Εδώ σε θέλω τώρα. Στα δύσκολα. Όχι, τότε… με τα εύκολα, τ’ αναμενόμενα και τα κατανοητά. Με το όχι σ’ όλα και απέναντι σ’ όλους. Εμείς οι «από εδώ» και οι άλλοι στην «αντίπερα όχθη». Μαύρο εκείνοι, άσπρο εμείς. Μετά, χωρίς να φαίνεται ότι το πολυθέλαμε, ότι μας καλάρεσε, βρεθήκαμε να κρατάμε τιμόνι και να ορίζουμε πορεία. Θέλαμε να χαράξουμε τη δική μας …

Ads

Όμως το γκουβέρνο είναι δύσκολο. Θέλει μάστορες και μαστοριές. Οι αστοί είναι μαθημένοι σ’ αυτό. Λες και γεννήθηκαν να διαφεντεύουν. Η εξουσία θέλει έτσι, αλλά κι αλλιώς. Θέλει ελιγμούς, μανούβρες, ζυγοσταθμίσματα, ισορροπίες, συμμαχίες. Δεν πας μονοκόμματα με μια θέση, όπως έμαθες τόσα χρόνια. Γιατί ως σήμερα, βρισκόσουν είτε στα αμπάρια, είτε στην καλλίτερη περίπτωση ναύτης και αγκομαχάρης. Τιμονιέρης ποτέ σου. Αυτός ήταν και ο ψόγος τους: «Τι θα κάνεις πιάνοντας το τιμόνι;» Έδωσες απαντήσεις, αλλά…

Τώρα είναι διαφορετικά. Έστω για λίγο, έπιασες τιμόνι. Όρισες (ή έτσι πίστεψες ότι μπορείς) τη ρώτα του πλοίου. Αλλά το πλοίο ήταν ήδη μπαταρισμένο. Το παρέδωσαν σαράβαλο, προβληματικό. Έφυγαν σαν τα ποντίκια, γιατί το ’χαν για βούλιαγμα. Πήραν ό,τι μπορούσαν και το παράτησαν άρον-άρον. Εσύ νόμισες ότι το κατέλαβες. Αλλά τι να καταλάβεις; Τι να αξιοποιήσεις όπως το κατάντησαν; Εκφυλισμένο, εκχυδαϊσμένο, με ρωγμές και σαπισμένα ξύλα, με νοοτροπίες καθεστωτικές και συμπεριφορές του βολέματος.

Άραγε πόση βοήθεια περίμενες να ’χεις; Πολλοί αυτοί που ήταν μαζί σου, αλλά όχι στην πρώτη γραμμή. Είπαν ότι τους παραμέλησες, τους άφησες στη γωνία, δεν τους έδωσες σημασία. Κι αυτό έγινε… όπως κι άλλα πολλά. Όμως, τόσο οι επιβάτες, όσο και το πλήρωμα, δεν ήταν συντονισμένοι. Αρκετοί από τους πρώτους ήθελαν «εδώ και τώρα» λύσεις, φαντάζονταν μαγικά ραβδάκια, τα πάντα πίσω κι όλα όπως τότε. Κάποιοι άλλοι, πίστεψαν ότι μπορούν να φτιάξουν ένα άλλο καράβι ή να αλλάξουν «μια και καλή» την πορεία του. «Λογαριασμοί χωρίς τον ξένο ξενοδόχο!» Οι πιο πολλοί, παρέμειναν στις θέσεις τους. Επιβάτες και θεατές μαζί. Από την άλλη, το πλήρωμα, ανέτοιμο κι ασυντόνιστο, περίμενε τις «άνωθεν εντολές», εκτελώντας τη δημιουργικότητα. Ημίμετρα και ατέλειες. Από κάποιους αδιαφορία και για μερικούς, η απραξία ήταν η επιλογή και ο τελικός σκοπός τους.

Ads

Σα να μην έφταναν όλα τούτα, είχες κι όλη τη φράγκικη «Αγία Οικογένεια» να μετράει τα κέρδη της, να φτιάχνει σενάρια και να «φροντίζει» για το μέλλον σου. Από πού να έρθει η έρμη η συμπαράσταση; Από τις μακρινές, μοναχικές φωνές των πολιτών που χανόταν στα βάθη του ορίζοντα; Από επιστήμονες και διανοητές που φώναζαν για το αυτονόητο; Από υποστηρικτές του συμφέροντος ή από πολίτες που αναζητούσαν την ενημέρωση στα «μέσα μαζικού ελέγχου»; Όλα σύνθετα, περίπλοκα και πρωτόγνωρα.

Κατέληξες μεσοκαλόκαιρο να βάλεις κι άλλους στο τιμόνι. Τόσο ισχυρούς, που μπορούν να σου κουμαντάρουν τις κινήσεις, να θέτουν -όπως εκείνοι θέλουν- την πορεία. Έτσι πίστεψες ότι το σαπιοκάραβο θα επέπλεε! Έλα όμως που δε γίνονται όλα όπως τα θες. Κάποιοι απ’ το πλήρωμα είπαν ότι πρόδωσες την πορεία και δρομολόγησαν τη δική τους (σ’ άλλες θάλασσες, άγνωστες, αχαρτογράφητες). Άλλοι κοιτούσαν τ’ άστρα και σφύριζαν αδιάφορα, ενώ περίσσεψαν οι καλοθελητές και οι καιροσκόποι, που βρήκαν ευκαιρία να επιστρέψουν από την απαξίωση.

Τώρα… πάλι απ’ την αρχή. Όχι όπως πρωτοξεκίνησες. Αλλαγμένα τα πρόσωπα, οι προτάσεις, οι ιδέες. Τώρα υπάρχει εμπειρία. Καλή και κακή. Με σωστά και λάθη. Δεν έχεις ψευδαισθήσεις, ούτε μπορείς να σηκώσεις πανιά, ως πέρα. Όσο εσύ θα ’θελες. Είσαι περιορισμένος και προσγειωμένος. Μπορείς όμως να πιάσεις τιμόνι, να ’χεις χάρτη μπροστά σου, τον έλεγχο του ορίζοντα. Η θάλασσα είναι μεγάλη κι ο δρόμος προς τον προορισμό, δικό σου μέλημα. Αρκεί να ξέρεις ποιο είναι το πλήρωμα και πώς να κοιτάς τους επιβάτες. Δεν θέλει πολλά. Θέλει τόσα-όσα δεν έγιναν στο παρελθόν. Μα πιότερο, θέλει αλήθειες. Απλά, σταράτα λόγια. Ελάχιστα να λέγονται, πολλά να γίνονται. Θέλει πλήρωμα που δουλεύει νυχθημερόν κι επιβάτες που παρεμβαίνουν και συμμετέχουν στα έργα. Θέλει όραμα και πράξη. Θέλει τιμονιέρη και μπροστάρη. Θέλει χαραγμένη πορεία, στρωμένη και μελετημένη. Αυτό να κάνεις…