Η Ελεάνα Ελευθερίου, ψυχοθεραπεύτρια και κλινική θεραπεύτρια ψυχοσεξουαλικών διαταραχών, υπεύθυνη του ψυχολογικού τμήματος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου όπως και του Ινστιτούτου Γυναικείας Σεξουαλικής Υγείας, με αφορμή ένα συγκεκριμένο βίντεο που έκανε το γύρο του κόσμου (το οποίο βρίσκεται στο τέλος του άρθρου και προτείνουμε να το παρακολουθήσετε πρίν διαβάσετε παρακάτω…) μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για ένα υπαρκτό πρόβλημα ανά τον κόσμο: Τα πολλά πρόσωπα της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Ads

“Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας αποτελεί δομικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών και είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην ελληνική εργασιακή πραγματικότητα, που μέχρι πρόσφατα αποσιωπούνταν ή θεωρούνταν αμελητέο. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν αποτελούσε μόνο ελληνική πραγματικότητα αφού ακόμα και η Ευρωπαϊκή κοινότητα ξεκίνησε να ασχολείται με αυτό το μείζον, όπως δείχνουν οι αριθμοί , πρόβλημα μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 80 όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με Ψήφισμά του, ζήτησε από την αρμόδια Επιτροπή να συντάξει σχετική Οδηγία.

Μια από τις πρώτες έρευνες στις Η.Π.Α., πρωτοπόρο χώρα στη ποινικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης, έδειξε ότι το ποσοστό των ατόμων που είχε υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ανερχόταν στο 88%. Σε αντίστοιχες έρευνες στην Ευρώπη έως το 1997, το ποσοστό ανερχόταν στο 30 – 50%, ενώ σε μια αντίστοιχη έρευνα που διεξήχθη στην Ελλάδα το 2003, από το Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, το ποσοστό της σεξουαλικής παρενόχλησης ήταν 10%.

Κανένας λοιπόν και εμπεριστατωμένα πλέον δεν μπορεί να αρνηθεί  την ύπαρξη του προβλήματος που, παρά το γεγονός ότι αφορά και σε άνδρες, στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι πρόβλημα των γυναικών κάτι που αποδεικνύει ότι τα στερεότυπα και ο σεξισμός καλά κρατούν στη σημερινή κοινωνία.

Ads

Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί καταπάτηση των δικαιωμάτων του ατόμου στην εργασία του και αποτελεί πλήγμα για την ανθρώπινη και γενετήσια αξιοπρέπεια. Η υποτίμηση στην οποία υπόκειται ο εργαζόμενος ή ο συνάδελφος που παρενοχλείται σεξουαλικά, είτε αναφερόμαστε στο λόγο, την πράξη, το επίμονο βλέμμα που εστιάζεται σε συγκεκριμένες περιοχές, η δυσφορία αλλά και ο φόβος που νιώθει το άτομο, είναι αρκετά ώστε να επηρεαστεί η εργασιακή συμπεριφορά του, π.χ. να μειωθεί η παραγωγικότητα του, αλλά και να δημιουργηθούν πολυάριθμα ψυχικά συμπτώματα που με τη σειρά τους ενδέχεται να επηρεάσουν τη γενική ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του ατόμου όπως και τη συνολική ποιότητα ζωής του.

Συχνά τίθεται το ερώτημα  τι είναι σεξουαλική παρενόχληση και αν η βαρύτητα της καθορίζεται και από τη θέση του θύτη, όσο δηλαδή πιο υψηλή η θέση του ατόμου που παρενοχλεί, τόσο μεγαλύτερη η δύναμη, η ισχύς του και η επιρροή του ή αντίστοιχα η αυθαιρεσία, η ασυδοσία και η αίσθηση παντοδυναμίας του που του «επιτρέπει» να έχει ότι θέλει, είτε του «προσφέρεται» είτε το «αρπάζει». Σαφώς η εξουσία προάγει τέτοιες συμπεριφορές, βοηθά δηλαδή στην εκδήλωση τους, όμως δεν αποτελεί γενεσιουργό αιτία. Με απλά λόγια, η εξουσία αποτελεί το μέσο, για να ικανοποιηθεί μια προϋπάρχουσα επιθυμία πάνω στην οποία δομείται μια ολόκληρη συμπεριφορά.

Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική: είναι η θέση εξουσίας απαγορευτική ως προς την έκφραση θαυμασμού, το φλερτ ή και το ερωτικό βλέμμα; Οι ηγέτες δεν παύουν να είναι θνητοί με αδυναμίες και πάθη, που οφείλουμε να επισημάνουμε ότι συχνά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ενός πρότυπου, είτε λόγω απροσεξίας, είτε λόγω της αίσθησης ότι τα πάντα τους επιτρέπονται. Άραγε το ζητούμενο είναι ένα ερωτικό βλέμμα ή η σχεδόν συνολική αποδοχή μιας κοινωνίας ή ακόμα και ενός έθνους ως προς τις «ελευθερίες» ενός ηγέτη; Τελικά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ συντήρησης και απελευθέρωσης είναι ακόμα συγκεχυμένη, συχνά μετατοπίζεται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, ενώ οι αυτές καθ’ αυτές έννοιες ακόμα διαπλέκονται. Το βέβαιο είναι πως μπορεί η σεξουαλικότητα να είναι οικουμενικός όρος, η διάθεση της όμως είναι αποκλειστικό δικαίωμα του υποκειμένου προς το αντικείμενο και όχι το αντίστροφο.

Σε ότι αφορά τα ποσοστά της Ελλάδας, θα επισημάνουμε ότι η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα στην ελληνική εργασιακή πραγματικότητα. Η αποσιώπηση της ή δυσκολία διάκρισης της είναι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα και μάλλον καλύπτει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό.”