Ρε μπας και είναι οι ιδέες της Αριστεράς ελαττωματικές; Εξανέστη το πανελλήνιο πριν από λίγο καιρό, όταν έκανε αυτό το σχόλιο ο Βορίδης. Τί πάει να πει «ελαττωματικές»; Έτσι έλεγαν οι παλιοί, όχι απλά το λανθασμένο ή το ελλειμματικό, αλλά το σκάρτο εκ κατασκευής, το ψεύτικο ανταλλακτικό. Ο λογιοτατισμός του Βορίδη δεν έχει καμία σχέση με τη γλωσσική επιτηδειότητα του Παπανδρέου, ούτε, πολύ περισσότερο, με το αρχαιοπρεπές ιδίωμα του Ροϊδη. Είναι λοιπόν πιθανό ότι ο κύριος αυτός δανείστηκε τη λέξη απ’ τον μαστρο-Λάμπρο για να κάνει απλώς το εφέ του. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα, που ενισχύεται από τα γύρω-γύρω και τα παρακάτω. Αν αγοράσεις τζούφιο προϊόν, τί κάνεις; Βάζεις τη μάρκα (και το μαγαζί) στη μαύρη λίστα.  Αυτό εννοεί στην ουσία ο ποιητής: να τελειώνουμε επιτέλους με τους «άλλους», να τους «χτίσουμε». Ό έστι μεθερμηνευόμενον, πας ετερόδοξος ή αλλόφυλος όξω.

Ads

Το ‘πα, δεν το ‘πα;  Η μόστρα κι ο λογιοτατισμός του Βορίδη είναι δευτέρας διαλογής. Αυτό φάνηκε καθαρά, όταν, σαν άλλος Γεωργαλάς, ένιωσε κάποτε την ανάγκη να παραπέμψει στον … Γκράμσι. Μπέρδεψε τα μπούτια του, τσαλαβουτώντας στην ηγεμονία, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους θεσμούς του κράτους. Αυτό ήταν όμως το χαριτωμένο της υποθέσεως και συνέβη άπαξ. Το τραγικό, που έρχεται και ξανάρχεται στην επιφάνεια κατά καιρούς, είν’ η κουβέντα για «λαθρομετανάστες». Δεν πρόκειται για λάθος εκ παραδρομής. Είναι μ ί σ ο ς. Μίσος όχι απλώς ταξικό,  λόγω μιας σύγκρουσης «συμφερόντων», αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, πολιτισμικό, που περιέχει εκτός απ’ το δόγμα του, και τ’ αποτρόπαια μέσα υλοποίησής του. Όταν ακούς τόση παλιανθρωπιά γι’ ανήλικα και γυναίκες που πνίγονται στο Αιγαίο, ένα πράγμα σου’ ρχεται στο μυαλό: η εικόνα του Ρουπακιά, που ‘στριψε το μαχαίρι καθώς τρυπούσε την καρδιά του Φύσσα.  Δεν του ‘φτανε να τον σκοτώσει, ήθελε κι άλλο.

Υπάρχουν όμως και πιο «πολιτισμένες» παραλλαγές της ίδιας αηδίας (να τελειώνουμε με τους «γύφτους»). Γράφει ο κ. Τσιντσίνης από στηλών ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ: «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ρηχός για να διατηρηθεί ως σταθερή συνιστώσα του πολιτικού συστήματος. Είναι κάτι σαν έκζεμα της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, που θα περάσει». Αυτό είναι μια εκδοχή της «αριστερής παρένθεσης», με λίγο ευρύτερο ορίζοντα και κάποια ανοχή. Εν τάξει, σου λέει, κάτσανε μεν τέσσερα χρόνια, αλλά τους βλέπω να σβήνουνε. Το ίδιο ελπίζει και το ΚΙΝ.ΑΛ. Να βγει αυτοδύναμη η Νέα Δημοκρατία, να κοπούν τα πολλά-πολλά κινηματικά και ν’ αναλάβουνε αυτοί εργολαβικά, με τους εργοτοπατέρες και τους αυτοδιοικητικούς τους, την εκπροσώπηση των αδυνάμων. Ζοφερό σενάριο, που δεν είναι όμως διόλου απίθανο, αν δεν συμβεί κάτι.

Εκλογές έρχονται. Πώς να παλέψει κανείς πολιτικά όλο αυτό το μίσος, τις μεθοδεύσεις, τα πολιτικάντικα, που παραπέμπουν στον νόμο της ζούγκλας και στα πιο σκοτεινά ορμέμφυτα; Αν εξαιρέσουμε τις κραυγές και τις στράκα-στρούκες, η  μία μέθοδος είναι «το πρόγραμμα» κι άλλη, η πιο δύσκολη, το αντι-παράδειγμα. Το πρώτο έχει μια παιδαγωγική/διαφωτιστική λειτουργία, αλλά ταυτόχρονα και μια ολίγον αφ’ υψηλού, αυτο-αναφορική πλευρά. Το αντι-παράδειγμα είναι όμως καταλυτικό, γιατί αντιμετωπίζει τον άλλον επί ίσοις όροις και δουλεύει με υπόρρητους κώδικες. Η επίδρασή του στην κοινωνία είναι ανθρώπινη, «χημική» και μακράς διαρκείας.

Ads

Ο ΣΥΡΙΖΑ δημοσιοποίησε προχτές το πρόγραμμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιχειρήσει να (ανα)δείξει τις διαφορές ανάμεσα σε μια πολιτική που συνεχίζει να προστατεύει την εργασία και το κοινωνικό κράτος και μια πολιτική που δεν διστάζει να τα θυσιάσει, ποντάροντας στην αύξηση των επενδύσεων μέσω της μείωσης της φορολογίας.

Ευχόμαστε στη δική μας Αριστερά καλή επιτυχία. Ζούμε όμως, κάπως ανεστραμμένη, την εμπειρία του 2014-2015. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, έχοντας χάσει στις ευρωεκλογές, αγωνιζόταν να αποδείξει ότι η συνέχιση της πολιτικής της οδηγεί με ασφάλεια στην ανάταξη της οικονομίας και στην έξοδο από τα μνημόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υιοθετήσει σε πρώτη φάση έναν ισχυρό καταγγελτικό λόγο, που άρχισε όμως σταδιακά ν’ αποκτά προγραμματικά χαρακτηριστικά (το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»).

Εκ των συμφραζομένων και όσων συνέβησαν μετέπειτα καταλάβαμε ότι η πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν οδηγούσε στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά στη διαιώνισή τους. Κι απ’ την πικρή εμπειρία του Ιουλίου του 2015 συνειδητοποιήσαμε ότι το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ήταν μια (όμορφη) πλάνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και ξανακέρδισε τις εκλογές, αλλ’ αναγκάστηκε να κυβερνήσει δεμένος πισθάγκωνα μ’ ένα νέο μνημόνιο. Βγήκαμε μεν απ’ τον εφιάλτη τον περασμένο Αύγουστο, αλλά οι μνημονιακοί νόμοι παραμένουν σε ισχύ και οι βαθειές πληγές που δημιούργησε η εννιάχρονη κρίση είναι ακόμη εδώ.  

Συμπερασματικά: πολλοί (και κυρίως οι νέοι) διερωτώνται αν τα «προγράμματα» και οι «κατάλογοι» έχουν τελικά σημασία. Οι προγραμματικές αντιστίξεις απηχούν σε έναν βαθμό τις στρατηγικές επιλογές και τις παραδόσεις του κάθε πολιτικού χώρου. Σε έναν άλλο όμως βαθμό, τα «προγράμματα» εξυπηρετούν το πολιτικό μάρκετινγκ των επιτελείων. Αυτό ακριβώς αποστρέφεται ο κόσμος και το γράφει κανονικά στα παπούτσια του όταν πάει στην κάλπη. Γιατί, όσο αυθεντικό και πολιτικά καθαρό είναι το «πρόσωπο» και το δείγμα γραφής μιας παράταξης, τόσο μπαγιάτικο και ξεπερασμένο μπορεί να είναι ενίοτε το επικοινωνιακό «προϊόν» κι η έγχρωμη, πολυσέλιδη μούφα.

Το δελτίο που εξέδωσε τη Δευτέρα ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει το πρόγραμμά του ως εξής: «ένα πλήρως κοστολογημένο, τεκμηριωμένο και εναρμονισμένο με τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας σχέδιο, με έμφαση στην εμβάθυνση της νέας οικονομικής πολιτικής που ξεκίνησε την επομένη της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια».

Ελπίζω όποιος έγραψε αυτή την παράγραφο να εννοεί (και να καταλαβαίνει) «την κάθε λέξη του προγράμματος».