Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Γιάννη Μυλόπουλου: «Τα… Αν της Ανάπτυξης – Η διέξοδος στους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους», (Εκδόσεις Λιβάνη), το οποίο παρουσιάζεται την Τετάρτη 11 Μαίου στις 12.30 στη  Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 10.

Ads

Η ραγδαία, αλλά όχι πάντως και αιφνιδιαστική εξέλιξη της επιδείνωσης της ύφεσης τα τελευταία χρόνια και της κατά 25% συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας, ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της σκληρής λιτότητας που επέβαλαν τα μνημόνια των δανειστών, μονοπώλησε το ενδιαφέρον του δημόσιου διαλόγου και ενίσχυσε την επιχειρηματολογία της αμφισβήτησης των νεοφιλελεύθερων μονοδρόμων. Οι οπαδοί των οποίων πάντως, εξακολουθούν να υποστηρίζουν με πάθος ότι η δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών μπορεί βέβαια να επιδεινώνει, προσωρινά όπως επιμένουν, την οικονομία και να προκαλεί ύφεση, είναι όμως ο μόνος δρόμος για την εξυγίανση μιας χρεωμένης και ελλειμματικής οικονομίας.

Κι αυτά όταν την ορθότητα της θεραπείας και την αποτελεσματικότητα των μέτρων των μνημονίων στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουν αρχίσει να αμφισβητούν ακόμη και όσοι βρίσκονται στον σκληρό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, όπως τα ανώτατα στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, καθώς και θεσμικοί παράγοντες της Ενωμένης Ευρώπης, οι οποίοι τελευταία ανακρούουν πρύμναν, υποστηρίζοντας ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που ισχυρίζονταν πριν λίγα χρόνια, προκειμένου να επιβάλουν την πολιτική της σκληρής λιτότητας.

Έτσι σήμερα, η άποψη ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, αρχίζει να ακούγεται, για πρώτη φορά, ακόμη και από τους εμπνευστές της πολιτικής των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων».

Ads

Όπως εύκολα άλλωστε σήμερα διαπιστώνεται, η μείωση της αγοραστικής δύναμης της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών ανατροφοδότησε την ύφεση, καθώς:

  • απονέκρωσε την αγορά

  • εξαφάνισε την επιχειρηματικότητα

  • περιόρισε τις δυνατότητες αύξησης των δημοσίων εσόδων και

  • εμπόδισε την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών

   
Αναζήτηση παρεμβάσεων

Εκεί πάντως που και οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες σχολές σκέψης συμφωνούν, είναι στο ότι η λύση του ελληνικού προβλήματος βρίσκεται στην ανάπτυξη. Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι την ανάπτυξη την εννοούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο…

Ο μεγάλος πονοκέφαλος όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα λοιπόν, χωρίς πάντως να έχει βρεθεί λύση, ήταν η αναζήτηση, εν μέσω σκληρής πολιτικής λιτότητας, παρεμβάσεων για την τόνωση της αναπτυξιακής μηχανής. Οι παρεμβάσεις αυτές θα μπορούσαν ενδεχομένως να τελεσφορήσουν, στη θεωρητική περίπτωση μιας χώρας με ισόρροπη ανάπτυξη και ακμάζουσα, έστω και μέχρι πρότινος, οικονομία. Στην περίπτωση μιας χώρας δηλαδή που μέχρι πρότινος βρισκόταν σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης και για την οποία η ύφεση δεν ήταν παρά πρόσκαιρο και συγκυριακό σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης.

Δεν είναι όμως αυτή, δυστυχώς, η δική μας περίπτωση. Η αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων και η ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών, που σύμφωνα με τις στοιχειώδεις οικονομικές αρχές θα οδηγούσε στην παραγωγή νέου πλούτου, συστηματικά υστερούσε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Διότι αυτό που μας συνέβη στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, είναι ότι διολισθήσαμε στην απαξίωση του δικού μας πλούτου και στην αποδυνάμωση των δικών μας δυνατοτήτων αξιοποίησής του, παρασυρμένοι από τις εύκολες λύσεις των εισαγωγών από το εξωτερικό, αλλά και των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων και του εξωτερικού δανεισμού, που μέχρι πρότινος, είναι αλήθεια, μας προσφέρονταν αφειδώς.

Αν λοιπόν υπήρχε στη χώρα οικονομική ανάπτυξη με υγιείς και στέρεες βάσεις, σήμερα ούτε θα είμαστε σε τέτοιο βαθμό υπερχρεωμένοι, ούτε και θα είχαμε σωρεύσει τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα. Πέρα από τις γνωστές παθογένειες που σχετίζονται με το σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος λοιπόν, η Ελλάδα διαχρονικά πάσχει και από σοβαρές δομικές αδυναμίες στον τομέα της οικονομικής της ανάπτυξης.

Αν κατ’ αρχήν υπήρχε οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας, η πάλαι ποτέ εύφορη ελληνική ύπαιθρος σήμερα θα καρποφορούσε και δεν θα εμφάνιζε την εικόνα της ερήμωσης, της παρακμής και της εγκατάλειψης που εδώ και χρόνια παρουσιάζει. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ξεκίνησε τα τελευταία 6 χρόνια της κρίσης…

Μια φθίνουσα αγροτική παραγωγή που οδήγησε για χρόνια σε μη ανταγωνιστικά προϊόντα, με καλλιέργειες που προκάλεσαν την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, της αναπτυξιακής δηλαδή βάσης, εξαντλώντας τα νερά και ερημοποιώντας τη γη, είναι μια αυτοκαταστροφική παραγωγή που ασφαλώς και δεν οδηγεί σε ανάπτυξη. Μια τέτοια αγροτική οικονομία ήταν λοιπόν προτιμότερο να επιδοτείται, προκειμένου να σταματήσει να παράγει. Και αυτό, πράγματι, συνέβη στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εδώ και περισσότερο από δεκαετία.

Όσο για τις ελληνικές κυβερνήσεις, αντί να επωφεληθούν από αυτό το μεταβατικό διάστημα για το οποίο προβλέπονταν από την ΚΑΠ η παροχή επιδοτήσεων και να σχεδιάσουν την αναγέννηση της υπαίθρου και την τόνωση του τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, όπως έπραξε η κάποτε χρεοκοπημένη Αργεντινή, αυτές εξάντλησαν τη δραστηριότητά τους στην κατανομή των επιδοτήσεων, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Και αντί να προβλέψουν κίνητρα για τη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, εκείνες, αντίθετα, θεσμοθέτησαν κίνητρα για τη συγκέντρωση του πληθυσμού της υπαίθρου στα υπερτροφικά αστικά κέντρα, ενισχύοντας προκλητικά και σε βάρος του πρωτογενούς και δευτερογενούς, τον τριτογενή τομέα της οικονομίας, δηλαδή τις υπηρεσίες.

Αν ακόμη στη χώρα μας η ανάπτυξη ήταν συγκυριακό θύμα της κρίσης και μόνον, τότε στις ευρωπαϊκές, αν όχι και στις διεθνείς αγορές, θα έπρεπε να κυκλοφορεί εδώ και χρόνια το εξαίρετο ελληνικό κρασί, το λάδι, τα εσπεριδοειδή, τα φρούτα και τα λαχανικά, το μέλι, τα ελληνικά ψάρια, η φέτα και τα λοιπά αγροτικά προϊόντα που για αιώνες συντηρούσε η ελληνική γη και τα οποία έκαναν εύπορους, δια του εμπορίου, τους κατοίκους της. Αντίθετα, στις διεθνείς αγορές μετά βίας βρίσκει κανείς λίγες φιάλες ελληνικό κρασί, συνήθως πίσω από τα ράφια με τα Ιταλικά και τα Ισπανικά, ενώ είναι πιθανότερο να βρει κανείς στις προθήκες λάδι Ιταλίας και φέτα Βουλγαρίας. Την ίδια ώρα, στην ελληνική αγορά τα Νοτιοαφρικάνικα και τα Χιλιανά κρασιά, παρά την επιβάρυνση του κόστους τους λόγω μεταφοράς από την άκρη του κόσμου, πωλούνται φθηνότερα από τα ελληνικά, τα ψάρια σε μια χώρα που βρέχεται παντού από θάλασσα είναι Τουρκικής ή Αφρικανικής προέλευσης, ενώ το 85% (!) των κτηνοτροφικών προϊόντων που καταναλώνουμε, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα τον προηγούμενο αιώνα ήταν μια χώρα κτηνοτροφική, είναι πλέον σήμερα εισαγόμενα από τις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης.
 
Τα ίδια όμως συμβαίνουν και στον τριτογενή τομέα της οικονομίας και συγκεκριμένα στις δραστηριότητες του τουρισμού. Αν η σημερινή ύφεση και εκεί δεν ήταν δομική, τότε η ελληνική φύση θα έπρεπε να διατηρεί όλο εκείνο τον πλούτο που έκανε κάποτε την Ελλάδα ελκυστικό και περιζήτητο τουριστικό προορισμό. Μ’ άλλα λόγια η ύφεση θα ήταν πρόσκαιρη και θα οφείλονταν μόνο στη σημερινή συγκυρία της κρίσης. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Αυτό που για χρόνια θεωρήθηκε ανάπτυξη,  έφτασε να καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον και να υπερβεί τη φέρουσα ικανότητα της ελληνικής γης, αφαιρώντας με τον τρόπο αυτόν το πλέον σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, όσον αφορά τις δυνατότητες της οικονομικής της ανάπτυξης.

Έτσι, τα πανέμορφα ελληνικά νησιά έχουν πλέον αστικοποιηθεί, οι πάλαι ποτέ μαγικές παραλίες έχουν τσιμεντοποιηθεί και καταληφθεί από μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, τα δάση έχουν καεί, έχουν καταπατηθεί ή οικοπεδοποιηθεί, οι πηγές του νερού, τα ποτάμια και οι λίμνες έχουν στραγγίσει, η βιοποικιλλότητα απειλείται και διαρκώς φθίνει και το πάλαι ποτέ μοναδικό φυσικό περιβάλλον, που αποτελούσε το δυνάμει ισχυρό μας πλεονέκτημα για την προσέλκυση τουρισμού από όλο τον κόσμο, έχει σημαντικά υποβαθμιστεί. Η αυτοκαταστροφική τουριστική ανάπτυξη του μπετόν, του γκολφ και του… μπέικον τείνει να απαξιώσει εντελώς τα πάλαι ποτέ συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.

Αλλά και η πλούσια ιστορία, η παράδοση και ο πολιτισμός στη χώρα μας, αν δεν είχαν πλήρως απαξιωθεί και εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, θα αποτελούσαν σήμερα ισχυρό ανταγωνιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι των υπολοίπων τουριστικών προορισμών. Αν εξαιρέσει κανείς το Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα, που αποτελεί την πλέον σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, η περιφέρεια της χώρας με τους εκατοντάδες μοναδικούς ιστορικούς προορισμούς και τα εκατοντάδες μνημεία πολιτισμού, δεν είχε την τύχη μιας ανάλογης μεταχείρισης. Χάθηκε έτσι μια μεγάλη ευκαιρία περαιτέρω αξιοποίησης της πλούσιας αρχαιολογικής έρευνας, αλλά και των δυνατοτήτων της επιστήμης, της τεχνολογίας και της καινοτομίας, στην κατεύθυνση της ανάδειξης των αρχαιολογικών μας χώρων και των ιστορικών μνημείων. Μια επίσκεψη σε αναπτυγμένα κράτη χωρίς ιδιαίτερη ιστορία, σε σύγκριση τουλάχιστον με την Ελλάδα, με εργώδη όμως προσπάθεια ανάδειξής της μέσω ειδικών δομών και αξιοποίησης σύγχρονων τεχνολογικών και καινοτομικών εφαρμογών, αρκεί για να διαπιστωθούν οι χαμένες ευκαιρίες μιας χώρας που θα μπορούσε να ήταν σήμερα ολόκληρη ένα ζωντανό μουσείο κι ένας τόπος ανάδειξης της ελληνικής ιστορίας, του αρχαίου πνεύματος και του κλασσικού πολιτισμού.

Αν ακόμη υπήρχε στη χώρα μας ισόρροπη ανάπτυξη, εξ ίσου ισόρροπη θα έπρεπε να είναι και η κατανομή των προτιμήσεων των υποψηφίων φοιτητών στις διάφορες σχολές στις πανελλήνιες ή πανελλαδικές ή όπως αλλιώς κατά καιρούς μετονομάζονται, εισαγωγικές εξετάσεις. Αν λοιπόν αυτό συνέβαινε, θα βλέπαμε να ανεβαίνουν οι βάσεις και σε σχολές που οδηγούν σε επαγγέλματα συναφή με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα η αγροτική ανάπτυξη, η διατροφή, ο τουρισμός, ο πολιτισμός και το περιβάλλον. Αντίθετα, στη δική μας περίπτωση, περιζήτητες είναι σήμερα οι λεγόμενες δημοσιοϋπαλληλικές σχολές, όπως και οι αστυνομικές και οι στρατιωτικές, ενώ δεν προτιμώνται εκείνες που οδηγούν σε επαγγέλματα χρήσιμα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελλείμματος αναπτυξιακής διάστασης στην Παιδεία, αποτελεί άλλωστε η απουσία τριτοβάθμιων σχολών στις επιστημονικές περιοχές που αντιστοιχούν σε ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως η τουριστική ανάπτυξη και η μεσογειακή διατροφή.

Αν τέλος η Ελλάδα βρίσκονταν πράγματι σε τροχιά δυνάμει ανάπτυξης, θα επένδυε στο ανθρώπινο δυναμικό της, ενισχύοντας τους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας. Αντιθέτως, στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης η παιδεία αποτελεί προνομιακό θύμα της λιτότητας, αντιμετωπιζόμενη όχι ως προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ως περιττή δαπάνη στους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα της κρίσης, αντί πάση θυσία να συγκρατήσει στα σπλάχνα της το νέο και επιστημονικά εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, επιδιώκοντας να παρέχει ευκαιρίες εργασίας στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας στους νέους επιστήμονες, αιμορραγεί ακατάπαυστα, κατευθύνοντας, μέσω αυτού που ονομάστηκε brain drain, τους βασικούς συντελεστές μιας μελλοντικής αναπτυξιακής πορείας, δίκην φτηνών εργατικών χεριών, στις χώρες της δύσης που έχουν εμπειρία και γνώση αξιοποίησης εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Χωρίς ελπίδα επιστροφής σε μια χώρα χωρίς παραγωγή και γι αυτό και χωρίς ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη.

Όσο πιο πολύ όμως μεγαλώνει η λίστα των αν της ανάπτυξης, τόσο η επίτευξη του μεγάλου στόχου απομακρύνεται από τη σφαίρα των επιμέρους παρεμβάσεων και αγγίζει την ανάγκη συγκρότησης ενός βιώσιμου στρατηγικού σχεδιασμού, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου μιας αυτοτροφοδοτούμενης και ισόρροπης οικονομικής ανάπτυξης…

* Ο καθηγητής Γιάννης Μυλόπουλος είναι πρόεδρος  της Αττικό Μετρό ΑΕ