Η αποτυχία του θηλασμού στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας, με κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές – και, φυσικά, οικονομικές αιτίες.

Ads

Πόσο κοστίζει η διατροφή ενός βρέφους με τεχνητό γάλα;

Το μηνιαίο κόστος μπορεί να φτάσει τα 300 ευρώ ανά βρέφος, για τουλάχιστον 12 μήνες. Είναι δυνατόν; Ενώ 90% των εγκύων δηλώνει ότι επιθυμεί να θηλάσει, μόλις το 8-10% το καταφέρνει ως τον 4ο μήνα ζωής του βρέφους (ο ΠΟΥ συστήνει ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ διατροφή με μητρικό γάλα για τους πρώτους 6 μήνες) ενώ η πλειονότητα θηλάζει μόνο για ένα μήνα.

Το μητρικό γάλα έχει προσαρμοστεί στις ανθρώπινες ανάγκες μέσα από χιλιάδες χρόνια εξέλιξης. Η αγελάδα δεν είναι άνθρωπος. Το νεογέννητο μοσχάρι είναι σχετικά ώριμος οργανισμός. Διαθέτει σχετικά ώριμους νεφρούς, στομάχι και συκώτι, γι’ αυτό και το αγελαδινό γάλα έχει πολύ αλάτι και μεγάλο υπόλειμμα. Χρειάζεται να αναπτύξει γρήγορα τους μυς του, γι’ αυτό το αγελαδινό γάλα έχει πάρα πολλές πρωτεΐνες. Χρειάζεται να κοιμάται πολύ ώστε να μπορεί η μητέρα του να τρώει χορταράκι όλη μέρα χωρίς παρεμπόδιση. Γι’ αυτό το αγελαδινό γάλα έχει μεταξύ άλλων πολλή καζεΐνη ώστε να φέρνει πλήρωση, νωθρότητα και ύπνο…

Ads

Τι συμβαίνει με τα μικρά των ανθρώπων; Πρόκειται για τα πιο «ανώριμα» νεογέννητα στη φύση. Η επίδραση του περιβάλλοντος σε αυτήν τη διαδικασία είναι μεγάλη και κρίσιμη. Ο εγκέφαλος στα πρώτα χρόνια της ζωής αναπτύσσεται ραγδαία, τριπλασιάζεται σε όγκο και μορφοποιείται υπό την επίδραση των πλούσιων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος (νευρικές διασυνδέσεις κυττάρων, μυελινοποίηση, κτλ.)

Το ανθρώπινο γάλα είναι το πιο γλυκό από οποιοδήποτε άλλο γάλα θηλαστικού, περιέχοντας πολλή λακτόζη, το απαραίτητο καύσιμο για τον εγκέφαλο των βρεφών μας. Τεράστια ποσά ωφέλιμων λιπαρών και χοληστερίνης συγκριτικά με το αγελαδινό γάλα δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη. Το γάλα της μαμάς πρέπει να είναι φιλικό για τα ανώριμα όργανα του μωρού, το έντερο, το συκώτι, τους νεφρούς του. Δεν περιέχει πλεόνασμα ουσιών, και ότι περιέχει χρησιμοποιείται στο έπακρο χωρίς να προκύπτουν ‘σκουπίδια’ στον οργανισμό του μωρού. Το μητρικό γάλα πρέπει να μη φέρνει υπερβολικό ύπνο στο μωρό, ώστε να μπορέσει να δεθεί με τη μητέρα του και να εξερευνήσει γρήγορα τον κόσμο γύρω του.

Η κατανάλωση επεξεργασμένου γάλακτος, στη Δύση-Βορρά κυρίως, είναι αυξητική. Από έρευνες (π.χ για το 2010) προκύπτει ότι από τα 20 δις δολάρια που είναι ο τζίρος για βρεφικές τροφές, τα 2/3 προέρχονται από βρεφικά γάλατα. Η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως με πωλήσεις πάνω από 2 δις ετησίως. 

Οι προσδοκίες του κλάδου είναι να ξεπεράσουν τα 80 δις το χρόνο. Τα περιθώρια αύξησης κερδών είναι μεγάλα, και προσπαθούν με συστηματική προπαγάνδα να απομακρύνουν τις γυναίκες από το θηλασμό. Στην προσπάθειά τους αυτή βρίσκουν ως σημαντικό σύμμαχο τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τα συστήματα υγείας.

Η εξάρτηση των βρεφών από το επεξεργασμένο γάλα αγελάδας έχει και οικολογικές επιπτώσεις:

Πέρα από τα θέματα υγείας, ενώ το μητρικό γάλα είναι μια «ανανεώσιμη πηγή ενέργειας», τα όλο και περισσότερα κουτιά τεχνητού γάλακτος που καταναλώνονται σημαίνουν περισσότερη αποψίλωση των δασών, διάβρωση των εδαφών, ρύπανση από διοξίνες και άλλες τοξίνες, κλιματικές αλλαγές και σπατάλη πόρων. Για κάθε κουτί γάλακτος σε σκόνη που παράγεται, καταναλώνεται ενέργεια στη διαδικασία της επεξεργασίας και της παραγωγής, διανύονται χιλιάδες χιλιόμετρα για τη διεθνή μεταφορά τους, καταναλώνεται ενέργεια και νερό στο σπίτι για το καθάρισμα των συσκευών και την προετοιμασία του μπουκαλιού και παράγονται σκουπίδια από μέταλλο, πλαστικό και χαρτί.

Ένα άλλο σημαντικό που πρέπει να τονισθεί είναι η κατανάλωση γάλακτος από τους ενήλικες. Οι εταιρείες έχουν καταφέρει να πιστέψουμε ότι και σαν ενήλικες μας είναι απαραίτητο το γάλα από τα ζώα[1]. Για τους περισσότερους ανθρώπους, υπάρχει δυσανεξία στη λακτόζη που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου λόγω της έλλειψης ενός ενζύμου, της λακτάσης. Μετά το 2ο έτος της ηλικίας, το σώμα αρχίζει να παράγει πολύ λιγότερη λακτάση. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι μπορεί να μην παρουσιάσουν συμπτώματα, παρά όταν μεγαλώσουν.

Όλα τα νήπια και τα παιδιά έχουν τα ένζυμα της λακτάσης. Γιαυτό οι γιατροί πίστευαν ότι αυτά τα ένζυμα υπήρχαν σε όλους σχεδόν τους ενήλικες. Όταν έγιναν έρευνες σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, σχετικά με την πεπτική τους ικανότητα στη λακτόζη, τα αποτελέσματα απέδειξαν πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η άποψη. Γενικά, το 75% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, χάνουν τα ένζυμα της λακτάσης μετά τον απογαλακτισμό.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτούς που παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, να αναγκάζουν τους εαυτούς τους να πίνουν γάλα, ακόμα και αν αυτό περιέχει μειωμένα ποσοστά λακτόζης (υπάρχει τέτοιο στο εμπόριο, σαν «λύση» στη δυσανεξία στη λακτόζη), γιατί δε λύνει το πρόβλημα, καθώς το άτομο μπορεί να συνεχίσει να υποφέρει από πεπτικές ενοχλήσεις.

Είναι εκπληκτικό, αλλά η κατανάλωση γάλακτος δε φαίνεται καν να προλαμβάνει την ανάπτυξη οστεοπόρωσης, που είναι ο κυριότερος λόγος κατανάλωσής του. Επιστημονικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι: «Οι πολιτισμοί με μεγάλη κατανάλωση γάλακτος, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά οστεοπόρωσης, μια ασθένεια που σπάνια συναντάται σε πολιτισμούς που δεν καταναλώνουν γάλα».

Στην πραγματικότητα το γάλα και τα λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα, δεν προσφέρουν κανένα θρεπτικό συστατικό που δεν μπορεί να βρεθεί σε υγιεινότερες μορφές τροφών. Αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού μας, ότι δηλαδή τα ζωϊκά προϊόντα θα πρέπει να είναι συμπληρωματικά των φυτικών και όχι κύρια για τη διατροφή μας, αν δεν μπορούμε να είμαστε 100% χορτοφάγοι.

Η μελλοντική μας θεωρία για τη διατροφή θα πρέπει να στηριχθεί πάλι στην απλότητα, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το σφιχταγκάλιασμα των ειδικών και των ιθυνόντων κάθε είδους, που ευνοούνται από την πολυπλοκότητα της γνώσης και της κατοχής των αποτελεσμάτων της έρευνας και της «ανάπτυξης». Έχουν γραφεί χιλιάδες εγχειρίδια για τη σωστή και υγιεινή διατροφή. Όλο το περιεχόμενό τους μπορεί να συμπυκνωθεί στην εξής απλή συμβουλή: «πολλά χορταρικά, όσο το δυνατόν λιγότερο κρέας, μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία τροφών». 

Αυτό είναι το συμπέρασμα: η εμπειρία χιλιάδων χρόνων επιβεβαιώνεται και επιστημονικά. Και το ερώτημα και ζήτημα που μας μπαίνει είναι πως θα παράγουμε αυτή την μεγάλη ποικιλία των τροφών που μας χρειάζονται για την ευζωία μας, προωθώντας την «αποανάπτυξη» της σημερινής εντατικής και βιομηχανοποιημένης γεωργίας-κτηνοτροφίας.

www.topikopoiisi.eu

 

[1] Από τον Dr. Κωνσταντίνο Μουρούτη που έγραψε το βιβλίο «Όλη η αλήθεια για το γάλα» διαβάζουμε:

” Πιθανότατα θα έχετε ακούσει το σλόγκαν «Το γάλα περιέχει κάτι για τον καθένα». Εκτός από ασβέστιο κι άλλα μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες, τι άλλο θα μπορούσε να σας προσφέρει το γάλα; Δυσανεξία στη Λακτόζη.”

Η δυσανεξία στη λακτόζη σημαίνει δυσκολία στην πέψη σημαντικών ποσοστών λακτόζης, η οποία είναι το κυρίαρχο σάκχαρο του γάλακτος. Αυτή η δυσανεξία προέρχεται από την έλλειψη ενός ενζύμου, της λακτάσης, που σε φυσιολογικές συνθήκες παράγεται από τα κύτταρα που επενδύουν το λεπτό έντερο. Η λακτάση διασπά τη ζάχαρη του γάλακτος σε πιο απλές μορφές, που μπορούν να απορροφηθούν από το κυκλοφορικό σύστημα. Όταν δεν υπάρχει αρκετή λακτάση για να χωνέψει το ποσοστό της λακτόζης που καταναλώθηκε, τα αποτελέσματα, αν και συνήθως δεν είναι επικίνδυνα, είναι σίγουρα ενοχλητικά. Δεν αναπτύσσουν συμπτώματα όλα τα άτομα που έχουν έλλειψη λακτάσης. Αυτοί που εμφανίζουν συμπτώματα θεωρούνται δυσανεκτικοί στη λακτόζη. Συνήθως, συμπτώματα είναι ναυτία, κράμπες, πρήξιμο, αέρια και διάρροια, τα οποία ξεκινούν 30 λεπτά με 2 ώρες μετά την κατανάλωση τροφών που περιέχουν λακτόζη.