Από την αρχή της κρίσης η οποία ξεκίνησε με τη φούσκα (πτώση των τιμών) των ακινήτων και τα στεγαστικά δάνεια υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου στις Η.Π.Α. το 2008[1], την απορρύθμιση και το ανεπαρκή έλεγχο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ακολούθησε η κατάρρευση της Lehman Brothers και η μετάδοση της κρίσης στην Ευρωπαϊκή και στη συνέχεια στην Ελληνική οικονομία.

Ads

Η λύση που επέλεξαν οι οικονομικές ελίτ, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν να  φορτώσουν το κόστος της κρίσης προς τα κάτω, δηλαδή στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, για δύο κυρίως λόγους: α) διότι εκείνοι που συμμετέχουν στη  χάραξη της οικονομικής πολιτικής δεν θα έπλητταν ποτέ τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, β) είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι απώλειες για τους πολλούς αποτελούν τα κέρδη για τους λίγους, άρα κάποιοι θα έβγαιναν χαμένοι.

Υπήρξε επομένως μια σημαντική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης στο βαθμό που να μιλάμε για καταστροφή.

Στην ελληνική πραγματικότητα η επιλογή των κυβερνήσεων των τελευταίων 8 ετών αυτό ακριβώς αποδεικνύει. Η μεσαία τάξη απώλεσε 13 δις ευρώ ή 31% του εισοδήματος της σε σχέση  με τα επίπεδα του 2010 και 1,2 εκατομμύρια πολίτες  μετακινήθηκαν προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. 

Ads

Στη προσπάθεια αναζήτησης εσόδων με σκοπό την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, λόγω των ζημιών που κατέγραψαν στους ισολογισμούς τους, η μεσαία τάξη μπήκε στο στόχαστρο.  Το νόμισμα όμως έχει διπλή όψη. Μέσα από τη διαρκή πίεση στη μεσαία τάξη οδηγείσαι αναπόδραστα σε δυσεπίλυτα προβλήματα στην οικονομία.

Γιατί;  Διότι η ύπαρξη της μεσαίας τάξης είναι σημαντική για τους ακόλουθους λόγους:

  • Υπό συνθήκες συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης οι προοπτικές για την δυνητική κατανάλωση C και την οριακή ροπή για αποταμίευση  MRS[2] κάθε άλλο παρά ευοίωνες μπορούν να θωρούνται.
  • Η αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, προϋποθέτει την αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης, με τα μεσαία κοινωνικά στρώματα όμως σε οικονομική απόγνωση κάτι τέτοιο δεν αναμένεται. Η αποταμίευση των νοικοκυριών από 13,4 % το 2007, διαμορφώθηκε σε – 9,85% του διαθέσιμου εισοδήματος στο δεύτερο  τρίμηνο του 2017. [3]
  • Εφόσον δεχόμαστε ότι η ψυχολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία, όταν η μεσαία τάξη περιλαμβάνει περίπου το 54% ενός πληθυσμού (ποσοστό που αφορά στην Ελλάδα πριν το 2008), αντιλαμβάνεται κανείς το πολλαπλασιαστικό φαινόμενο της διάχυσης των θετικών επιδράσεων της  ψυχολογίας.
  • Ενισχύει τη σταθερότητα και την ασφάλεια σε επίπεδο δημοκρατίας, δεδομένου ότι  η μεσαία τάξη παίζει ένα εξισορροπητικό ρόλο ανάμεσα στους ισχυρούς και στους οικονομικά ασθενέστερους. Ο περιορισμός των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων συντελεί στη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής.
  • Οι άνθρωποι που ανήκουν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα είναι εκείνοι που έχουν τα εσωτερικά κίνητρα και τη δύναμη ώστε να επιδιώξουν να ανέβουν κοινωνικά, να μπούνε δηλαδή σε μια διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας, από την οποία ωφελείται και η  ίδια η οικονομία.
  • Όσο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ αστικής και κατώτερων κοινωνικών τάξεων η ανισότητα διευρύνεται  και η οικονομία δε βελτιώνεται.
  • Η μη ισχυροποίηση της μεσαίας τάξης καθιστά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων μια επισφαλή υπόθεση, εκτός και εάν δεχθούμε ότι οι επενδύσεις θα έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό διότι διαφορετικά θα στηριχθούν στην εγχώρια ζήτηση. 
  • Με τη μείωση του εισοδήματος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, αφαιρούνται πόροι από την καταθετική βάση των τραπεζών με συνέπεια:   α) να περιορίζεται η δυνατότητα τους να χορηγούν δάνεια και β) να αυξάνεται το κόστος δανεισμού.

Η εμπειρική έρευνα [4] έχει δείξει ότι τα μεσαία κοινωνικά στρώματα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ όταν υπάρχει συγκέντρωση κερδών σε μικρές κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας,  αυτά δεν κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία, σε παραγωγικούς τομείς και στην υλοποίηση επενδύσεων.

Όσο ανεβαίνει το χρηματιστήριο των φτωχών, όσο δηλαδή ανεβαίνει ή παραμένει στάσιμο το ισοζύγιο της πραγματικής ανεργίας και στη δεξαμενή των ανέργων «μπαινοβγαίνουν» μέλη της προηγούμενης μεσαίας τάξης, π.χ. μηχανικοί, δικηγόροι, οικονομολόγοι, εκπαιδευτικοί εγγράφονται στα μητρώα ανέργων και νυν μέλη της μεσαίας τάξης χάνουν εισοδήματα από την υπέρ-φορολόγηση και τη μείωση των δημοσίων δαπανών, οι προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας περιορίζονται. 

Συμπερασματικά, αποτελεί μείζον θέμα μιας οικονομικής πολιτικής, με μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το γεγονός, ότι δεν μπορείς να αγνοείς τα εισοδήματα που προέρχονται από το συντελεστή παραγωγής εργασία, είτε αυτά αφορούν στη μισθωτή εργασία, είτε στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφού οι πλούσιοι δεν επενδύουν μόνο στην εγχώρια οικονομία.

[1] Σ. Βούλγαρης – Ν. Τριανταφυλλόπουλος, «Η κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου, τα αίτια και οι μηχανισμοί της», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Νοέμβριος 2009, σελ.221-235.
[2] David Begg- S. Fischer – R. Dornbusch, Economics Τόμος Β΄ Εκδόσεις Κριτική 1998.
[3] Πηγή: Τριμηνιαίο Δελτίο ΕΛΣΤΑΤ, Β΄ τρίμηνο 2007 – 2017.
[4] William Easterly . The Middle Class Consensus and Economic Development 2001 : pp, 317-335.

* Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος είναι Οικονομολόγος και εισηγητής του τομέα Λογιστικής του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος.