Είναι μέρες τώρα που μέσα από τα ελάχιστα τρίμματα των μαρτυριών που άφησε ο χρόνος θέλω να διηγηθώ τη συγκλονιστική ιστορία της Άννας Γκεβρέκη από τη Φλώρινα. Ο κόσμος την είπε Αναΐδα. Με αυτό το όνομα έμεινε στην τοπική ιστορία και στη «λαϊκή ηρωική μυθολογία» που αγαπά να μετρά τα πράγματα με το μπόι της λεβεντιάς. Δεν γνωρίζω αν το «Αναΐς» δηλώνει επιτεταμένη έκφραση της ευγένειας που όπως λένε ήταν διάχυτη στην απαράμιλλη εμφάνιση και στα αισθήματά της. Ποτέ, άλλωστε, δεν είναι τυχαίες οι λέξεις που επιλέγουν οι άνθρωποι για να ορίσουν τα πράγματα. Και περισσότερο οι απλοί άνθρωποι.

Ads

Έγραψα το όνομά της στη διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης. Άδικος κόπος. Καμία αναφορά για την εικοσάχρονη μαθήτρια που η Κατοχή ματαίωσε τα όνειρά της να ζήσει σαν κοπέλα και να κάνει ανώτερες σπουδές. Μονάχα ένα δισέλιδο ανυπόγραφο χειρόγραφο δίνει συνοπτικά το περίγραμμα της σύντομης ζωής της. Είναι το υπ’ αριθμόν 3 φύλλο της σειράς των χειρόγραφων βιογραφικών σημειωμάτων που περιέχονται στο αρχείο Χριστόπουλου και φυλάσσονται στο Φλωριναίο παράρτημα των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Επικές ζωές θησαυρισμένες σε κίτρινα από την πολυκαιρία φύλλα χαρτιού. Ο πόλεμος την ανάγκασε να κρεμάσει τη σχολική ποδιά,  να αφήσει στην άκρη τετράδια, βιβλία και γομολάστιχες και να μάθει την τέχνη της μοδίστρας για να βοηθήσει την οικογένειά της. Από την πρώτη μέρα της εισβολής των γερμανικών μεραρχιών στην Ελλάδα, η νεαρή κοπέλα χάρισε τα νιάτα της στην υπόθεση της Αντίστασης, φτιαγμένη, όπως θαρρώ πως ήταν, για τις μεγάλες συλλογικές συγκινήσεις. Δυο από τα αδέρφια της μπήκαν στο αντάρτικο. Διαβάζω ότι η ίδια με το θάρρος που τη διέκρινε και με την ανάσα του κατακτητή να ζέχνει δίπλα της, φυγάδευσε πολλούς ανθρώπους στο βουνό δρώντας μάλλον ως σύνδεσμος καλά ασκημένος στη συνωμοτική δουλειά της Κατοχής, σε κείνες «τις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας».

Όταν ο Μινώταυρος του Εμφυλίου άρχισε να φυσομανά στο αλώνι του θανάτου, η Αναΐς έστελνε ρούχα και φαγητό σε κελιά φυλακισμένων και μαζί λόγια κουράγιου και απαντοχής. Η ακριβή εμπειρία της κοινωνικής αλληλεγγύης κατά την Κατοχή συναντούσε την ιστορική της συνέχεια. Δεν άργησε η ώρα της σύλληψής της. Σαν άλλη Ηλέκτρα Αποστόλου θα βάδιζε τη δική της οδό του μαρτυρίου. Παρά τις πληγές και τους πόνους από τον φάλαγγα και τα ηλεκτροσόκ δεν μίλησε. Ο πόνος δεν έκαμψε το πείσμα της να μην δώσει ονόματα. Σε Έκτακτο Στρατοδικείο στη Φλώρινα το 1947 καταδικάζεται σε θάνατο αλλά της δίνεται χάρη και μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ.

Ads

Την 29η Νοεμβρίου του 1948 εκτελείται σε αντίποινα, όπως γράφει η δισέλιδη ανώνυμη πηγή, για τη δολοφονία του Λαδά. Λίγο πριν ηχήσουν τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσματος ρωτήθηκε για την τελευταία της επιθυμία. Προσπαθούσε να κρατήσει όρθιο το κουρασμένο της κορμί. Η φωνή της μόλις που ακουγόταν από την εξάντληση αλλά η απάντησή της έπεσε σαν κεραυνός στο μαραγκιασμένο από το μίσος στερέωμα της άγριας εκείνης εποχής. Λέγεται ότι είπε: «Τι κακό έκανα; Έδωσα μόνο νερό και ψωμί σε κάποιους ανθρώπους». Το παγερό εκείνο ξημέρωμα ήταν μόνο 22 ετών.

Δεν σπούδασε την ανθρωπιστική παιδεία στα κολλέγια της ακριβοπληρωμένης μάθησης και της σεσοφισμένης πόζας. Δεν χρησιμοποίησε το βολικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης για να χαρεί το αναφαίρετο δώρο της ζωής. Δεν «αναδείχθηκε» σε δοτές θέσεις που συνηθίζουν η λογική του καιροσκοπικού συμβιβασμού και η σπιθαμιαία ηθική να επιδαψιλεύουν στις ελαστικές συνειδήσεις. Μα πάνω απ’ όλα δεν υπολόγισε τα μέτρα του παραλογισμού και των διαχωρισμών που επέβαλλε η καθεστωτική και νομικά θεσπισμένη απανθρωπιά της εποχής της.

Γιατί το ταπεινό της σπίτι την έμαθε ότι το ψωμί και το νερό δεν δίνονται «μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας». Γιατί το ταπεινό της σπίτι την έμαθε ότι για την ευαγγελική αγάπη και το φυσικό δίκαιο θα έρθει η στιγμή που από τα πράγματα θα χρειαστεί να γίνεις επαναστάτης. Γιατί το ταπεινό της σπίτι την έμαθε ότι οι αξίες του άγραφου δικαίου δεν είναι ούτε υποθέσεις μεταφυσικής σύλληψης και ακαδημαϊκής ενασχόλησης αλλά ούτε και προσχηματικές επικαλύψεις οπισθόβουλων προθέσεων. Είναι έννοιες που υλο-ποιούνται στην ιδιοπροσωπία της έμπρακτης προσφοράς.   

Η Αναΐς μού θύμισε την περίπτωση των Χριστουγέννων που συνεόρτασαν στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κάπου στο Βέλγιο, αν θυμάμαι καλά, Αγγλογάλλοι και Γερμανοί κατά παράβαση των ρητών διαταγών και της κατεστημένης λογικής των στρατηγείων. Θυμήθηκα, όμως, έντονα και τον Αλμπέρ Καμύ. Ο συγγραφέας ήταν το 1957 στη Σουηδία για να του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ. Σε μια συζήτηση εκείνων των ημερών που είχε με φοιτητές, τού επιτέθηκε φραστικά ένας Αλγερινός φοιτητής αναφορικά με το ζήτημα της γαλλοαλγερινής συνύπαρξης στην Αλγερία. Η απάντηση του Καμύ έμελλε να θησαυρισθεί στην κιβωτό των μνημειωδών αποστροφών: «Ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τη μητέρα μου, διαλέγω τη μητέρα μου. Αυτή τη στιγμή βάζουν βόμβες στα τραμ στο Αλγέρι. Η μητέρα μου μπορεί να είναι σε ένα από αυτά. Εάν αυτό λέγεται δικαιοσύνη, προτιμώ τη μητέρα μου».

Διαβάζω τα ίδια λόγια με τη σκέψη της Αναΐδας: «Ανάμεσα στη δικαιοσύνη που επιβάλλεται από το παρανοϊκό μίσος και σε όσα μου έμαθε η μητέρα μου, διαλέγω τη μητέρα μου. Αυτή τη στιγμή συνάνθρωποί μου, κρατούμενοι στα μπουντρούμια της άφατης κτηνωδίας, σύρονται με σκευωρίες σε προανακριτικές διαδικασίες απάνθρωπης μεταχείρισης και σε στρατοδικεία που θα αποδώσουν κατασκευασμένες ενοχές. Εάν αυτό λέγεται δικαιοσύνη, προτιμώ όσα μου δίδαξε η μητέρα μου».

Το όνομά της είναι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα γίνει ποτέ λήμμα σε εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Εξίσου βέβαιο είναι ότι δεν θα αναγραφεί σε σήμανση οδού. Αμφίβολο είναι αν θα μνημονευθεί σε μια γωνίτσα κάποιας ιστορικής μονογραφίας. Εξίσου αμφίβολο είναι αν θα προσεχθεί στον ορμητικό πακτωλό της διαδικτυακής γραφής. Θα πλανιέται πιθανότατα από στόμα σε στόμα δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές της προφορικής παράδοσης. Την ώρα που κλείνω τούτο το σημείωμα, παρατηρώ δίπλα μου τον μικρό μου γιο που κοιμάται κρατώντας στο χέρι του το αγαπημένο του αεροπλανάκι.

Και συλλογίζομαι, όταν θα αρχίσει να μπαίνει στα ενδότερα των σκληρών αντινομιών που διέπουν τον κόσμο και τη ζωή, πόσες είναι οι ιστορίες που έχει να ακούσει για το πόσο φαρισαϊκό τέρας ή πόσο άνθρωπος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος. Πόσες φορές όταν θα δίνει ψωμί και νερό σε έναν άνθρωπο θα νιώσει το εχθρικό βλέμμα και τα υποκοσμικά ένστικτα γύρω του γιατί θα τυχαίνει αυτός να είναι κίτρινος ή μαύρος, οικονομικός μετανάστης ή λαθρομετανάστης, αιρετικός ή άθεος, της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, των δικών μας ή των άλλων παιδιών. Πόσες φορές θα αναρωτηθεί: «Τι έκανα; Έδωσα μόνο νερό και ψωμί σε έναν άνθρωπο».

* Πίνακας: Τάσσος, «Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα»