[…] Yγ.3. Τα “παιδιά του Πολυτεχνείου” τα βάλανε με τη χούντα. Aν τη ρίξανε ή όχι, όπως πολλοί σχολιάζουν κάθε τέτοια μέρα, ποσώς με ενδιαφέρει. Αυτή η μπακαλική μετρήματος κουκιών είναι για λογιστικές άλογες μηχανές και όχι για ανθρώπους – πολίτες. Με ενδιαφέρει περισσότερο ποιοί απαθείς αντίθετα δεν έκαναν τίποτε για να ρίξουν τη χούντα. Αυτούς μάλιστα. Να τους βρούμε και να τους μετρήσουμε. Σαν κουκιά.
Συνοψίζοντας: τα παιδιά του Πολυτεχνείου τα βάλανε με τη χούντα, και σώσανε την αξιοπρέπεια και τις αξίες ενός λαού – που κατά πλειοψηφία την ανεχόταν και την στήριζε. Αυτήν την αξιοπρέπεια ποιός λογισταράς τολμάει να τη μετρήσει;
Της Κρυσταλίας Πατούλη

Ads

Βλέπω τη φωτογραφία του Παναγούλη στα δικαστήρια της χούντας.
image
Ένα… παλληκαράκι ήταν, κι όμως δεν δίστασε να τα βάλει -χωρίς πλάτες- μ’ όλο το φασισταριό, για να καταδικαστεί δις εις θάνατον!

Κι ο Κοροβέσης επίσης για παράδειγμα, ήταν κάπου στα 26, όταν τον έπιασαν και τον βασάνισαν.
image

Νέα παιδιά ήταν και δεν φοβήθηκαν αυτή τη χούντα που εξόριζε, βίαζε, σκότωνε, άφηνε ανάπηρους από το ξύλο.

Ads

«Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό»*

Έτσι κι αυτά τα «παιδιά του Πολυτεχνείου», δημιούργησαν αυθόρμητα μια μεγαλειώδη εξέγερση, που επηρέασε στον πυρήνα της και τη γενιά μου.
 
Εκείνη την εποχή η καταστολή και η τιμωρία ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στα Γυμνάσια Θηλέων π.χ. αν υπήρχε ποδιά που σηκωνόταν πάνω από το γόνατο, η μαθήτρια έβγαινε στην σημαία απ’ το αυτί για μία διαπόμπευση πριν την στείλουν σπίτι της και αφού πρώτα της σκίσουν μπροστά σε όλους το στρίφωμα με τα χέρια τους.
 
Θυμάμαι είχαν φερθεί ανάλογα σε μια μαθήτρια της έκτης Γυμνασίου την οποία θεωρούσαν αριστερή, αλλά την επόμενη μέρα τους περίμενε η έκπληξη. Κοκκίνισε το προαύλιο. Όλα τα τμήματα της τάξης της είχαν συνεννοηθεί να φορέσουν ότι κόκκινο είχαν στις ντουλάπες τους. Κόκκινα παλτά, κόκκινα κασκόλ, κόκκινα σκουφιά, κόκκινα παπούτσια, κόκκινες κάλτσες.
 
Στην οικογένειά μου κατά κανόνα δεν υπήρχαν αριστεροί, εκτός από το μικρό αδελφό της γιαγιάς μου που πέθανε μόλις 40 χρονών, λίγο μετά από την επιστροφή του από τη Μακρόνησο, παρόλο που ήταν στα νιάτα του πρωταθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης.
 
Όσο για το 1973, και τη 17η Νοεμβρίου, μία συγγενής μας που έκανε μια από τις σπάνιες επισκέψεις στο σπίτι μας έβριζε εκείνη τη μέρα τους φοιτητές αλήτες που κάνουν φασαρίες, εγκληματικά στοιχεία, εχθρούς της πατρίδος!
 
Ήθελε την ησυχία και την ευημερία της: της δικής της και της οικογένειάς της. Κάτι παρόμοιο που ήθελε και η πλειοψηφία των Ελλήνων, την ίδια ώρα που άνθρωποι σαν τον Χρόνη Μίσσιο σάπιζαν στις φυλακές.
 
Σήμερα μπορώ πια να ομολογήσω, ότι δεν είχα την τύχη να δω ποτέ στα μάτια ενός δεξιού -σαν και εκείνη τη μακρινή θεία μου- την επίγνωση ή έστω την απορία για το τι γίνεται δίπλα του. Μου έδιναν από τόσο μικρή την εντύπωση -και την ίδια εντύπωση μου δίνουν μέχρι σήμερα- ότι περνούν οι περισσότεροι από αυτή τη ζωή και δεν τους αγγίζει τίποτε έξω από την πόρτα τους.

Αργότερα αυτή η ίδια πλειοψηφία, ψήφιζε και το Πασόκ και διόριζε σωρηδόν τα παιδιά της στο δημόσιο. Πλέον γιόρταζε… εκείνους τους αλήτες της, αλλά ποτέ δεν τους τιμούσε με αντίστοιχες πράξεις.

Αντίθετα, σε εκείνους που βρήκα στα μάτια τους την συνείδηση για το τι συνέβαινε δίπλα τους, ήταν άνθρωποι που ανήκαν στην μαχόμενη αριστερά αλλά και στην μαχόμενη… επιβίωση.
 
Ήταν εκείνοι που προσπαθούσαν τουλάχιστον να ενηλικιωθούν κοινωνικά, όταν όλοι γύρω τους έμεναν –το λιγότερο- κακομαθημένα, αυτιστικά παιδιά, με ψυχικές αναπηρίες προερχόμενες από έναν υπερτροφικό εγωισμό – ατομισμό, και αδυναμία να αντιληφθούν σε σύνολο την πραγματικότητα.

Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα αυτονόητα, προσπαθώντας απλά να παραμείνουν πολίτες, πολεμήθηκαν έως σύνθλιψης γι’ αυτό τους το ελάττωμα.

Πιτσιρίκι 12 χρονών και 11 μηνών ήμουν εκείνο το Νοέμβριο, τέσσερα χρόνια ακριβώς μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, επί δεξιάς κυβέρνησης, που συνέβαιναν τα γνωστά. Καταπίεση, υποκρισία, απαγορεύσεις, θρασύτατες δηλώσεις καθηγητών μέσα σε τάξη ότι «δεν υπάρχουν στην Ελλάδα φτωχοί!», διαστρέβλωση της ιστορίας, συντήρηση, και με τα κατηχητικά σε άνθιση, ενώ δεν επιτρεπόταν απουσία τη μέρα του Πολυτεχνείου για συμμετοχή στην ήδη καθιερωμένη πορεία.
 
Οι καθηγητές μάς κυνηγούσαν στις σκάλες, τραβώντας μας απ’ το μαλλί, βρίζοντάς μας αλήτισσες, επειδή προσπαθούσαμε να φύγουμε, να πηδήξουμε από τα κάγκελα του κτιρίου για να κατευθυνθούμε προς την Πατησίων.
 
Το μόνο που θέλαμε -όπως το αντιλαμβανόμαστε σαν ανήλικα ακόμη παιδιά- ήταν να κάνουμε κάτι και ‘μεις, έστω συμβολικά, για εκείνους τους φοιτητές που φώναζαν αυτό το: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», εφόσον τίποτα από αυτά τα τρία δεν είχαμε κι ούτε γνωρίζαμε πώς να τα αποκτήσουμε.
 
Μέσα στη φασαρία, κυρίως των μαθητριών του Λυκείου, εμείς τα γυμνασιοκόριτσα –ως πιο καθυστερημένα στην ενημέρωση και τη δράση- ήμασταν στην αίθουσα του Β4, σε ένα διάλειμμα ανοργάνωτης και άτυπης σύσκεψης. Με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, προσπαθούσα να μεταπείσω πολλές από τις συμμαθήτριές μου που φοβόντουσαν να το σκάσουν, ενώ συγχρόνως ανακοίνωνα το σχέδιο για την απόδρασή μας.
 
Μιλούσα δυνατά, λέγοντας ότι αν δεν πάμε στο Πολυτεχνείο θα είναι ντροπή μας, αλλά πριν ακόμα τελειώσω τη φράση μου, είδα τις συμμαθήτριές μου να παγώνουν και ν’ ασπρίζουν περισσότερο κι από τους άσπρους γιακάδες της ποδιάς τους.
 
Πίσω μου ήταν η Γυμνασιάρχισσα, μα πριν προλάβω να γυρίσω για να το διαπιστώσω, άκουσα να με εγκαλεί μ’ εκείνο το στάνταρ φασιστικό ύφος εξουσίας – κατάλοιπο της επταετίας που δεν κρυβόταν με τίποτα: «Ποια είσαι εσύ; Το όνομά σου!». Αλλά πριν καν απαντήσω, μαινόμενη θα διέταζε: «Έξω αμέσως! Και αύριο με τον πατέρα σου!».
 
«Δεν έχω πατέρα» θα απαντούσα και τότε εκείνη ακόμα πιο οργισμένη, κτυπώντας με λύσσα το χέρι της στην πρώτη σειρά των θρανίων θα γρύλιζε με ύφος αηδίας: «Γι’ αυτό είσαι έτσι!». Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που χει κάτι απ’ τις φωτιές, και να πως δημιουργούνται οι αντιρρησίες...
 
Καταφέραμε να πάμε στο Πολυτεχνείο και την πορεία αλλά και τις επόμενες μέρες να ξεκινήσουμε αποχή από τα μαθήματα, αντιδρώντας απο-φασιστικά στην απαγόρευση της συμμετοχής μας στην τιμή της επετείου εν καιρώ -υποτίθεται- δημοκρατίας.
 
Το Πολυτεχνείο ακόμα και σήμερα ίσως να αποτελεί ένα συλλογικό τραύμα μνήμης, γιατί είναι συνυφασμένο με τη χούντα και το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ως  θεατές του φασισμού, και αυτή η χούντα είναι συνυφασμένη με τη σειρά της με το μέγα αδιαχείριστο τραύμα, τον εμφύλιο, και τα δεινά του.

Κάθε τραύμα σταματά το χρόνο με το να επαναλαμβάνεται, γι’ αυτό κάθε χρόνο αυτή την εποχή, πολλοί από εμάς, πέφτουμε πάνω σε ένα τραγούδι, σε μια λέξη, σε μια φωτογραφία, που θα μας θυμίσει ό,τι ξύπνησε τον άνθρωπο μέσα μας: Το Πολυτεχνείο. Και τότε ξαναβάζουμε το ίδιο τραγούδι, τα ίδια άρθρα στην οθόνη μας, τα ίδια βιβλία και ντοκυμαντέρ, για να τα διαβάσουμε ή να τα ακούσουμε ξανά και ξανά.

Σαν σε κρίση μετατραυματικού στρες, τα επαναλάβουμε συνεχώς, μέχρι να περάσουν οι μέρες, να ησυχάσει η μνήμη, για να επιστρέψει σταθερά και πάλι ακάθεκτη, ίσως μέχρι να δικαιωθεί…

Γιατί ίσως η 17η Νοεμβρίου 1973, να τιμηθεί πραγματικά, όταν πραγματικά θα υπάρξει και δημοκρατία, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία στην Ελλάδα. Όταν πραγματικά θα υπάρξει Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Μέχρι τότε προσωπικά θα μου θυμίζει τις αξίες μου. Πως ότι και να γίνει, θα προσπαθώ να παραμείνω πολίτης, να παραμείνω άνθρωπος. Θα μου θυμίζει ότι αυτές τις αξίες μου, τις οφείλω στο Πολυτεχνείο. Και σήμερα πουη κοινωνία (βλ. δημοκρατία) κινδυνεύει στο σύνολό της παγκοσμίως, οι αξίες μας και ιδιαίτερα οι κοινωνικές μας αξίες, είναι ότι πολυτιμότερο και ανεκτίμητο έχουμε…

Εν κατακλείδι, η φωτεινή μειοψηφία των Πολιτών, εκείνου του καιρού, τα έβαλε με τη χούντα. Η σκοτεινή πλειοψηφία των ιδιωτών κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου αν και όχι κατά του αδίκου. Κι αν 20-30 άτομα που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο εξαργύρωσαν αργότερα τη συμμετοχή τους, οι υπόλοιπες χιλιάδες που συμμετείχαν, οι χιλιάδες που ήταν φυλακή και εξορία, οι δεκάδες που δολοφονήθηκαν, δεν έφταιξαν σε τίποτα για όσα τους καταλογίζουν, ούτε ευθύνονται για εδώ που φτάσαμε. Για εδώ που φτάσαμε, έφταιξαν τα εκατομμύρια των ιδιωτών, των νοικοκυρέων Κυρ Παντελίδων, που από τον εμφύλιο ή ακόμα και από την Κατοχή, κοιμόντουσαν τον ίδιο ακριβώς χουντικό ύπνο που λέγαμε, τον οποίον η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν στην εξουσία για σχεδόν 40 χρόνια, βοήθησαν να γίνει λήθαργος. 

Yγ.1. Το παρόν αυτοβιογραφικό κείμενο γράφτηκε όταν παρακολούθησα το βίντεο -σε επαναλήψεις- όπου ακούγεται ένα τραγούδι που μου θυμίζει έντονα εκείνα τα χρόνια των μαθητικών μου χρόνων, και καθώς περνούν οι φωτογραφίες η μία μετά την άλλη ανακοινώνεται πως θα ξανακυκλοφορήσει το εξαντλημένο από χρόνια βιβλίο του Περικλή Κοροβέση “Ανθρωποφύλακες”, από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Yγ.2. *”Η αυλή“. Στίχοι Μάνου Ελευθερίου.
Yγ.3. Τα “παιδιά του Πολυτεχνείου” τα βάλανε με τη χούντα. Aν τη ρίξανε ή όχι, όπως πολλοί σχολιάζουν κάθε τέτοια μέρα, ποσώς με ενδιαφέρει. Αυτή η μπακαλική μετρήματος κουκιών είναι για λογιστικές άλογες μηχανές και όχι για ανθρώπους – πολίτες. Με ενδιαφέρει περισσότερο ποιοί απαθείς αντίθετα δεν έκαναν τίποτε για να ρίξουν τη χούντα. Αυτούς μάλιστα. Να τους βρούμε και να τους μετρήσουμε. Σαν κουκιά.
Συνοψίζοντας: τα παιδιά του Πολυτεχνείου τα βάλανε με τη χούντα, και σώσανε την αξιοπρέπεια και τις αξίες ενός λαού – που κατά πλειοψηφία την ανεχόταν και την στήριζε. Αυτήν την αξιοπρέπεια ποιός λογισταράς τολμάει να τη μετρήσει;
Πηγή: afigisizois.wordpress.com