Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του σχεδίου νόμου για την έρευνα στη Βουλή, ο Δημήτρης Σεβαστάκης έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση: Ότι η έρευνα – που συνήθως λέγεται ότι θα πρέπει να συνδεθεί με την παραγωγή – είναι η ίδια μια παραγωγική διαδικασία. Το ίδιο μοτίβο είδαμε να επαναλαμβάνεται την περασμένη βδομάδα, όταν επισκέφτηκε το Υπουργείο Παιδείας η γνωστή θεωρητικός της καινοτομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Το επιχειρηματικό κράτος» Μαριάνα Μαζουκάτο.

Ads

Στη συζήτηση που έγινε μαζί της συμμετείχαν άξιοι πανεπιστημιακοί, όπως η Μαρία Καραμεσίνη, η Ιφιγένεια Καμτσίδου και ο Νικόλας Θεοχαράκης. Όταν μαζεύονται ακαδημαϊκοί άνθρωποι σαν αυτούς στην ίδια αίθουσα, ο νους εγκαταλείπει τη νηπιακή θαλπωρή του και πάει λίγο πιο πέρα. Με την ευκαιρία, ιδού μερικές – αυστηρά προσωπικές – σκέψεις:

 

Το πρωτογενές προϊόν της επιστημονικής έρευνας
 

Ads

Οι επιστήμονες καταγράφουν διαδικασίες, διερευνούν αφηρημένες ιδέες και πραγματοποιούν φυσικά ή νοητικά πειράματα, συλλέγοντας πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές δεν προσφέρονται όμως ως έχουν στις δημοσιεύσεις και τις παρεμβάσεις τους. Αυτό που διακινείται είναι κατά κανόνα η επεξεργασμένη πληροφορία, που έχει απαλλαγεί από περιττά στοιχεία, αναμειχθεί με προηγούμενες πληροφορίες και ενταχθεί σ’ ένα συγκεριμένο πλαίσιο αναφοράς. Σε αυτή τη μορφή, προσλαμβάνεται και  αποτυπώνεται στο μυαλό μας η νέα γνώση. 

 

Η νέα γνώση δεν είναι άμορφη, ούτε έχει τον χαρακτήρα απόλυτης αλήθειας. Συντάσσεται και συστηματοποιείται σε προτάσεις που έχουν προϋποθέσεις και όρια. Και συνήθως διατυπώνεται με τυπικό –έως και τελετουργικό- τρόπο ως θεωρία. Όλα τα άλλα, υλικά, φάρμακα, λογισμικό, αντιδραστήρια, συσκευές, διατάξεις, μέχρι και πρότυπες κατασκευές, έπονται και προκύπτουν ως δευτερογενή προϊόντα όταν η συγκεκριμένη θεωρητική κατασκευή έχει ολοκληρωθεί. 

 

«Θεωρία» και «θεωρητική πρακτική»
 

Καθώς οι επιστήμονες μελετούν σύνθετα φαινόμενα, ταυτόχρονα απομυθοποιούν και ανασκευάζουν δοξασίες, προηγούμενα συμπεράσματα και αντίπαλες ερμηνείες, απομακρύνοντας τις ιδεολογικές (φαντασιακές) προσμίξεις και αποκαλύπτοντας σιγά-σιγά τα ίχνη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Οι ανατόμοι και οι χειρουργοί χρησιμοποιούν έναν όμορφο όρο για κάτι ανάλογο: «Παρασκευάζω» –λένε- όταν χρειάζεται να αποκαλύψουν μια φλέβα ή ένα νεύρο, απομακρύνοντας με το νυστέρι και τη λαβίδα τους παρακείμενα μόρια και ιστούς στο ανθρώπινο σώμα.  

 

Για να προκύψει πρωτότυπη επιστημονική θεωρία, οι ερευνητές χρησιμοποιούν –και την ίδια στιγμή αναπτύσσουν- μια ορισμένη θεωρητική πρακτική. Αυτή η πρακτική δεν είναι απλώς το κεφάλαιο «Υλικά και Μέθοδοι» που περιέχεται στις δημοσιεύσεις τους, αλλά ένα οργανικό στοιχείο της επιστημονικής παραγωγής τους, που επενδύει τη θεωρία με «ήθος» και της προσδίδει «αξία» (δηλαδή μια συγκεκριμένη σχέση ως προς άλλες θεωρίες). 

 

«Δημόσιο αγαθό», «δημόσιες αξίες» και αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων
 

Το να αποκοπεί η θεωρία από τη θεωρητική πρακτική που τη γέννησε έχει ως συνέπεια τη μετατροπή του πρωτογενούς προϊόντος της επιστημονικής έρευνας σε  «κάτι άλλο». Ό,τιδήποτε κι αν είναι αυτό, εμπόρευμα ή υπηρεσία, μικρή σημασία έχει πόση «χρηστικότητα» και πόση «ευφυία» έχουν προστεθεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του.  Εκείνο που είναι καθοριστικό σε μια τέτοια περίπτωση είναι η ασυνέχεια της διαδικασίας, η ρήξη της «αλυσίδας» από τη θεωρία στο τελικό προϊόν -που το θέτει εκτός του αρχικού του πλαισίου. 

 

Αυτή βέβαια είναι η μία εκδοχή. Γιατί όταν η θεωρία και η θεωρητική πρακτική απορροφώνται ως ενιαίο σύνολο, τότε μιλάμε για ρηξικέλευθες εφαρμογές που δεν έχουν μόνο μεγάλη χρηστική σημασία, αλλά αυξάνουν ταυτόχρονα το απόθεμα «γενικής γνώσης» στην κοινωνία. Είναι αυτή η γενική γνώση που διαμορφώνει τις δημόσιες αξίες και υπηρετεί όσο τίποτε άλλο το δημόσιο καλό. 

 

Το μεγάλο ερώτημα στην εποχή μας είναι το εξής: Σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να υπηρετηθεί το δημόσιο καλό, όταν η «ανιδιοτελής» έρευνα συναντά την επιχειρηματικότητα και τα ειδικά συμφέροντα που αποσκοπούν στο κέρδος. Δεν είναι βέβαια σωστό να ξορκίσουμε το «ιδιωτικό» θεοποιώντας το «δημόσιο». Αλλά ας μην παραπλανηθούμε και από την ιδιότυπη διάλεκτο της ευρωπαϊκής επιτροπής. Γιατί οι όροι «ανταγωνιστικότητα», «ανοιχτή πρόσβαση» και «αριστεία» έχουν τις περισσότερες φορές ένα εξαιρετικά αμφίσημο – και αμφίτιμο – περιεχόμενο.