Η συνέντευξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ  στον Απόστολο Μαγγηριάδη ( Επίλογος,  ΕΡΤ 1)  ήταν από κάθε άποψη ενδιαφέρουσα . Και το μέρος που πατούσε σταθερά στο έδαφος και στο σημείο εκείνο που υπερίπτατο της πραγματικότητας. Η κριτική στην ΝΔ και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν πλήρης και τεκμηριωμένη . Θα έλεγε κάποιος ότι δεν είναι και δύσκολο στην κατάσταση που έχουν περιέλθει η ΝΔ και ο πρωθυπουργός.

Ads

Όμως για πρώτη φορά ήταν τόσο σαφής ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ. Φαντάζομαι δε πως συνειδητοποιούσε ότι όταν λέει ότι η ΝΔ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης «είναι το βαθύ κράτος» σε συνδυασμό με την αποστροφή της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά για «Μαξίμου ΑΕ», τα περιθώρια για προγραμματική συνεργασία με την ΝΔ εξανεμίζονται.

Πολύ λογικά από μέρους του πρόβαλλε εμβληματικές πρωτοβουλίες από την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όπως το ΑΣΕΠ και η Διαύγεια που έχουν ως αντίληψη και πρακτική, ενσωματωθεί στον προγραμματικό λόγο των περισσότερων προοδευτικών κομμάτων και οπωσδήποτε του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία .

Γενικότερα οι  αναφορές του – όσες μπορούσε στο πλαίσιο μιας τηλεοπτικής συνέντευξης – αναδείκνυαν ένα προγραμματικό πλαίσιο συζήτησης ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις , συμβατό με τις ανάγκες μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας. Ο αντικειμενικός και προβληματισμένος πολίτης εύκολα εντόπιζε τα σημεία σύμπτωσης ανάμεσα στον σημερινό προγραμματικό λόγο του Τσίπρα και του Ανδρουλάκη.

Ads

Έχοντας προφανώς συνείδηση αυτής της πραγματικότητας – που δεν είναι βέβαια άμοιρη πολιτικών συνεπειών – και της ανάγκης να παραμείνει στην γραμμή ίσων αποστάσεων ο Ανδρουλάκης σε κάθε αρνητική του αναφορά προς τον Μητσοτάκη κολλούσε και τον Τσίπρα ως συνυπαίτιο  για τις διαχρονικές παθογένειες της χώρας.

Εκτός από εκνευριστική, αυτή η προσέγγιση ήταν και εξόφθαλμα άδικη. Είπε ότι τα τελευταία 20 χρόνια το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε μόνο τρία (!) παραλείποντας τα χρόνια συγκυβέρνησης με την ΝΔ και πρόσθεσε ότι Μητσοτάκης και Τσίπρας βλέπουν το κράτος ως λάφυρο.

Πρώτον η μεταπολίτευση κρατάει περίπου μισό αιώνα και το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη κυβέρνησε μόνο του πάνω από  είκοσι χρόνια.. Δεύτερον ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε τεσσεράμισι δύσκολα μνημονιακά χρόνια, έκανε λάθη αλλά κράτησε την χώρα όρθια , δεν βούτηξε το χέρι του στο μέλι και είναι εξωφρενικό να προσπαθεί ο Ανδρουλάκης να τον συσχετίσει με το «βαθύ κράτος» η το «κράτος λάφυρο».

Στον δημόσιο λόγο μας αποφεύγουμε – και σωστά πράττουμε- να αναφερόμαστε στο πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ . Δεν θέλουμε να τορπιλίσουμε  τις προοπτικές μετεκλογικής συνεργασίας,  ξύνοντας πληγές. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν είναι μόνο η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το ΑΣΕΠ, τα ΚΕΠ και η Διαύγεια . Είναι και ο « αυριανισμός»,  οι πρασινοφρουροί στο κράτος , ο Τσοχατζόπουλος, η Καϊλή , η καταψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών για την οποία ακόμα  να κάνει την αυτοκριτική του.

Αν ανοίξουμε τώρα μια τέτοια συζήτηση θα δώσουμε ανάσες  στον Μητσοτάκη , στην ήττα του οποίου πρέπει να επικεντρωθούμε. Η κοινή προγραμματική βάση , η  ειλικρινής συνεργασία, ο αμοιβαίος έλεγχος και η συνεχής επαγρύπνηση θα είναι τα αντιβιοτικά  για την αποφυγή από  όλους μας σοβαρών σφαλμάτων του παρελθόντος. Και σε αυτό το σημείο η αντίληψη ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης είναι άμωμοι καθότι  προέκυψαν από παρθενογένεση δεν βοηθάει. Και κυρίως δεν πείθει.

Το κραυγαλέα αδύναμο σημείο της συνέντευξης ήταν οι μετεκλογικές συνεργασίες και ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στον σχηματισμό κυβέρνησης. Εκεί παρατηρήθηκε μια σκυταλοδρομία αντιφάσεων και αντικρουόμενων απόψεων. που σε μεγάλο βαθμό εδράζονται  στην προηγηθείσα άστοχη  ταύτιση Μητσοτάκη και Τσίπρα.

Το μόνο σαφές ήταν η απροθυμία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ ακόμα και να σκεφτεί την προοπτική δεύτερων εκλογών με ενισχυμένη, πλέον,  αναλογική. Ακούγεται λογικό με δεδομένο  ότι και οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές της κυβέρνησης μιλάνε πλέον για αμφίρροπη μάχη με μικρό προβάδισμα της ΝΔ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία βάσιμα πλέον ευελπιστεί σε άλμα πρώτης θέσης. Η πόλωση θα είναι  μεγάλη και όποιος αρνηθεί να δώσει λύση – ενώ μπορεί- αναπόφευκτα θα συμπιεστεί στην δεύτερη κάλπη.

Η λύση είναι απλή αλλά δύσκολη πλέον – όχι παρά ταύτα ανέφικτη- έτσι όπως χειρίζεται την υπόθεση ο Ανδρουλάκης. Απαιτείται  σαφές προγραμματικό πλαίσιο σε προοδευτική κατεύθυνση και η δήλωση ότι αρκεί η πολιτική συμφωνία επ αυτού  για την συγκρότηση κυβέρνησης. Αυτή είναι η στέρεη πολιτική βάση που ανοίγει τον δρόμο για σταθερή, βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Προϋποθέτει όμως αναγνώριση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην πρόοδο και την συντήρηση και αγκύρωση του ΠΑΣΟΚ στην προοδευτική πλευρά. Σε αυτή την περίπτωση χωρίς να υποτιμάται το ποσοστό κάθε μιας από τις δυνάμεις του προοδευτικού χώρου, μεγαλύτερη σημασία έχει το άθροισμα και ακόμα μεγαλύτερη η προγραμματική προσήλωση.

Αντί αυτών των πολιτικών προϋποθέσεων στην συνέντευξη του ο Νίκος Ανδρουλάκης έθεσε μόνο μια αριθμητική προϋπόθεση . Ισχυρό διψήφιο ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ. Και άντε το πήρε ξεπερνώντας την αριθμητική  δυσκολία της συγκυρίας και την εύλογη απαίτηση των ψηφοφόρων να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις προθέσεις κάποιου ώστε να τον ισχυροποιήσουν. Πως θα το αξιοποιήσει;

Γιατί σύμφωνα με αυτά που είπε στην συνέντευξη μόνος ορατός στόχος μετά το ισχυρό διψήφιο ειναι ο αποκλεισμός των Τσίπρα και Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία. Τραβώντας λίγο περισσότερο αυτή την συλλογιστική συμπεραίνουμε ότι ο Ανδρουλάκης θα συνεργαστεί με όποιο  κόμμα του κάνει το χατίρι να θυσιάσει τον αρχηγό του. Πολύ σατανικό για να βγει αληθινό.

Δεν υπάρχουν κόμματα, πολιτικές και προγράμματα , παρά μόνο πρόσωπα που αν παραμεριστούν όλα πλέον ρυθμίζονται επωφελώς για τον λαό.  Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει η ΝΔ στην απελπισία της αλλά εμείς δεν βλέπω να συμμεριζόμαστε τέτοιες απολίτικες προσεγγίσεις. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του και   ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία έρθει πρώτο κόμμα  και το ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ πάρει 14 % τότε για να σχηματιστεί κυβέρνηση θα απαιτήσει την απομάκρυνση του Τσίπρα. Αν πάρει 9,5% τότε θα παραμείνει στην αντιπολίτευση , αποδεχόμενος προφανώς το ρίσκο μιας δεύτερης κάλπης σε αντίθεση με όσα αρχικά έλεγε για την ανάγκη να τελειώνουμε την πρώτη Κυριακή. Αν τώρα πάρει 10,5%, δηλαδή μη ισχυρό διψήφιο , τι γίνεται; Όταν η πολιτική υποκαθίσταται από την αριθμητική τα πράγματα περιπλέκονται.

Προτείνω, λοιπόν, να τα ξεχάσουμε όλα αυτά, να τα θεωρήσουμε ασκήσεις επι χάρτου και τίποτε περισσότερο. Και να επανέλθουμε στο γήπεδο της πολιτικής. Που απαιτεί καθαρές και εφικτές λύσεις χωρίς περικοκλάδες. Δηλαδή προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας από την κάλπη της απλής αναλογικής. Τόσο απλά και τόσο εφικτά πλέον.

* Ο Νίκος Μπίστης είναι μέλος  της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και Συντονιστής Πολιτικού Σχεδιασμού του κόμματος.