Την περικοπή των ωρών διδασκαλίας των Τεχνικών, της Μουσικής και της Φυσικής στη Μέση Εκπαίδευση πρώτα τη διαβάσαμε στα ΜΜΕ ως είδηση· μετά, τα ellinika hoaxes μας είπαν ότι πρόκειται για fake news· στο τέλος, μας εξηγήθηκε επισήμως από την κα Κεραμέως ότι όντως έγιναν όλα αυτά ως μια περίπου επιβεβλημένη διόρθωση του ωρολογίου προγράμματος λόγω «χαμηλής ζήτησης» στα καλλιτεχνικά. Για τη Φυσική δεν μάθαμε.
 
Αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν τελευταίως δεν είναι απλώς μια αστοχία του Υπουργείου Παιδείας. Οι αστοχίες και τα λάθη είναι ανθρώπινα και διορθώνονται. Αυτό που δεν διορθώνεται και μένει σαν επίμονος λεκές στο ατλάζινο φόρεμα της «αριστείας» είναι οι δολιχοδρομίες και τα κουτοπόνηρα. Τα περί «χαμηλής ζήτησης» είναι ένα σουρεαλιστικό επιχείρημα, σε μια μαθητική κοινότητα και μια κοινωνία που εκδήλως διψάνε και ψάχνονται στα του Πολιτισμού. Το Υπουργείο, μέσα στο βύθος του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού του και πολύ πίσω από τις κοινωνικές ζυμώσεις, χρησιμοποιεί όρους της αγοράς για να σταθμίσει τα εκπαιδευτικά. Όσο για τα ellinika hoaxes, που πρώτα αποκάλυψαν το hoax και μετά το πόσο ellinika είναι, ισχύει το αμίμητο του Mark Knopfler: Don’t crush the ambulance!  (Ακούστε το στο: https://www.youtube.com/watch?v=unrdOzFp4RQ).
 
Η ελαφρότητα με την οποία διαχειρίζεται η Νέα Δημοκρατία τα θέματα Παιδείας με υποχρεώνει να επικαλεστώ -για μια ακόμη φορά- ένα βιωματικό παράδειγμα: την περίπτωση του Δημήτρη Γαβριηλίδη (1914-2009), που ευτύχησα να έχω δάσκαλο στο Σχέδιο ως μαθητής. Ο Δημήτρης Γαβριηλίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μαθήτευσε στην Ελληνογαλλική Σχολή του Πέραν (σημερινό Beyoglou). Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τους Δημήτρη Μπισκίνη, Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, παίρνοντας συγχρόνως πτυχίο Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε σαν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Ελληνοαγγλικό Κέντρο της Βρεττανικής Πρεσβείας και σαν σκηνογράφος, σχεδιαστής υφασμάτων και κατασκευαστής αφισών του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το 1960 διορίστηκε καθηγητής στην Ιωνίδειο, όπου δίδαξε για δεκαετίες αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό σχέδιο, Ιστορία της Τέχνης και αρχιτεκτονική μακέτα. Στο ενεργητικό του καταγράφεται ένας τεράστιος όγκος πρωτότυπων έργων, όπως θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες, που παρουσιάστηκαν σε 20 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, τη Χαλκίδα, τον Πειραιά, τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλονίκη.
 
Ένας άλλος ωραίος άνθρωπος, ο συγγραφέας και τεχνοκριτικός Κώστας Θεοφάνους (1919-2008), που ήταν ταυτόχρονα καθηγητής Γαλλικών στο Γυμνάσιο, έχει γράψει για τον Γαβριηλίδη:
«Η προσφορά ενός καλλιτέχνη δε μετριέται μόνον με τη δημιουργία έργων Τέχνης, δεν εξαντλείται μόνο με την παραγωγή καλλιτεχνημάτων. Ιδιαίτερα η προσφορά ενός ζωγράφου πρέπει να έχει χαρακτήρα ευρύτερο, να απλώνεται ίσα με τα σύνορα του ανθρωπισμού, να αποκτά την πολύτιμη ιδιότητα της διδασκαλίας. Όταν αυτά τα δυο, δημιουργία και διδασκαλία, σμίξουνε μέσα σ’ έναν καλλιτέχνη, τότε συνθέτουνε μια προσωπικότητα ολοκληρωμένη, με πληρότητα σφαιρική. Τότε η προσφορά του δεν αποτελεί μια κλειστά ατομική υπόθεση, αλλά θέτει στόχους καθολικούς, παίρνει τη μορφή κοινωνικού λειτουργήματος, γίνεται αυτό που πρέπει να είναι η Τέχνη: υπηρετική του Ανθρώπου».
 
Δικαιούται να ρωτήσει κανείς πώς ήταν ο ζωγράφος Δημήτρης Γαβριηλίδης ως δάσκαλος και πώς συνέβαλε στην εκπαίδευση των μαθητών του (εξατάξιου τότε) Γυμνασίου. Προφανώς, το Σχέδιο ήταν και τύποις και ουσία ένα «δευτερεύον» μάθημα. Και γι’ αυτό, στα Τεχνικά -όπως και στη Μουσική- υπήρχε πάντα μια χαλάρωση, ένα μικρό χάος. Το ζήτημα είναι αν αυτή η χαλάρωση υπονόμευε ή υποβοηθούσε την εκπαιδευτική διαδικασία  και αν το (υποχρεωτικό αυτό) μάθημα εξυπηρετούσε μια πραγματική ανάγκη.
 
Το πρώτο ερώτημα απαντήθηκε εκ του αποτελέσματος. Στο μάθημα του Γαβριηλίδη μάθαμε πρώτα απ’ όλα να κάνουμε προβολές, κατόψεις και χίλια δυο άλλα πράγματα, που «έδεναν» μια χαρά με την Επίπεδη Γεωμετρία και τη Στερεομετρία. Χάρη σ’ αυτό, τελειώνοντας το Σχολείο, τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν ένα καλό και διαφωτιστικό σχήμα λύνοντας μια άσκηση Φυσικής, ένα περιεκτικό σχεδιάγραμμα αναπτύσσοντας ένα θέμα Ιστορίας και ένα καλό σκίτσο -αργότερα- στο αρχιτεκτονικό σχέδιο ή ακόμα και την Ανατομία. Παρεμπιπτόντως, ο καθηγητής Ανατομικής στην Ιατρική Αθηνών, ο μακαρίτης ο Μιλτιάδης Παπαμιλτιάδης (1907-1987), ήταν καταπληκτικός σκιτσογράφος. Πρώτα ζωγράφιζε στον πίνακα με έγχρωμες κιμωλίες τα διάφορα μόρια του ανθρώπινου σώματος και μετά οδηγούσε τους φοιτητές για τα περαιτέρω στο Ανατομείο. Σοφή πρακτική. Όπως διαπιστώσαμε αργότερα, ενώ στο νεκρό σώμα όλα φαίνονται ομοιόχρωμα και σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο, στο ζωντανό οι μύες, τα σπλάχνα, και οι υμένες είναι πολύχρωμα, φωτισμένα και σφύζουν από ζωή.  Μακαρία η μνήμη Παπαμιλτιάδη. Χάρη στις έγχρωμες κιμωλίες του μάθαμε να βλέπουμε το ανθρώπινο σώμα ως ένα έργο τέχνης και όχι ως ένα «ψυχρό» αντικείμενο ή ένα μάτσο μπερδεμένα καλώδια.
 
Αυτά σε επίπεδο χρηστικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Όμως τα «δευτερεύοντα» μαθήματα στο Σχολείο δεν ήταν μόνο αυτό. Οι ώρες του Σχεδίου και της Μουσικής ήταν ώρες ξεκούρασης και δημιουργικού παιχνιδιού. Κάτι επειδή οι δάσκαλοι ήταν ευρύτερα καλλιεργημένοι, κάτι επειδή το μάθημα περιελάμβανε διάλογο έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο, κάτι επειδή τα αντικείμενα αυτά κινητοποιούσαν το ακόρεστο που έχουν το μάτι και το αυτί, τα «δευτερεύοντα» εξασφάλιζαν με τον τρόπο τους μια ψυχολογική ισορροπία. Ανάλογη ατμόσφαιρα υπήρχε άλλωστε και στα Γαλλικά, όπου πολλές φορές η συζήτηση ήταν ελεύθερη και περιστρεφόταν σε γενικότερα θέματα Τέχνης και Πολιτισμού.
 
Για να μην αιθεροβατούμε όμως, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Γαβριηλίδης, όπως και άλλοι σπουδαίοι δάσκαλοι, κατάφεραν ό,τι κατάφεραν μέσα στο περιβάλλον του Προτύπου Σχολείου. Επανέρχομαι λοιπόν στο θέμα των Προτύπων, για το οποίο έγινε μεγάλος ντόρος εντός και εκτός Βουλής στη συζήτηση για το πρόσφατο νομοσχέδιο Κεραμέως. Από όσα ανέφερα παραπάνω, το μόνο πράγμα που δεν προκύπτει είναι ότι η μαθητεία σε ένα Πρότυπο ήταν σπατάλη της εφηβείας μας, όπως ειπώθηκε πρόσφατα από την αντιπολίτευση. Βεβαίως, υπάρχει και εκκρεμεί το μείζον ζήτημα των ταξικών διαχωρισμών στην εκπαίδευση, γιατί δεν ξεκινούν όλα τα παιδιά από την ίδια βάση ούτε έχουν την ίδια υποστήριξη κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Αλλά τί σχέση έχει  ο θεσμός των Προτύπων μ’ αυτό, το πολύ γενικότερο πρόβλημα, που αφορά, όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και εν πολλοίς συναρτάται με το δεδομένο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα; Εάν υιοθετήσουμε τη λογική ότι τα «καλά Σχολεία» δεν πρέπει να υπάρχουν γιατί είναι προσιτά μόνο σ’ εκείνους που επιλέγονται με εξετάσεις θα πρέπει ή να αυξήσουμε τον αριθμό των Ιατρικών Σχολών σε 150 ή να τις καταργήσουμε  μαζί με όλα τα Τμήματα που έχουν υψηλή βάση εισαγωγής στις πανελλαδικές. Και μπορεί να αμφισβητεί κανείς τον θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων γιατί προκαλεί μεγάλη ζημιά στα παιδιά και συντηρεί τα φροντιστήρια, αλλά δεν διανοείται ότι όταν με το καλό καταργηθεί αυτή η μέθοδος η εισαγωγή των νέων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο θα γίνεται με … κλήρωση.
 
Για να δώσω καλύτερα την αίσθηση του μέτρου που πρέπει κατά τη γνώμη μου να υπάρχει όταν συζητάμε τέτοια ζητήματα, παραθέτω σε αυτό το σημείο την διατύπωση που χρησιμοποίησε το Πανεπιστήμιο το οποίο υπηρετώ για να σχολιάσει  τα  μέτρα Κεραμέως:

Ads

«Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων πιστεύει ότι τα Πρότυπα και τα Πειραματικά Σχολεία είναι ένας πολύτιμος και ιστορικός θεσμός, που μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός και ως καταλύτης για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά, το πλαίσιο που περιγράφεται στα άρθρα 10-21 του σχεδίου νόμου δεν εξειδικεύει τους τρόπους με τους οποίους θα προάγεται η αριστεία και θα καλλιεργείται η καινοτομία, χωρίς να διολισθαίνει η εκπαιδευτική διαδικασία στον άγονο ανταγωνισμό και την ενίσχυση της συγκαλυμμένης επιθετικότητας. Αυτό είναι ένα καίριο ζήτημα και συνιστά την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε ένα περιβάλλον όπου πραγματικά προάγεται η πρωτότυπη (και ενίοτε αιρετική) προσέγγιση και σε ένα περιβάλλον που προωθεί αποκλειστικά την κουλτούρα της προσωπικής ανάδειξης και το πνεύμα της αντιπαλότητας από νεαρής ηλικίας».
 
Η αγονία (με όμικρον) του αντιπολιτευτικού λόγου και η απόπειρα να αντιμετωπιστούν κεφαλαιώδη εκπαιδευτικά ζητήματα με συνδικαλιστικό τρόπο είναι προφανής. Παραδείγματος χάρη, ακούστηκε το επιχείρημα ότι η «προτυποποίηση» ορισμένων Σχολείων θα μετακινήσει εκπαιδευτικό προσωπικό που υπηρετεί για χρόνια εκεί (έχει δηλαδή «αράξει») σε άλλα Σχολεία, αφού με το νέο καθεστώς θα γίνει προσπάθεια να μετατεθούν στα νέα Πρότυπα καθηγητές με αυξημένα προσόντα. Όμως γιατί αυτό είναι κατ’ ανάγκην κακό για την εκπαίδευση; Εξυπηρετείται με τέτοια επιχειρήματα η αναβάθμιση της εκπαίδευσης ή απλώς χαϊδεύουμε τα αυτιά των επαναπαυμένων;
 
Στο μέλλον, θα πρέπει να μιλήσουμε πιο εμπεριστατωμένα και χωρίς περιστροφές για το όλο πρόβλημα της αξιολογικής κατηγοριοποίησης των μαθητών στα Σχολεία (ability grouping), αναλύοντας τις διεθνείς πρακτικές, τα υπέρ, τα κατά, τις προϋποθέσεις και τις αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του δημόσιου Σχολείου. Έτσι μόνο θα δούμε όλες τις πτυχές του προβλήματος και θα καταλάβουμε καλύτερα γιατί ο θεσμός των Προτύπων, τα οποία τώρα απορρίπτει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, αλλά δεν κατήργησε ως κυβέρνηση, θα έπρεπε να είναι κανονικά «ιδιοκτησία» της Αριστεράς.  Το «πρώτοι στα Μαθήματα, πρώτοι στον Αγώνα» του Χαρίλαου Φλωράκη μπορεί να θυμίζει «ήρωα σοσιαλιστικής εργασίας», αλλά απηχεί τη διαχρονική προσήλωση της Αριστεράς στο ιδανικό της ολοκληρωμένης προσωπικότητας και της χειραφετημένης κοινωνίας, που αίρει την αλλοτρίωσή της και κερδίζει ό,τι κερδίζει γιατί το επιλέγει και το διεκδικεί.
 
Με όλον τον σεβασμό στα Θεία, τα Εν Οίκω και τους δυσπιστούντες -αλλά καλοπροαίρετους- εκπαιδευτικούς, προτίθεμαι να επανέλθω.