Ο  Μάρκους Μπεργκ, ο επιθετικός της εθνικής Σουηδίας που έπαιζε στον Παναθηναϊκό από το 2013 μέχρι και το 2017, είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του:

Ads

«Μία μέρα μπήκε ο προπονητής στα αποδυτήρια και μου είπε: πρόσεξε πολύ, θα πάρεις κίτρινη κάρτα σήμερα, μόνο και μόνο… κοιτάζοντας τον διαιτητή. Δεν θέλουν να παίξεις στα πλέι οφ. Πρόσεξε πολύ…

Επειδή ήμουν ένας από τους καλύτερους παίκτες. Μετά από ένα λεπτό, χτύπησε η μπάλα στο δοκάρι και προσπάθησα να την κρατήσω με το στήθος. Πήρα κίτρινη κάρτα για χέρι! Τότε απλώς ήθελα να φύγω από το γήπεδο. Πήγα στον προπονητή και του είπα: αντικαταστήστε με! Δεν μπορώ να παίξω άλλο.. Είναι πολύ διεφθαρμένο το ελληνικό ποδόσφαιρο».

Διαβάστε επίσης: Ξέσπασμα Μπεργκ: Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πολύ διεφθαρμένο

Ads

Πολλοί κοινωνιολόγοι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης μιας χώρας. Οχι μόνο ότι αντανακλά την κουλτούρα της (οι Αργεντίνοι χορεύουν, οι Γερμανοί δεν το βάζουν ποτέ κάτω),  αλλά ότι «κάθε χώρα έχει την εθνική που της αξίζει»: μέσα από ένα άθλημα που είναι λαϊκό από τη μια πλευρά, αλλά με μεγάλο οικονομικό και πολιτικό ενδιαφέρον από την άλλη , μπορεί κανείς συχνά να «διαβάσει»  την κατάσταση μιας χώρας.

Συχνά στην Ελλάδα, ο φακός της προσοχής και της κριτικής συγκεντρώνεται στους ολιγάρχες,  που ελέγχουν  μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες και ΜΜΕ. Αλλά ο Σουηδός άσος περιγράφει μια κατάσταση με στημένους αγώνες, που εκτείνεται και στις μικρότερες κατηγορίες:

«Υπήρχε αγώνας που μου είπαν ότι “θα είναι 3-0 στο ημίχρονο” και έτσι έγινε. Καθόμασταν και βλέπαμε το συγκεκριμένο ματς στην τηλεόραση, ήταν για τη δεύτερη κατηγορία. Και μετά έλεγες τι στο διάολο συμβαίνει; Παίκτες που αγωνίζονταν σε άλλες ομάδες μου έλεγαν ότι έτσι λειτουργεί το σύστημα».

Επειδή το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές, ο ιός της διαφθοράς μολύνει όλη την κοινωνία, από τις μεγάλες ομάδες μέχρι τις συνοικιακές. Οι φίλαθλοι ξέρουν ότι για να κερδίσει η ομάδα τους δεν αρκεί  να έχει καλούς παίκτες, πρέπει να λαδώσει κιόλας, να κερδίσει με παράνομο τρόπο, να παραβιάσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Συνηθίζουν τη διαφθορά και την υποκρισία, στην καθημερινή τους ζωή.

Ελάχιστη σημασία δόθηκε από τους αρμόδιους φορείς στις καταγγελίες του Μάρκους Μπεργκ ή σε παρόμοιες, που ακούμε συχνά.  Αλλά η καταπολέμηση της διαφθοράς -και στο ποδόσφαιρο- δεν μπορεί να γίνει από το πολιτικό προσωπικό, γιατί συχνά μέλη του είναι επίσης μπλεγμένα. Η εξουσία διαφθείρει, έτσι κι αλλιώς.

Θα μπορούσε να γίνει από τη Δικαιοσύνη, όπως γίνεται συχνά σε άλλες χώρες. Δεκάδες είναι τα  πρόσφατα παραδείγματα στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπου τελευταία αποκαλύφθηκε και διώκεται μεγάλο κύκλωμα στο Βέλγιο, αλλά και στην πολιτική: υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, από εν ενεργεία πρωθυπουργοί (Νετανιάχου, Κουρτς) μέχρι πρώην προέδροι μεγάλων κρατών (Σαρκοζί) έχασαν τη θέση τους, τιμωρήθηκαν και φυλακίστηκαν. Αλλά η ελληνική Δικαιοσύνη φαίνεται ότι βλέπει στην τηλεόραση .. πολύ ποδόσφαιρο.

Αντίθετα, εδώ είχαμε την περίπτωση υψηλότατου δικαστικού, επόπτη για τη Διαφθορά, που δεν δέχθηκε να παραλάβει από την Αμερικανική Δικαιοσύνη στικάκι με στοιχεία για το σκάνδαλο Novartis, για το οποίο τελικώς διώκεται η εισαγγελέας που το ερευνούσε! Από συναδέλφους της! Στον Μπεργκ βγάζανε κίτρινη κάρτα οι διαιτητές. Στη Δικαιοσύνη κατευθείαν κόκκινη, ο ένας παίκτης στον άλλο.

Φυσικά υπάρχουν πολλοί τίμιοι δικαστικοί που θέλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους, αλλά το σύστημα είναι σαθρό. Με τη μοναδική βραδυπορία που παρατηρείται στην εκδίκαση υποθέσεων, στην Ελλάδα είναι όλο και πιο δύσκολο να βρεις το δίκιο σου. Το παράδειγμα δεν αποτελεί εξαίρεση: η δίκη του ιδιοκτήτη του ΠΑΟΚ που είχε εισβάλλει στο γήπεδο με πιστόλι, έχει αναβληθεί 8 φορές.

Οι πολίτες δεν πιστεύουν πια στη Δικαιοσύνη, ούτε ότι θα δικαιωθούν, ούτε ότι τελικώς θα τιμωρηθούν. Στη στυγερή δολοφονία του νεαρού Αλκη στη Θεσσαλονίκη, η κουλτούρα της ατιμωρησίας όπλισε το χέρι των δολοφόνων. Περίμεναν άλλωστε  προστασία από το σωματείο τους, που τους χρησιμοποιεί ως στρατό. Το ίδιο συμβαίνει με τους χούλιγκαν όλων των ομάδων, όχι φυσικά μόνο του ΠΑΟΚ. Οι επίσημες μαρτυρίες του πρώην διευθυντή Αστυνομίας της Θεσσαλονίκης, ότι ποδοσφαιρικά  σωματεία της πόλης παρείχαν νομική υποστήριξη στους συλληφθέντες για έκτροπα φιλάθλους, πέρασαν επίσης απαρατήρητες.

Διαβάστε επίσης: Πρώην Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης: Πιέσεις από ΠΑΕ να «πέφτουν στα μαλακά» οι χούλιγκαν

Όταν σε μια κοινωνία δεν είναι καθαρό ούτε το ποδόσφαιρο ούτε πολύ περισσότερο η Δικαιοσύνη, χάνονται σταδιακά οι ηθικοί κανόνες. Και το τελευταίο φαίνεται από τον τρόπο που κάθε κοινωνία συμπεριφέρεται στις ευαίσθητες ομάδες, στα παιδιά, στις μειονότητες και ιδίως στους ηλικιωμένους.

Οι μαρτυρίες από τον εφιάλτη στο γηροκομείο Αγ. Σκέπη στην Κρήτη, είναι ανατριχιαστικές γιατί ακριβώς τα συνδυάζουν όλα: την απληστία των υπευθύνων, τον μιθριδατισμό μιας μερίδας υπαλλήλων που συμμετέχουν στα βασανιστήρια, την αδιαφορία αν όχι και τη διαφθορά υπαλλήλων της εποπτεύουσας αρχής.

Διαβάστε επίσης: Εργαζόμενη του Γηροκομείου Χανίων στο Tvxs.gr: «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ με αυτά που έκαναν στους ηλικιωμένους…»

Και δεν είναι μόνο η Κρήτη, είναι το σκάνδαλο του Γηροκομείου στην Αθήνα, είναι ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο αφέθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια, με ευθύνη της κυβέρνησης, να πεθάνουν οι ηλικιωμένοι που δεν χωρούσαν στις ΜΕΘ, μέσα στην αδιαφορία και το φόβο.

Είναι παρήγορο ότι στο σκάνδαλο της Κρήτης βρέθηκαν υπάλληλοι που δεν είχαν χάσει την ανθρωπιά τους και μίλησαν. Αλλά όταν η υπόθεση του εγκλεισμού μιας άτυχης κοπέλας στο Κωσταλέξι, προκάλεσε το 1978 περισσότερο ενδιαφέρον και αντιδράσεις από ότι το στρατόπεδο εξόντωσης στα Χανιά το 2022, τότε κάτι πάει πολύ στραβά στην ελληνική κοινωνία.