Όταν ξεκίνησε πριν λίγες μέρες η συζήτηση σχετικά με τις «λευκές διακοπές» που πρότειναν οι επαγγελματίες του τουρισμού, και πριν αρχίσει να το προωθεί ως σοβαρό ενδεχόμενο η κυβέρνηση, νόμιζα ότι ήταν αστείο. Από αυτά δηλαδή που λέει κανείς καμιά μ@*#κια για να περνάει η ώρα. Ούτε που θα μπορούσα να φανταστώ ότι σοβαρολογούσαν και ότι θα αποτελούσε κάτι τέτοιο αληθινό θέμα της επικαιρότητας. H Μαρία Τριαντοπούλου γράφει τη Σκέψη της Ημέρας

Ads

 
Τώρα έχω αρχίσει και θυμώνω όμως, με την αλόγιστη και επιπόλαιη αντιμετώπιση, όπως φαίνεται, της κυβέρνησης σχετικά με τα πολλά και σοβαρά προβλήματα των περισσότερων ανθρώπων σε αυτή τη χώρα. Και δεν θυμώνω με τους επαγγελματίες ξενοδόχους ή με τους επιχειρηματίες του χειμερινού τουρισμού στα χιονοδρομικά κέντρα και ορεινά χωριά της Ελλάδας, ούτε με τους εστιάτορες, τους καθηγητές του σκι, τους ανθρώπους που έχουν κάποιο μαγαζί και θέλουν να το δουν να κινείται λίγο επιτέλους. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν και έχουν ως στόχο να βρουν τρόπους να αυξήσουν τη δουλειά τους.
 
Θυμώνω όμως όταν βλέπω να το συζητάει σοβαρά το θέμα αυτό η κ. Κεφαλογιάννη ή όταν βλέπω κάποιους άκριτους δημοσιογράφους να ξεστομίζουν το τρομερό επιχείρημα ότι οι διακοπές για χειμερινά σπορ είναι πάγια πρακτική που συνηθίζεται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Προσθέτουν μάλιστα και ολίγη δήθεν οικολογική ευαισθησία λέγοντας ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν να αγαπάνε την ορεινή φύση της Ελλάδας και τον αθλητισμό.
 
Σε μια χώρα που χειμάζεται και υποφέρει τα πάνδεινα η πρόταση αυτή, και έτσι όπως τίθεται κυρίως, αποτελεί προσβολή στο κοινό αίσθημα. Με τι χρήματα ακριβώς θα πάνε όλα αυτά τα παιδιά που δεν θα είναι στα σχολεία, και που οι γονείς τους που εργάζονται δεν θα έχουν που να τα αφήσουν, χειμερινές διακοπές; Οι οικογένειες τους που με το ζόρι καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα με τα καθημερινά, και όχι πάντα, πως ακριβώς θα κανονίσουν να πάνε για «λευκές» διακοπές στα χιονοδρομικά κέντρα και άλλα κουραφέξαλα; Μήπως θα τα στέλνουν με τους συνταξιούχους γονείς τους που τους περισσεύουν τα λεφτά…
 
Θα χρηματοδοτεί το Υπουργείο Τουρισμού τα sports d’ hivers  – ας το πω και ξενικά αφού εν μια νυκτί γίναμε κεντροευρωπαίοι – για να πηγαίνουν οι οικογένειες να τα απολαμβάνουν αραγμένοι με ένα ωραίο ζεστό ρόφημα στις χιονισμένες πλαγιές; Θα τους νοικιάζει τζάμπα και τον εξοπλισμό, που στην περίπτωση των χειμερινών σπορ είναι πανάκριβος, τα σκι, τις στολές, τις μπότες, τα ειδικά γυαλιά; Θα τους πληρώνει και τα μεταφορικά μέσα και τα ξενοδοχεία με πλήρη διατροφή; Μα, σας παρακαλώ, είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
 
Οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πράγματι αυτές τις διακοπές στο πρόγραμμά τους είναι χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία ή η Ελβετία για παράδειγμα που δεν ξεκίνησαν τον χειμερινό τουρισμό πρόσφατα, ούτε αποτελεί είδος πολυτελείας για τους πολίτες τους, οι οποίοι εκτός των άλλων δεν βιώνουν κάποια ακραία ανθρωπιστική κρίση – το αντίθετο μάλιστα. Έχουν δε δύο εβδομάδες καλοκαιρινές διακοπές. Είναι μέρος της ζωής τους με τον ίδιο τρόπο που είναι για μας η θάλασσα το καλοκαίρι. Και ενώ αναμφισβήτητα ο ορεινός τουριστικός πλούτος της Ελλάδας είναι σημαντικός και άξιος στήριξης και ανάπτυξης τα θέματα πρέπει πάντα να μπαίνουν στη σωστή τους διάσταση και σε ρεαλιστικά πλαίσια. Προτάσεις σαν αυτές είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως άκρως προσβλητικές και κακόγουστες σε μια εποχή που τα παιδιά στα σχολεία λιποθυμάνε από την πείνα και η παιδεία μοιάζει να είναι πολύ χαμηλά στην μνημονιακή ατζέντα. Είναι απόλυτα σίγουρο ότι εκείνοι που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία των «λευκών διακοπών» για να πάνε στα χιονοδρομικά κέντρα είναι αυτοί που ήδη πάνε και δεν χρειάζονται κανένα επιπλέον κίνητρο για να το πράξουν. Αν υπάρχει πρόγραμμα να πηγαίνουν τα σχολεία, τουλάχιστον των ορεινών περιοχών, για χειμερινά σπορ και να τα χρηματοδοτεί το κράτος, αν αυτό αποτελεί επιλεγμένη εκπαιδευτική και αθλητική προτεραιότητα, τότε ας το συζητήσουμε.
 
Σε κάθε άλλη περίπτωση νιώθω ότι προσβάλλεται η νοημοσύνη μου και ότι, επιπλέον, με εμπαίζουν ανερυθρίαστα.
 
Είναι πράγματι να απορεί κανείς…. Με τόσα σοβαρά και τραγικά που συμβαίνουν γύρω μας που τον βρίσκει η κυβέρνηση και οι προστατευόμενοι της «ημέτεροι» τον χρόνο αλλά και τη διάθεση να ασχολούνται με τέτοιες αστόχαστες βλακείες. Όπως λέει και ο σοφός λαός «τι του λείπει του ψωριάρη; Φούντα με μαργαριτάρι»…
 
«Μα δεν ντρεπόμαστε πια;», λέω εγώ.