισλαμοφιλίας (ο όρος Ισλαμολαγνεία δεν θεωρώ ότι είναι δόκιμος). Η κριτική στάση απέναντι στον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία δεν σημαίνει ότι κάποιος δέχεται άκριτα όσα υποστηρίζει το Ισλάμ.

Το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη της Ισλαμοφοβίας στην Ελλάδα είναι ότι αυτή διαπιστώνεται, κυρίως, σε συγκεκριμένους κύκλους, και ειδικότερα στους χώρους της πολιτικής, της Εκκλησίας και των ΜΜΕ/ κοινωνικών δικτύων. Η ισλαμοφοβία είναι εμφανέστατη για παράδειγμα στους κύκλους της ακροδεξιάς και ειδικότερα στη Χρυσή Αυγή, αλλά και σε άλλες ακροδεξιές ομάδες, ενώ δεν απουσιάζουν απόψεις που μπορούν να θεωρηθούν ισλαμοφοβικές και εντός άλλων πολιτικών χώρων (Ν.Δ., Αν.Ελλ). Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένας άλλος χώρος στον οποίο καλλιεργούνται παρόμοιες απόψεις (Μητροπολίτες Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Αιγιαλείας και Καλαβρύτων), και αναπαράγονται στον δημόσιο χώρο, χωρίς να λείπουν και μεμονωμένοι ιερείς και αρχιμανδρίτες με αντίστοιχες απόψεις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η απουσία ευθείας καταδίκης αυτών των αντιλήψεων από την Ιερά Σύνοδο. Επιπροσθέτως, η Ισλαμοφοβία φαίνεται να έχει ισχυρά ερείσματα και να αυξάνεται στα ΜΜΕ, στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αποτελούν εύφορους χώρους για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια αυτών των απόψεων και μάλιστα και από αρθογράφους και συγγραφείς που δεν θεωρούνταν ακραίοι.

Από την άλλη μεριά οι ελληνικές κρατικές αρχές δεν φαίνεται να χαρακτηρίζονται από Ισλαμοφοβικές απόψεις, τουλάχιστον όχι σε κεντρικό επίπεδο. Παρά ταύτα η κωλυσιεργεία τους στην εφαρμογή νόμων, όπως εκείνου για την κατασκευή ενός Ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα, που έχει ψηφιστεί από το 2006 και ακόμα εκκρεμεί, αλλά και μουσουλμανικού νεκροταφείου, ενδέχεται να δημιουργεί την εντύπωση ότι διακατέχονται από Ισλαμοφοβικές αντιλήψεις.

Ως προς την αντιμετώπιση της Ισλαμοφοβίας αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι απουσιάζει μια κεντρική κρατική πολιτική και λαμβάνουν χώρα μόνο δευτερεύουσες και αποσπασματικές δράσεις από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Μεταξύ των πιθανών δράσεων για την αντιμετώπιση της ισλαμοφοβίας θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός κοινού ή περισσότερων παρατηρητηρίων για την καταγραφή Ισλαμοφοβικού λόγου και πράξεων στους χώρους της εκπαίδευσης, της εργασίας και των ΜΜΕ, διότι σε αυτούς τους χώρους διαπιστώνεται ότι υπάρχει ένα σημαντικό κενό. Η διοργάνωση σεμιναρίων για δημοσιογράφους αλλά και για δημόσιους υπαλλήλους, ιδίως εκείνους που έρχονται σε επαφή με Μουσουλμάνους, όπως οι αστυνομικοί, οι λιμενικοί, υπάλληλοι των γραφείων μετανάστευσης, θα ήταν μια άλλη πρόταση προς εφαρμογή. Επίσης, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο καταδικάζοντας, ελέγχοντας και εμποδίζοντας την αναπαραγωγή Ισλαμοφοβικού λόγου από συγκεκριμένους Μητροπολίτες και κατώτερους κληρικούς.

Όλα αυτά έχουν μια άλλη κοινή συνισταμένη: Την απουσία γνώσης για το Ισλάμ και αυτό έχει καταδειχθεί σε ορισμένες σχετικές δημοσκοπήσεις (https://www.publicissue.gr/1395/islam-2009/).

Ειδκότερα, η ταύτιση του Ισλάμ με την Οθωμανική κυριαρχία αποτελεί ένα μεγάλο πρόσκομμα στην προσπάθεια προσέγγισης του Μουσουλμανικού και του Αραβικού κόσμου με αντικειμενικό τρόπο και χωρίς παρωπίδες. Χωρίς εξωραϊσμούς και συμψηφισμούς η παιδεία αποτελεί το κυριότερο εργαλείο για την απόκτηση γνώσης και εκεί θα πρέπει να δοθεί έμφαση, αν και όχι αποκλειστικά.

Συνολικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η έλλειψη γνώσης για το Ισλάμ, φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την άνοδο της Ισλαμοφοβίας καθώς σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις στρέφει τους ανθρώπους σε άλλες, αμφιλεγόμενες, πηγές πληροφόρησης, προκειμένου να ενημερωθούν και αυτό ενδέχεται να έχει σοβαρές επιτπώσεις στην απόκτηση γνώσης και την κατανόηση του Ισλάμ.
 
* Ο κ. Αλέξανδρος Σακελλαρίου είναι Δρ. Κοινωνιολογίας, μετα-διδακτορικός ερευνητής Παντείου Πανεπιστημίου