Ζήλεψα σήμερα τη δόξα του Γιάννη Χάρη και των άλλων άξιων λεξιθήρων της εφημερίδας μας, και λέω να καταπιαστώ με δυο γερμανικές λέξεις, δυο «κιβωτούς εννοιών» γεμάτες συμβολισμούς και ψυχολογικά «παρελκόμενα», που δυστυχώς εδώ που φτάσαμε μας αφορούν πλέον άμεσα στην καθημερινότητά μας. Πώς; Δώστε βάση.

Ads

Την πρώτη, τη λέξη Schadenfreude, την απαντώ συχνά πυκνά σε αγγλικά κείμενα πάσης φύσεως – από την πολιτική και την οικονομία ώς τον αθλητισμό και την τεχνολογία.

Ψάχνοντας στα λεξικά, διαπίστωσα ότι «Σαντενφρόιντε» σημαίνει κυριολεκτικά «η απόλαυση που νιώθει κάποιος από τη συμφορά του άλλου», και θεωρείται γλωσσολογικά μοναδική: συνώνυμό της στα -λόγια- αγγλικά είναι η λέξη epicaricacy, που φυσικά είναι δάνειο από τα ελληνικά, παραφθορά της δικής μας (αριστοτελικής, καθώς πρωτοεμφανίστηκε στα «Ηθικά Νικομάχεια», ως το αντίθετο του φθόνου) λέξης «επιχαιρεκακία», που με τα χρόνια εγκαταλείφθηκε στη γλώσσα μας και μας έμεινε μόνον η -εννοιολογικά πολύ πιο ήπια- «χαιρεκακία».

Το Schadenfreude είναι πολύ σκληρότερο, πολύ πιο μοχθηρό από την απλή χαιρεκακία, ή το αντίστοιχο «mauvaise joie» των Γάλλων: οι ψυχολόγοι λένε ότι το «μαύρο» αυτό συναίσθημα, αυτή η άγρια χαρά από τα βάσανα των άλλων, είναι η ρίζα του σαδισμού, και οι γλωσσολόγοι ότι είναι το αντίθετο της συμπάθειας, της συμπόνιας και του οίκτου.

Ads

Και έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι μόνον οι Γερμανοί μπορούν να εκφράσουν μονολεκτικά αυτό το απάνθρωπο συναίσθημα: όπως είχε γράψει ο Σοπενάουερ, η Schadenfreude είναι το χειρότερο, το πλέον αμαρτωλό συναίσθημα, γιατί «το να νιώθεις φθόνο είναι ανθρώπινο, ενώ το να απολαμβάνεις τη schadenfreude είναι διαβολικό»!

Σύγχρονες μελέτες των κέντρων πόνου και επιβράβευσης του ανθρώπινου εγκεφάλου, που δημοσιεύτηκαν το 2009 στο περιοδικό Science, έδειξαν ότι ο γερο-Σταγειρίτης είχε δίκιο στην αντίστιξη του φθόνου (πόνος για την επιτυχία του άλλου) και της Schadenfreude – επιχαιρεκακίας: συγκεκριμένα προέκυψε ότι, όσο ισχυρότερος είναι ο φθόνος μας για κάποιον, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόλαυση που νιώθουμε για το κακό που τον βρήκε.

Μάλιστα οι ειδικοί νευρολόγοι υποστηρίζουν ότι το εύρος της εγκεφαλικής «επιβράβευσης» για την επιχαιρεκακία μας μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, ανάλογα με την ισχύ του φθόνου που καταγράφηκε νωρίτερα στα κέντρα πόνου…

Από άλλη μελέτη που περιλαμβάνεται στο ίδιο αφιέρωμα του Science προκύπτει ότι, αν και η schadenfreude μπορεί να πυροδοτηθεί από οτιδήποτε, από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μέχρι την παροιμιώδη… ψόφια κατσίκα του γείτονα, η πολιτική και η οικονομία αποτελεί το προνομιακό της πεδίο – εξ ου και η περίφημη αγγλική έκφραση «to beggar thy neighbour», δηλαδή η ανύψωση κάποιου μέσω της χρεοκοπίας, κυριολεκτικά της μετατροπής σε ζητιάνο, του γείτονα/εταίρου του!

Με αυτή την… πάσα στον εαυτό μου, πάμε στη δεύτερη λέξη που με (μας) απασχολεί, τη λέξη Schuld. Schuld, λοιπόν, είναι το χρέος, αλλά και η ενοχή, η υπαιτιότητα, και μεταφορικά η αμαρτία: και επειδή οι λέξεις, όλες οι λέξεις, είναι όπως προαναφέραμε μικρές κιβωτοί εννοιών και Ιστορίας, αυτή η διφυής έννοια της λέξης Schuld βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής μας ελληνικής (και όχι μόνον) μνημονιακής τραγωδίας. Γιατί από την ίδια τη φύση της λέξης προκύπτει, όπως καταλαβαίνετε, ότι μόνος υπεύθυνος για το χρέος/αμαρτία είναι πάντα ο οφειλέτης, και ποτέ ο δανειστής: έτσι, όταν ο οφειλέτης πτωχεύσει, δεν δικαιούται «διάσωσης», κουρέματος κτλ.

Με άλλα λόγια, και για να έρθω στο «ζουμί», μπορεί μια γερμανική τράπεζα να δανείζει δισεκατομμύρια στο ελληνικό κράτος προκειμένου αυτό να αγοράζει φρεγάτες, αεροπλάνα, υποβρύχια και λιμουζίνες, και άρα να συντηρεί τις αντίστοιχες αμαρτωλές βιομηχανίες της Γερμανίας, τις Siemens και τις Krupp-Thyssen και τις Volkswagen του μάταιου τούτου κόσμου.

Αλλά όταν ο Ελλην ψευτο-«εμίρης» γίνει κακομοίρης και κυρίως… μπατίρης, όχι μόνον δεν ισχύει ο νόμος της αμοιβαιότητας του χρέους, που λέει πως σε κάθε χρεοκοπία φταίνε (και πρέπει να μοιραστούν τη ζημιά) και οι δύο πλευρές, αλλά κυριολεκτικά θυσιάζεται ένας ολόκληρος λαός, πωλείται κοψοχρονιά η περιουσία του και υποθηκεύεται το μέλλον των παιδιών του, προκειμένου οι τράπεζες να πληρωθούν στο άρτιο.

Το παράδειγμα

Και επειδή η γλώσσα αγαπάει τα παραδείγματα, να σας πω ένα που μου αρέσει πολύ: σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν πολλά χρόνια ο αγαπημένος όλων μας δρ Σόιμπλε, και στην οποία εξηγούσε πόσο μεγάλη επιρροή είχε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του η αυστηρή και νομοταγής μητέρα του, περιέγραφε ένα σκηνικό που θυμόταν με μεγάλη διαύγεια από τα παιδικά του χρόνια στη μεταπολεμική Γερμανία: πήγε, που λέτε, η μαμά Σόιμπλε με τον μικρό «Βόλφι» για ψώνια στο κέντρο της πόλης με το αμάξι, πάρκαρε κανονικά, αλλά δεν είχε ψιλά για το παρκόμετρο.

Οταν γύρισε, ανήσυχη μήπως είχε φάει κλήση, διαπίστωσε ότι την είχε γλιτώσει, και έφυγε κανονικά για το σπίτι.

Ομως μέσα της η αίσθηση του Schuld δεν την άφηνε να ησυχάσει, την τρυπάνιζε: και την άλλη μέρα, αν και χιόνιζε, αν και δεν είχε άλλη δουλειά, η φράου κατέβηκε ξανά στο κέντρο, σταμάτησε μπροστά στο ίδιο παρκόμετρο, και μπροστά στα μάτια του γιου της πλήρωσε κανονικά το αντίτιμο και γύρισε σπίτι της, ανακουφισμένη…

Καταλάβατε; Καταλάβαμε, να λέτε. Και auf Wiedersehen. Αλλωστε, κλίμα Εφορίας επικρατεί σε όλη τη χώρα, η ανάπτυξη έρχεται και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά.

Λίγη υπομονή χρειάζεται, κάνα δυο τρεις γενιές μόνο θα κρατήσει η Επιτροπεία, και μετά όλα θα φτιάξουν. Αλλωστε εμείς οι Ελληνες είμαστε συνηθισμένοι στους ζυγούς: ο τράχηλος μας όχι μόνο τους υποφέρει, καθώς φαίνεται, αλλά τους επιζητά κιόλας.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών