Η πανηγυρική προσχώρηση του Συμεών (κατ’ άλλους Συμεώνος) Κεδίκογλου στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ερμηνευθεί και να αξιολογηθεί κατά δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να αναπτύσσει μια δυναμική, που σε συνδυασμό με τη στασιμότητα του ΚΙΝΑΛ, ωθεί τα πιο ευφυή και καλοπροαίρετα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να συστρατευθούν με την Αριστερά. Η δεύτερη ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για μια περίπτωση με έντονα τα στοιχεία μιας αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας, όπως περίπου το περιγράφει πρόσφατο άρθρο του tvxs: Κανείς δεν χάνει από αυτή την προσέγγιση, γιατί ο μεν Κεδίκογλου αυξάνει τις πιθανότητές του να εκλεγεί βουλευτής στην Εύβοια ο δε ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει την έδρα που έχασε στο παραλίγο. Συμφωνία κυρίων, που λένε.

Ads

Κυρίων; Ποιος μεσολάβησε σε αυτή την προσέγγιση; Αν ήταν οι οργανώσεις της Εύβοιας ή κάποιοι που, τέλος πάντων, εκφράζουν ένα συλλογικό θεσμό, εντάξει. Και πάλι όμως δύσκολο να το καταλάβουμε. Υποθέτω ότι εκεί στην Εύβοια υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι του  ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας, οι οποίοι έτσι παραμερίζονται. Και δεν είναι ότι θα μείνουν εκτός ψηφοδελτίων δοκιμασμένα στελέχη -ας πούμε ότι αυτό είναι μια ακόμα «θυσία», που κάνουν οι πραγματικοί αριστεροί για το καλό της παράταξης και κατ’ επέκτασιν της κοινωνίας. Το θέμα είναι τι ακριβώς εγγυάται ο (μελλοντικός) βουλευτής Συμεών Κεδίκογλου -και γιατί όχι ο (μελλοντικός) υπουργός Κεδίκογλου.

Οι πληροφορίες μου λένε ότι ο άνθρωπος είναι εντάξει -καμία σχέση με τα φυντάνια του Βενιζέλου.  Όμως υπάρχει το αμιγώς πολιτικό ζήτημα. Είπε κάτι πολιτικό ο Κεδίκογλου επί τη ευκαιρία της προσχώρησης; Μια δήλωση, μια εξήγηση, κάτι διαφορετικό από ό,τι έλεγε στο παρελθόν; Ή αυτά παραλείπονται ως ευκόλως εννοούμενα γιατί, ο,τιδήποτε παραπάνω, θα θεωρηθεί «δήλωση μετανοίας»; Η αυτοκριτική δεν είναι κακό. Δείχνει θάρρος και μεγαλοψυχία, που δίνουν και σε άλλους τη δύναμη να κάνουν κάτι ανάλογο. Θυμίζω ότι τα στελέχη της «Γέφυρας» που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ είχαν στηρίξει δημόσια και ενεργητικά τη συμφωνία των Πρεσπών, ενίσχυσαν κοινοβουλευτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και τοποθετήθηκαν με σαφήνεια με άρθρα και συνεντεύξεις τους υπέρ μιας «προοδευτικής πλειοψηφίας» με κορμό την Αριστερά. Κι αυτό ήταν μια έμμεση, πλην σαφής, αυτοκριτική.

Τα λέω όλα αυτά με το βλέμμα στραμμένο στα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που αποφάσισαν να πυκνώσουν τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ μέσω της Προοδευτικής Συμμαχίας. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται άξιοι και έντιμοι άνθρωποι, που αξίζουν τον σεβασμό όλων. Αλλά δεν θα πω ψέμματα: Τα ερωτήματα που τίθενται έχουν ρητορική σημασία. Γιατί το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι μάλλον προφανές. Και αφορά, όχι τον Κεδίκογλου, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται με βάση την αρχή «οι εκλογικές μάχες κερδίζονται στο Κέντρο». Άρα, οποιαδήποτε μεταγραφή από αυτόν τον χώρο έχει κάτι να εισφέρει. Μάζευε το λοιπόν κι ας είν’ και ρώγες. Κάτι στην Εύβοια, κάτι στη Ζάκυνθο, κάτι στις άλλες μονοεδρικές, αυξάνονται τα πιθανά κέρδη στις εκλογές. Τα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν προσφέρουν άλλωστε μόνο (προσωπικές) ψήφους, αλλά και δυνατότητες περαιτέρω επικοινωνίας με τον χώρο από τον οποίο αντλεί το ΚΙΝΑΛ.

Η άποψη αυτή είναι θεωρητικά προβληματική και δεν τεκμηριώνεται πραγματολογικά. Στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας τα μόνα ανοίγματα προς το Κέντρο που έχουν αποδειχτεί ωφέλιμα για αυτούς που τα επιχείρησαν είναι εκείνα που έγιναν από τη Δεξιά. Για την Αριστερά, αυτή η τακτική έχει αποδειχτεί καταστροφική, όπως δείχνουν ανάγλυφα τα παραδείγματα της «Συμμαχίας» το 1977 και το κακό προηγούμενο του πρώιμου «Συνασπισμού» τη δεκαετία του 1990, που έφτασε στο σημείο να μην εκλέξει βουλευτή. Ακόμα και οι πολιτικοί αναλυτές που πρόσκεινται στην  κυβερνώσα παράταξη εκτιμούν ότι η Δεξιά στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ πλειοψηφική και χρειαζόταν πάντα τη συνδρομή του Κέντρου. Θα πείτε, γιατί, μήπως είναι η Αριστερά πλειοψηφική; Εδώ είναι το θέμα: Δεν είναι, αλλά πρέπει να γίνει.

Η Νέα Δημοκρατία υπήρξε εξ αρχής μια ομοσπονδία αποτελούμενη από αρχηγούς, αρχηγίσκους, βαρώνους, μεγαλοσχήμονες. Είναι αυτό που λέμε ευγενικά «παράταξη εκ προσωπικοτήτων». Η έννοια της διεύρυνσης σ’ αυτόν τον χώρο έχει την εξής τετριμμένη σημασία: Καλεί μια μέρα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που είχε κατέβει στις εκλογές ως μια «διέξοδος στα αδιέξοδα» της Νέας Δημοκρατίας, και αυτός αμέσως ανταποκρίνεται και γίνεται καραμανλικός. Για την Αριστερά, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Διεύρυνση σημαίνει πρώτα απ’ όλα πολιτική ηγεμονία, δημιουργία νέας προοπτικής για τον κόσμο και απελευθέρωσή του από τα ιδεολογήματα που τον κρατούν όμηρο των καταστάσεων ή παραπλανημένο. Σ’ αυτόν τον τομέα, οι μεταγραφές και οι συμφωνίες κορυφής δεν έχουν τίποτα, μα τίποτα, να προσφέρουν. 

Αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθεί σε έναν κόσμο που αγανάκτησε με τον εναγκαλισμό των ΑΝΕΛ, τις αμετροεπείς δηλώσεις που γίνονται κατά καιρούς, τα λάθη και τις προχειρότητες κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης 2015-2019, δεν έχει παρά να πει ευθαρσώς που έκανε λάθος και τι σκοπεύει να πράξει στο μέλλον. Τα υγιή στοιχεία θα έρθουν από μόνα τους, όπως ήρθαν και αρκετοί άνθρωποι από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τώρα. Από αυτή τη δεξαμενή «μετριοπαθών» θα αναδυθούν και αυτοδιοικητικά και κοινοβουλευτικά στελέχη. Με μια συντεταγμένη διαδικασία, σε μια πορεία, με αβίαστο και φυσιολογικό τρόπο.

Για να παραφράσω με δική μου ευθύνη κάτι που είπε -και παρεξηγήθηκε- η Έφη Αχτσιόγλου: Ναι, η Αριστερά κερδίζει σε περιόδους κρίσεων, γιατί τότε συνειδητοποιείται με ραγδαίο ρυθμό ο κόσμος. Άρα, κερδίζει «στα άκρα», «όχι «στο Κέντρο». Το Κέντρο άλλωστε στις μέρες μας είναι ένας ευφημισμός, που στην ουσία περιγράφει τις κρυφές εφεδρείες της Δεξιάς. Το ευρωπαϊκό παράδειγμα, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει την ορθότητα αυτής της εκτίμησης.