[…] Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο επαναπροσδιορισμού των διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών σχέσεων, χωρίς να αποκλείονται οι περαιτέρω τοπικές πολεμικές συγκρούσεις, κυρίως στο χώρο της Μέσης Ανατολής, με ανοιχτό το πρόβλημα της Ουκρανίας αλλά και των σχέσεων της Τουρκίας του Ερντογκάν με τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη […] Ενόψει αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της ανυπαρξίας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής, είναι καθόλα απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει πιθανές αμφισβητήσεις των κατάλοιπων της εθνικής της κυριαρχίας, αφού από οικονομική άποψη έχει δώσει, εδώ και πέντε χρόνια, «γην και ύδωρ» στην Τρόϊκα των δανειστών […] Ζ.Π.

Ads

Με την κατάρρευση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Ανατολική Ευρώπη και την επικράτηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σήμανε, ιδεολογικά τουλάχιστον, για το δυτικό Κόσμο και το τέλος του ψυχρού πολέμου της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλοί βιάστηκαν να βγάλουν συμπεράσματα σχετικά με την εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας, προαναγγέλλοντας ότι η διαλεκτική που εξέθρεψε  τους πολέμους και τις επαναστάσεις παύει να υφίσταται λόγω έλλειψης αντιπάλων. Πρώτος και καλύτερος ο πολύς Φρανσίς Φουκουγιάμα, Αμερικανός συγγραφέας γιαπωνέζικης καταγωγής, ανακοίνωσε το «τέλος της ιστορίας», αφού, κατά την άποψή του, οι δύο δυνάμεις και συγκεκριμένα «η λογική της σύγχρονης επιστήμης» και «ο αγώνας για αναγνώριση» οδήγησαν στην  αποδοχή και τη θεμελίωση καπιταλιστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών ως τελική κατάσταση της ιστορικής εξέλιξης[2].

Η έλλειψη αντίπαλου δέους, αφού η Σοβιετική Ένωση δεν υφίστατο πλέον, οδήγησε τον επίσης Αμερικανό καθηγητή του  πανεπιστημίου Χάρβαρτ, Σάμουελ Χάντινγκτον, στη διαπίστωση ότι το τέλος του ψυχρού πολέμου δεν σηματοδοτεί και το τέλος των συγκρούσεων, απορρίπτοντας έτσι τις αυταπάτες περί ειρηνικής συνύπαρξης και αρμονίας που επικράτησαν για λίγο στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Σε αντίθεση με το Φουκουγιάμα, ο Χάντινγκτον προέβλεψε ότι «η σύγκρουση των πολιτισμών αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την  παγκόσμια ειρήνη, αλλά μια διεθνής τάξη βασισμένη στους πολιτισμούς αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την αποτροπή ενός παγκόσμιου πολέμου»[3].

Ads

Ο Χάντινγκτον αναγορεύει το Ισλάμ σε αντίπαλο δέος του δυτικού κόσμου, ενώ προβλέπει ότι μια νέα διαίρεση ή ένα νέο είδος ψυχρού πολέμου απειλεί να διαιρέσει και πάλι την Ευρώπη σε δυτική (pars occidentis) και ανατολική (pars orientis) Ευρώπη, εξέλιξη που φαίνεται να επιβεβαιώνεται  στις μέρες μας, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της Ουκρανίας.

Τούτη τη φορά η διαχωριστική γραμμή δεν είναι, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα αλλά ο πολιτισμός, η φυλετική καταγωγή και οι θρησκείες.

Εκτός από την πολιτιστική αντιπαλότητα με το Ισλάμ, η οποία, μετά την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001,  έχει προσλάβει το χαρακτήρα αναπόφευκτης σύγκρουσης, το νέο σχίσμα  ξεχωρίζει την καθολική και προτεσταντική Δύση από την ορθόδοξη και βυζαντινή, τη «σλαβορθόδοξη» Ανατολή.

Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα θα αναπτύξει συμμαχικούς δεσμούς με την ορθόδοξη Ρωσία, ενώ η Τουρκία, ως ισλαμική χώρα, θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, το οποίο, «ως οργανισμός ασφαλείας του δυτικού πολιτισμού» θα πρέπει να ανοίξει τις πύλες του στα κράτη με δυτική κουλτούρα και θρησκεία της κεντρικής και νότιας Ευρώπης (Πολωνία, Σλοβενία, Κροατία) αλλά και της Βαλτικής,  όχι όμως και σε ισλαμικές και ορθόδοξες χώρες.

Αν και είναι νωρίς ακόμη για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα, οι διαγραφόμενες εξελίξεις επιβεβαιώνουν πως η ανθρωπότητα διανύει μια νέα περίοδο γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συμμαχιών αλλά και συγκρούσεων. Αυτό επιβεβαιώνουν τόσο οι  τελευταίες επιλογές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, όσο και οι κινήσεις των αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Νότιος Αφρική) και της Ρωσίας, καθότι έχουν αποφασίσει τη δημιουργία νέας Παγκόσμιας Τράπεζας, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία.

Μετά τις αποτυχημένες επεμβάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν με βάση την «κοσμοθεωρία» του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», η τυχοδιωκτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση της Ουκρανίας, με επικεφαλής τη Γερμανία η οποία, εκμεταλλευόμενη την οικονομική της ισχύ σε περίοδο βαθιάς κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, θέλησε να διαδραματίσει ρόλο μεγάλης δύναμης, έφερε και πάλι τις ΗΠΑ στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, οι οποίες, αδιαφορώντας για υφιστάμενες συμφωνίες, έσπευσαν να εγκαταστήσουν νατοϊκές δυνάμεις στις χώρες της Βαλτικής καθώς και στην Πολωνία, οξύνοντας έτσι στο έπακρον την αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία, την οποία και θεωρούν πλέον αντίπαλο στη διεθνή πολιτική, καθώς η χώρα αυτή ελέγχει σημαντικό μέρος των  παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων και με την έννοια αυτή αποτελεί ήδη για τις ΗΠΑ εστία κινδύνου!

Η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Ρωσίας, συμπαρομαρτούσης της Ε.Ε. η εξωτερική πολιτική της οποίας κινδυνεύει να παρασύρει τους λαούς της Ευρώπης σε νέες  εθνικιστικές περιπέτειες, έχει εκδηλωθεί ήδη στον τομέα της ενέργειας, καθώς με παρότρυνση των ΗΠΑ οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν μειώσει τελευταία αισθητά τις τιμές πετρελαίου και αερίου, προκειμένου να υποσκάψουν τη ρωσική οικονομία που στηρίζεται, ως γνωστόν, κυρίως στον τομέα της ενέργειας.

Η πολιτική αυτή απέναντι στην Ρωσία του Πούτιν, πολιτική την οποία εφαρμόζει πλέον και η Ε.Ε. με πρωτοπόρο τη Γερμανία,  θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μπούμεραγκ για τις εθνικές οικονομίες των χωρών-μελών της Ε.Ε, καθώς πολλές από αυτές εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από το ρωσικό αέριο !

Η στάση αυτή των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στο θέμα της Ουκρανίας, ενισχύει τη θέση του Πούτιν στο εσωτερικό τη Ρωσίας και όπως δείχνουν οι εξελίξεις, το παράδειγμα της Κριμαίας, αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν και οι εξεγερμένες ρωσόφιλες περιοχές στην ανατολική Ουκρανία.

Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο επαναπροσδιορισμού των διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών σχέσεων, χωρίς να αποκλείονται οι περαιτέρω τοπικές πολεμικές συγκρούσεις, κυρίως στο χώρο της Μέσης Ανατολής, με ανοιχτό το πρόβλημα της Ουκρανίας αλλά και των σχέσεων της Τουρκίας του Ερντογκάν με τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, καθώς οι εξοπλισμένοι από τη Δύση (ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία) Κούρδοι που μάχονται εναντίον των Τζιχαντιστών, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι, ότι θα παραδώσουν τα όπλα και δεν θα διεκδικήσουν την ίδρυση  ανεξάρτητου κράτους που θα συμπεριλαμβάνει τις κουρδικές μειονότητες της Τουρκίας (25 περίπου εκατομμύρια), του Ιράκ, της Συρίας και ενδεχομένως του Ιράν, ένα είδος αμερικανικού προτεκτοράτου  στη Μέση Ανατολή, σχέδιο που προωθείται, ειδικότερα τον τελευταίο καιρό, από τις ΗΠΑ προς μεγάλη ανησυχία της Τουρκίας που φοβάται όχι μόνον την γεωπολιτική της υποβάθμιση στην περιοχή της  Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αλλά και τον διαμελισμό της, καθότι αποτελεί, ως γνωστόν, συνονθύλευμα εθνικών μειονοτήτων.

            Ενόψει αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της ανυπαρξίας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής, είναι καθόλα απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει πιθανές αμφισβητήσεις των κατάλοιπων της εθνικής της κυριαρχίας, αφού από οικονομική άποψη έχει δώσει, εδώ και πέντε χρόνια, «γην και ύδωρ» στην Τρόϊκα των δανειστών.-

Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου[1]


[1] Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

[2] Francis Fukuyama, Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος, μετάφραση Αχιλλέα Φακατσέλη, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1993.

[3] Samuel P. Huntington,  Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, μετάφραση Σήλια Ριζοθανάση,  εκδ. Terzo Books, Αθήνα 1998, σελ. 11.