Στο σκάκι υπάρχει μια ειδική κατάσταση, γνωστή ως Zugzwang (Τσούγκτσβανγκ), στην οποία ο παίκτης που έχει σειρά να παίξει δεν απειλείται άμεσα, αλλά όποια κίνηση και να κάνει χάνει την παρτίδα ακριβώς εξαιτίας της αναγκαστικής κίνησης που υποχρεούται να κάνει. Σε μια κατάσταση Zugzwang βρέθηκε και η κυβέρνηση.

Ads

Στο τέλος, όποια απόφαση κι αν έπαιρνε στη σκακιέρα της διαπραγμάτευσης, όποια κίνηση κι αν έκανε, από την στιγμή που βρέθηκε σε θέση Zugzwang θα έχανε την παρτίδα. Το πως βρέθηκε σ’ αυτήν την κατάσταση, ποιοι ευθύνονται κ.λπ., είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Όχι για να αποδοθούν ευθύνες, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά για να βγουν διδάγματα προς γνώση και συμμόρφωση.

Στη συζήτηση αυτή καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι με τα «αν» δεν γράφεται Ιστορία. Η «φιλολογία» των προσεγγίσεων με τα «αν» είναι ένας υποθετικός λόγος β’ είδους. [1] Οι προσεγγίσεις αυτές έχουν την ίδια αξία με τα «αν» των  χιλιάδων «προπονητών» στις κερκίδες των γηπέδων για τις επιλογές του προπονητή. «Αν στο 0 – 0 έβαζε τον τάδε, δεν θα χάναμε».

Προσωπικά δεν έχω απαντήσεις σε υποθετικές ερωτήσεις. Αυτοί που έχουν ας μας πουν ποια θα ήταν σήμερα η παγκόσμια «τάξη πραγμάτων» αν οι Πέρσες είχαν επικρατήσει των Ελλήνων. Αν η Γαλλική επανάσταση και οι ιδέες της δεν είχαν επικρατήσει. Αν δεν είχε υπάρξει ο διαφωτισμός, και αμέτρητα άλλα «αν». Τα ζητήματα που τίθενται με τα «αν…», είναι πράγματα που ποτέ δεν θα μάθουμε αν όντως μπορούσαμε να τα κάνουμε, αλλά κι αν ακόμα τα είχαμε κάνει, δεν θα γνωρίσουμε την όποια αξία ή ωφελιμότητά τους.

Ads

Όλα τα «αν» έχουν ιστορική και άρα παιδευτική αξία, την οποία θεωρώ υψίστης σημασίας. Θα συμβούλευα όμως όποιον πιστεύει πως γνωρίζει τις απαντήσεις σε τέτοιες υποθέσεις, να ασχοληθεί με τη μυθιστοριογραφία. Έτσι θα διατηρήσει και την (όποια) σοβαρότητά του. Επαναλαμβάνω πως πολύ καλώς συζητάμε και με υποθέσεις. Όχι όμως στη «λογική» των de facto συμπερασμάτων μιας πορείας που ΘΑ μας έφερνε στη μία ή την άλλη (επιθυμητή) κατάσταση, αλλά στη λογική της παιδευτικής αξίας.

Το μόνο σίγουρο είναι πως την παρτίδα αυτή δεν την «έπαιξε» από το ξεκίνημά της η παρούσα κυβέρνηση. Ξεκίνησε το 2008 και «παίχτηκε» από τέσσερεις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής του Καραμανλή, που προηγήθηκαν της σημερινής. Η επταετία αυτή προσφέρει άφθονο υλικό για επιπλέον βιβλία που είναι σίγουρο πως θα γραφτούν. Τέλειωσε μια παρτίδα, μια άλλη μόλις αρχίζει.

Κάθε νέα παρτίδα έχει τακτική, στρατηγική αλλά και λάθη. Τακτική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που υπάρχει κάτι να κάνεις. Στρατηγική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις. Και επειδή τα λάθη είναι πάνω στην σκακιέρα της πολιτικής και περιμένουν να τα κάνεις, αυτό που προέχει είναι η κυβέρνηση, ο λαός και η χώρα να ετοιμαστούν όσο καλύτερα μπορούν.

Να μετρήσουν και να συνεκτιμήσουν τα πάντα. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με αποκλεισμούς θεμάτων. Ειδικά όταν κρίσιμα ζητήματα βγαίνουν από το τραπέζι, βαφτίζονται a priori καταστροφικά και οι φορείς τους όχι μόνο διαβάλλονται αλλά εμφανίζονται ως γραφικοί για να μην πω UFO. Π.χ. το ζήτημα της ευρωζώνης και της συμμετοχής της χώρας σ’ αυτήν, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και ως τέτοιο να αντιμετωπίζεται.

Ειδικά από ανθρώπους με θεσμικό ρόλο. Π.χ. ο Π.τ.Δ. που κοντεύει να γίνει γραφικός επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά, σαν «γραμμόφωνο παλιό που κολλάει στο δίσκο του η βελόνα», ΕΕ ευρώ, ΕΕ ευρώ, ΕΕ ευρώ, … Όταν μάλιστα σε ολόκληρη την ΕΕ η συζήτηση όχι μόνο έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά αυτή η ευρωζώνη και το μέλλον της αμφισβητείται από όλο και περισσότερους. Και στη βάση και στην κορυφή, εντός κι εκτός ευρωζώνης.

Γίνεται συζήτηση για το αν η κυβέρνηση είχε ή όχι plan Β, κι αν είχε ποιο ήταν. Κανείς δεν ασχολείται με το γιατί η Ελλάδα δεν είχε plan Β πριν καν καθιερωθεί το ευρώ. Όσοι πιστεύουν πως το ίδιο ισχύει και για τις άλλες χώρες είναι πολιτικά αφελείς. Όχι μόνο έφτιαξαν plan Β (πριν το ευρώ), αλλά και αποθήκευσαν εθνικό νόμισμα.[2] Γιατί ξέρουν πολύ καλά πως αιώνιες φιλίες και συμμαχίες δεν υπάρχουν και γιατί των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

Το ευρωιερατείο εξόργισε πάρα πολλούς, προβλημάτισε ακόμα περισσότερους και αποκάλυψε με εμφατικό τρόπο (εντός κι εκτός της χώρας), «τι εστί σήμερον ΕΕ» και ειδικότερα ευρωζώνη. Κι αυτό εκτός από μία μεγάλης αξίας ηθική νίκη της κυβέρνησης είναι και μια τεράστια υποθήκη για τη χώρα και την Ευρώπη. Η συζήτηση και ο προβληματισμός για την ευρωζώνη, το νόμισμα κ.λπ. όχι μόνο μπήκαν στο τραπέζι, αλλά «κατέβηκαν» στο λαό.
Μένει να γίνει κοινή συνείδηση πως κανένα ζήτημα, καμιά θεματολογία δεν έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο για την κοινωνία. Δεν υπάρχει καλή ή κακή θεματολογία για το λαό και τη χώρα. Ούτε αυτή καθαυτή η θεματολογία είναι προοδευτική ή αντιδραστική. Προοδευτικό ή αντιδραστικό είναι το περιεχόμενο, οι προτεινόμενες λύσεις και η ιεράρχηση των θεμάτων.
Όσο και να ωρύονται τα σκυλιά, όσο κι αν προσπαθούν να εκβιάσουν και να τρομοκρατήσουν, όπως πάντα έκαναν, η πλειονότητα δεν μασάει. Χωρίς αμφιβολία χάθηκε μια κρίσιμη μάχη που καθιστά τη συνέχεια πάρα πολύ δύσκολη. Ο λαός όμως ξέρει πως ο πόλεμος συνεχίζεται. Ακόμα και από ατομική εμπειρία ξέρει πως υπάρχουν αμέτρητοι που κέρδισαν χαμένες θέσεις αλλά ούτε ένας που να κέρδισε εγκαταλείποντας.

Η κυβέρνηση έχει μπροστά της πολλά επίδικα από την έκβαση των οποίων θα κριθεί το αύριο του λαού και του τόπου. Χρονικά το πιο κοντινό είναι η ρύθμιση του χρέους. Αυτή βέβαια δεν θα φανεί άμεσα στο πορτοφόλι και στην αγοραστική μας δύναμη, που όχι μόνο δεν θα αλλάξει αλλά θα επιδεινωθεί. Σηματοδοτεί όμως εξέλιξη που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η ανάγνωση του μνημονίου λέει πως είναι καταστροφικό. Είναι καλύτερο απ’ αυτό που τελεσιγραφικά πρόσφερε ο Γιούνκερ και οδήγησε στο δημοψήφισμα; Κάποιος θα μπορούσε να πει ναι και να φέρει αριθμητικά δεδομένα που πράγματι επαληθεύουν τον ισχυρισμό του. Αντίστοιχα κάποιος άλλος να ισχυριστεί το αντίθετο. Όμως το ερώτημα είναι λάθος και ένα λάθος ερώτημα έχει πάντα λάθος απάντηση. Γιατί είναι λάθος;

Αρχικά ας παραβλέψουμε δύο γεγονότα. (1) Η κυβέρνηση από την στιγμή που βρέθηκε σε θέση Zugzwang είχε χάσει την παρτίδα. (2) Για μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν πρέπει να μπαίνει καν ζήτημα κακού ή πολύ κακού μνημονίου. Το ερώτημα είναι λάθος γιατί προσπαθεί με βάση μια οικονομική «φωτογραφία» να δώσει απάντηση σε κάτι που θα γίνει ή δεν θα γίνει σε μέλλοντα χρόνο. Αφού επαναλάβω πως η «φωτογραφία» δείχνει καταστροφή χωρίς τέλος, να παραθέσω δύο στοιχεία που δεν εμφανίζονται στην φωτογραφία.

(Α) Το μνημόνιο δεν παύει να είναι παρά ένα οικονομικό μοντέλο. Όμως, κανένα οικονομικό μοντέλο δεν μπορεί να διατυπώσει με ακρίβεια τις διαδραστικές σχέσεις των οικονομικών στοιχείων (δηλαδή ατόμων, νοικοκυριών, επιχειρήσεων, τραπεζών, κρατών). Ακόμα και η βασική θεώρηση, οποιουδήποτε μοντέλου, πως τα οικονομικά στοιχεία (άτομα, νοικοκυριά, επιχειρήσεις κ.λπ.) δρουν στη βάση της λογικής είναι λαθεμένη, αφού πάντα θα υπάρχουν αποκλίσεις από τη λογική (συστημικές αποκλίσεις).

Αν μάλιστα προσθέσουμε και τον παράγοντα των δράσεων που κινούνται στη γκρίζα ζώνη της νομιμότητας και πολύ περισσότερο αυτών που δρουν εκτός αυτής (και τέτοιες δράσεις θα υπάρχουν πάντα), καταλαβαίνει κανείς ότι το όποιο οικονομικό μοντέλο είναι εξ αρχής ναρκοθετημένο από τα μαθηματικά. Ο Τζον Κ. Γκαλμπρέιθ το είχε πει πολύ πιο παραστατικά: «Η μόνη λειτουργία των οικονομικών προβλέψεων είναι ότι κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιοπρεπής».

Αυτήν την στιγμή το τοπίο είναι μαύρο ή αν προτιμάτε κατράμι. Πως θα είναι μετά από δύο ή τρία χρόνια; Ποιες οι πιθανότητες να έχει αλλάξει θετικά και ποιες αρνητικά; Κάντε με προφήτη να σας κάνω πλούσιους, λέει μια χρηματιστηριακή ρήση. Αυτό που δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει, είναι πως μια πολιτική παλινόρθωση των δυνάμεων της διαπλοκής και της διαφθοράς, θα στείλει το λαό και τη χώρα στα αζήτητα.

(Β) Στο μνημόνιο ΔΕΝ αποτυπώνονται ούτε το πολιτικό σκηνικό της ευρωζώνης των επόμενων λίγων χρόνων, ούτε όμως και το σπουδαιότερο που είναι τα πολιτικά εργαλεία της χώρας. Κι αυτά είναι τεράστιας σημασίας και θα κρίνουν πάρα πολλά. Φυσικά αυτά σχετίζονται με το ποιες δυνάμεις ασκούν την κυβερνητική εξουσία. Ενδεικτικά αναφέρω λίγα ζητήματα.

(β1) Η εξυγίανση των ΜΜΕ που θεωρώ πρωταρχικό ζήτημα.[3] Καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς, πάταξη φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγής, αναδιάρθρωση δημόσιας διοίκησης έτσι ώστε να μπορεί να στηρίξει ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, έμφαση στη νέα και υγιή επιχειρηματικότητα κ.λπ. Αλλά και διακρατικές συμφωνίες με τεράστιο βάρος οικονομικό και γεωπολιτικό.

(β2) Ταυτόχρονα η κυβέρνηση οφείλει να κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να βοηθηθούν οι πληθυσμιακές ομάδες που θα υποφέρουν περισσότερο. Υπάρχουν τρόποι και εξακολουθεί να έχει στην φαρέτρα της όπλα προκειμένου να πετύχει αν όχι την εξουδετέρωση των συνεπειών, τουλάχιστον την μεγαλύτερη δυνατή ανακούφισή τους.

Το μνημόνιο, η ρύθμιση του χρέους και τα προαναφερθέντα (Α), (Β), όλα μαζί αθροιστικά, θα καθορίσουν όχι μόνο το οικονομικό τοπίο αύριο αλλά και το μέλλον της χώρας για τα επόμενα πολλά χρόνια. Είναι προφανές ότι ζητήματα όπως π.χ. τα β1, β2, εξαρτώνται από το ποιες δυνάμεις θα έχουν σήμερα και αύριο την κυβερνητική εξουσία. Υπάρχει όμως ένα ακόμα ζήτημα που ΔΕΝ έχει μπει καν στο «οπτικό μας» πεδίο.

Στη χώρα μας, κι όχι μόνο, όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στις διαπραγματεύσεις και στο νέο μνημόνιο. Εκεί είναι στραμμένα και τα φώτα της δημοσιότητας. Την ίδια στιγμή οι «μεγάλοι» συζητούν για την οικονομία και μιλούν για το πόσο ωραίο και λαμπρό θα είναι το αύριο που μας ξημερώνουν. Όμως καπιταλισμός χωρίς κρίσεις απλά δεν υπάρχει. Είναι παράδεισος δίχως κόλαση.

Γι’ αυτό, όπως έλεγε ο Τ. Κ. Γκαλμπρέιθ, «Κάθε φορά που ακούτε να λένε ότι η κυκλικότητα έχει πάψει να ισχύει στην οικονομία και εισερχόμαστε σε μια περίοδο διαρκούς προόδου και ανάπτυξης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας, πουλήστε τα όλα και κρυφτείτε κάτω από το τραπέζι».

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς ξέρει πως η κρίση αυτή, που ξεκίνησε το 2008, δεν θα είναι και η τελευταία. Φυσικά δεν θα προτρέψει τους πολίτες να κάνουν αυτό που μεταφορικά έλεγε ο Γκαλμπρέιθ. Οφείλει όμως να προετοιμάσει το λαό και τη χώρα γιατί ο Αρμαγεδδών έρχεται. Αν χρησιμοποιήσουμε μεταφορικά την κλίμακα ρίχτερ για τους σεισμούς, η κρίση του 2008 είναι 5 ρίχτερ κι αυτή που έρχεται είναι (minimum) 7 ρίχτερ.

Είναι τόσο μεγάλη η παγκόσμια φούσκα, τόσα πολλά και αλληλοεξαρτώμενα τα παράγωγα προϊόντα αλλά και τόσο διασυνδεδεμένες οι οικονομίες και τα χαρτοφυλάκια[4], που αρκεί ένας μικρός σπινθήρας για να προκαλέσει έκρηξη. Κι ως γνωστόν όλες οι φούσκες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Σκάνε. Θυμηθείτε με, «δεν θα βρεθεί παπάς να θάψει».

Μια κρίση δεν είναι ποτέ κεραυνός εν αιθρία. Ενηλικιώνεται στα χρόνια που προηγούνται αυτής. Στο διάστημα εξέλιξης της κρίσης και για όσο διαρκεί αυτή, γεννιέται ένας νέος κύκλος. Αυτός έχει πάντα νέα χαρακτηριστικά σε σχέση με τον προηγούμενο και αυτά κρίνονται από την έκβαση που θα έχει ο πόλεμος της κρίσης. Αυτός ο πόλεμος, όπως και κάθε πόλεμος, έχει τα δικά του πεδία μάχης στα οποία κρίνονται κυρίως δύο θεμελιώδη ζητήματα.

(1) Ποιοι πληρώνουν «το μάρμαρο». Στην τρέχουσα κρίση «το μάρμαρο» πληρώθηκε και συνεχίζει να πληρώνεται από τον ελληνικό λαό. Η οικονομική ελίτ βγαίνει κερδισμένη (και) από αυτήν την κρίση έχοντας αυξήσει σημαντικά τον πλούτο της. Στη νέα κρίση που έρχεται καταπάνω μας ποιοι θα πληρώσουν; Την απάντηση οφείλει όχι μόνο να την δώσει, αλλά να την εξασφαλίσει μια κυβέρνηση στοιχειωδώς προοδευτική.

(2) Ποιο θα είναι το αύριο της κρίσης. Η μάχη αυτή καθορίζει ποιοι κανόνες, ποιες δυνάμεις, ποια συμφέροντα και τελικά ποιες ιδέες και πολιτικές θα κυριαρχήσουν στη μετά κρίση εποχή. Η μάχη αυτή έχει ΗΔΗ ξεκινήσει με την παρούσα κρίση. Αυτή άλλωστε έφερε την Αριστερά στην κυβερνητική εξουσία. Φτάνει αυτή; Όχι.

Είναι η αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Κι αυτό γιατί την πραγματική εξουσία συνεχίζει να την κατέχει η οικονομική ελίτ που πολιτικά εκφράζουν οι γνωστές πολιτικές δυνάμεις με αιχμή του δόρατος τα ΜΜΕ. Μέσω αυτών διατηρούν και την ιδεολογική κηδεμονία. Η Αριστερά έχει πολύ δουλειά να κάνει στο ζήτημα αυτό. Εκτός αν θεωρεί ότι ο Α. Gramsci ήταν ένα «γραφικός τύπος».

Η Πολιτική πρέπει να βγει από το περιθώριο που βρέθηκε τα τελευταία (τουλάχιστον) 20 χρόνια όταν, στην καλύτερη περίπτωση, είχε περιορισμένο ρόλο. Όμως διαχρονικά η πολιτική εξέφραζε διαφορετικά συμφέροντα, επιδιώξεις και ενδιαφέροντα. Είχε πάντα ιδεολογικό χαρακτήρα. Αυτός στην εκφορά του στον δημόσιο διάλογο χάθηκε ή έστω μειώθηκε σημαντικά, κι αυτό γιατί συμμορφώθηκε με τις επιταγές των ΜΜΕ και της επικοινωνίας.

Ενσωμάτωσε επικοινωνιακά στοιχεία και στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Έτσι χάριν της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, ο ιδεολογικός χαρακτήρας της πολιτικής, όπως τον διαμεσολαβούν τα ΜΜΕ, σχεδόν εξανεμίσθηκε. Συνακόλουθα και η πολιτική είχε μικρότερη ιδεολογική «συνιστώσα» και μεγαλύτερη επικοινωνιακή. Η αριστερά οφείλει να επαναφέρει την Πολιτική στο προσκήνιο. Κι αυτό είναι τρομερά δύσκολο με τα σημερινά ΜΜΕ.

Η μάχη αυτή πρέπει να δοθεί πιο αποφασιστικά αλλά και να μάθει η αριστερά να συνδυάζει την επαναστατικότητά της με την ικανότητα διακυβέρνησης της χώρας. Κομβικό σημείο η κατανόηση του εθνικού συμφέροντος. Αυτό δεν υπάγεται ούτε στα ανθρώπινα δικαιώματα (ΝΑΙ, χρειάζονται αυτά και παλεύουμε γι’ αυτά), ούτε στην Ιστορία.

Στις σχέσεις της χώρας με τον κόσμο ΔΕΝ υπάρχει σχολή Μαρξιστική, Γκραμσιανική, ρεαλιστική, νεορεαλιστική, φιλελεύθερη, νεοφιλελεύθερη κλπ, που να μην εμπεριέχει το συμφέρον. Εθνικό συμφέρον. Η Ιστορία δεν το έχει ή μας διδάσκει, και σωστά μας διδάσκει, πως πρέπει να το καταπολεμάμε. Δεν το έχουν οι θεωρίες για τα ανθρώπινα, κοινωνικά και άλλα δικαιώματα και σωστά δεν το έχουν.

Όταν όμως έχεις σχέσεις με οργανισμούς, θεσμούς, άλλα κράτη ή και ομάδες κρατών (π.χ. ΕΕ, ευρωζώνη) είσαι κράτος και όχι κίνημα. Έχεις εθνικά συμφέροντα και πρέπει να καταλήξεις, να πάρεις αποφάσεις. Κι αυτές δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι υλικά της κομματικής κουζίνας. Αντίθετα, πρέπει να βάζουν πάνω απ’ όλα το μακροπρόθεσμο συμφέρον του λαού και της χώρας.

Τέλος, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του ήξεραν ή έστω όφειλαν να ξέρουν, πως είναι πιθανό να χρειαστεί να πάρουν όχι μόνο δύσκολες αλλά και πολύ δυσάρεστες αποφάσεις. Όπως και πήραν. Υπήρχε βέβαια και ο εύκολος δρόμος. Να την κάνουν με «ελαφριά πηδηματάκια». (Π.χ. Κ. Καραμανλής λίγο πριν τη χούντα, Κώστας Καραμανλής το 2009, Παπανδρέου, Σαμαράς, Βενιζέλος 2009 – 2014).

Είναι κι αυτή μια κάποια «λύση». Λύση δεν ξέρω αν είναι. Ξέρω όμως για ποιους θα είναι. Κι αυτό το ξέρει πολλούς μήνες πριν τις εκλογές της 25/1/15 ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ. Το έγραφαν άλλωστε στα κείμενά τους.
 
ΥΓ. Η κατάσταση στο ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώνεται σε δύο ερωτήματα. (1) Το κάθε μέλος ξεχωριστά έχει εμπιστοσύνη πρωτίστως στον εαυτόν του και εν συνεχεία στους συντρόφους του στην ΟΜ, στην ΚΕ και ΠΓ, στην Κυβέρνηση και εν τέλει στον Πρόεδρο του; Ναι ή Όχι; (2) Οι Βουλευτές του ΟΧΙ πιστεύουν πως η βουλευτική έδρα είναι αυτή που δίνει δύναμη και βαρύτητα στα επιχειρήματα, τις θέσεις και τις απόψεις τους; Ναι ή Όχι;  Η στοιχειώδης πολιτική εντιμότητα απαιτεί απ’ όλους απάντηση ΚΑΙ στα δύο ερωτήματα, κι αυτή μάλλον δεν θα αργήσει να δοθεί.
 
Παραπομπές

[1] Θυμίζω πως στον υποθετικό λόγο α’ είδους, η υπόθεση θεωρείται ως κάτι το πραγματικό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι όντως πραγματικό, πως θα υλοποιηθεί. Π.χ., «αν πας εσύ, θα πάω κι εγώ». Στον υποθετικό λόγο β’ είδους, η υπόθεση εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού. Κάτι που δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Π.χ., «αν έριχνες καρφίτσα, δεν θα έπεφτε», «αν βγει ο ήλιος από τη δύση, θα…».

[2] Πριν 4 χρόνια σε φιλικό σπίτι ήταν και κορυφαίο πρόσωπο μεγάλης χώρας της ευρωζώνης. Η συζήτηση ήρθε και στο ευρώ και ρωτήθηκε αν η χώρα του έχει plan B και αποθηκευμένο εθνικό νόμισμα. Η διπλωματική απάντησή του ήταν πως «όποιος πιστεύει σε αιώνιες φιλίες και συμμαχίες, καλύτερα να αφήσει την πολιτική και να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο».

[3] Θα πρόσθετα και μερικές «κρεμάλες» στην πλατεία Συντάγματος. Όχι μόνο για να αποδοθούν, επιτέλους, οι βαρύτατες ευθύνες, αλλά και για να χωνέψουμε το μνημόνιο όπως η χλέμπα στην συγκέντρωση του ΝΑΙ. Με ένα κολονάτο ποτήρι κρασί.

[4] Έχω αναφέρει κι άλλη φορά τα BISTRO (Broad Index Secured Trust Offering). Αυτά τα νέα σύνθετα (δομημένα) προϊόντα συσκευάζουν και τα CDOs και τα CDS. Δηλαδή με απλά ελληνικά και τα δάνεια και την ασφάλιση των δανείων. Αξιολογήθηκαν, πουλήθηκαν, φτιάχτηκαν νέα από διαφορετικά BISTRO (δηλαδή BISTROs από BISTRO κλπ.) Σήμερα πλέον κανείς, κυριολεκτικά κανείς, δεν είναι σε θέση να ξέρει, ποιος έχει ασφαλίσει ποιον, για ποιο ποσό και για ποια δάνεια. Αν σπάσει ένας οποιοσδήποτε κρίκος, ποιος θα πληρώσει ποιον και γιατί. Ενδεικτικά η φούσκα αυτή από 6,4 τρις το 2004 εκτινάχθηκε το 2008, σε μόλις 4 χρόνια, στο αστρονομικό ποσό των 57 τρις $ (αύξηση 890%)!!! Σημειώστε πως την ίδια χρονιά (το 2008) το παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν σχεδόν 55 τρις $. Καλύτερα να μην σας πω που έχουν φτάσει σήμερα.