Η διαχείριση του προσφυγικού κινδυνεύει να γίνει boomerag για την κυβέρνηση. Να δώσει την ευκαιρία σε πολιτικούς της αντιπάλους να μιλήσουν για μία ακόμη διάσταση λόγων και έργων, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν έχει γραμμή πλεύσης στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Ότι δεν έχει χαράξει μία στρατηγική ικανή να δώσει μακροπρόθεσμα λύση προς την κατεύθυνση της προστασίας και της ενσωμάτωσης προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Και το κυριότερο, να απολέσει κοινωνικούς της συμμάχους, ανατρέποντας έναν βασικό πυλώνα μιας αριστερής πολιτικής που ανέκαθεν υπερασπιζόταν τις ασθενέστερες και ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Αυτό, άλλωστε, ήταν και εξακολουθεί να είναι το προνομιακό πεδίο δράσης της αριστεράς: ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρώτα οι Άνθρωποι και μετά… όλα τ΄ άλλα.

Ads

Υπό το πρίσμα αυτό αν η υπογραφή του μνημονίου θεωρείται απόρροια έντονων πιέσεων και εκβιασμών που άσκησαν οι ευρωπαϊκές ελίτ, και συνεπώς δικαιολογείται η όποια αναδίπλωση μιας αριστεράς, που μάχεται, αλλά και «μελαγχολεί», στην περίπτωση του  προσφυγικού η κυβέρνηση με κύριο κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ εκτίθεται. Και αυτή τη φορά χωρίς άλλοθι.
 
Απειρία και ενδοκυβερνητικές διαμάχες

Και εξηγούμαι. Δεν είναι μόνον η ικανότητα, η αδυναμία ή/και απειρία στη διαχείριση ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα. Η ένταση των προσφυγικών ροών είναι τόσο ισχυρή που θα προκαλούσε προβλήματα ακόμη και σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βρετανία ή η Γερμανία, που διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές (στέγη, τεχνική υποστήριξη για εξέταση αιτήσεων παροχής ασύλου, εξειδικευμένο προσωπικό, κλπ.).
Ούτε οι άθλιες στις περισσότερες περιπτώσεις συνθήκες διαβίωσης προσφύγων στους καταυλισμούς. Η επιλογή των χώρων, παίρνοντας υπόψη τις αρχικές αντιδράσεις ορισμένων δημάρχων, θα μπορούσε πράγματι να ήταν καλύτερη με βάση την εμπειρία της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες και ό,τι ορίζουν διεθνείς κανόνες για τη δημιουργία κέντρων υποδοχής ή μετεγκατάστασης.

Η επιλογή, όμως, έγινε αποκλειστικά από το στρατό, δηλαδή το υπουργείο Άμυνας και όχι από το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής το οποίο ενώ είναι το καθ΄ ύλην αρμόδιο, εκ των υστέρων ενημερωνόταν, χωρίς το ίδιο να έχει ουσιαστικό λόγο. Βεβαίως είναι αλήθεια ότι ο στρατός με το προσωπικό και το μηχανισμό που διαθέτει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έπραξε και πράττει ό,τι είναι δυνατόν για να μετατρέψει λασπότοπους και εγκαταλελειμμένα κτίρια σε χώρους όπου μπορούν να ζήσουν άνθρωποι.

Ads

Τα προβλήματα, όμως, στους καταυλισμούς παραμένουν ακόμη κι αν φτάσουν στο επίπεδο εκείνου των Διαβατών, που θεωρείται «ξενοδοχείο πέντε αστέρων».

Και στο ερώτημα γιατί δεν αξιοποιήθηκαν άλλοι περισσότερο κατάλληλοι χώροι, γιατί δεν ελήφθη υπόψη η γνώμη του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, η απάντηση είναι εύλογη. Ο καθ΄ύλην αρμόδιος υπουργός δεν διαθέτει επαρκές προσωπικό, ούτε το υπουργείο του τις κατάλληλες υποδομές, ενώ οι σχέσεις του κ. Μουζάλα με τον υπουργό Άμυνας από καιρό –πριν ακόμη ο κ. Καμμένος ζητήσει την παραίτησή του- ήταν ψυχρές.

Μια ενδοκυβερνητική, συνεπώς, διαμάχη οδηγεί σε λανθασμένες μη αναστρέψιμες κινήσεις που επηρεάζουν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων.
 
Από τους «λαθρομετανάστες» στους πρόσφυγες

Το πρόβλημα δεν είναι μόνον η απουσία μηχανισμών παροχής ασύλου και η υποκριτική στάση της μείζονος αντιπολίτευσης. Οι κορώνες περί ανθρωπισμού της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, όπως και οι καταγγελίες τους για την κατάσταση που επικρατεί στην Ειδομένη είναι προφανώς υποκριτικές και απευθύνονται σε αμνήμονες.

Αν σε κάτι έφταιξε η πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, που βρέθηκε στο στόχαστρο της κριτικής από πολλές πλευρές δεν ήταν τόσο οι πολιτικοί της χειρισμοί στη διαχείριση των προσφυγικών ροών όσο η αδυναμία της να διαχειριστεί επικοινωνιακά το θέμα. Διότι η ίδια και ο διάδοχός της ακολουθούν την πολιτική των ανοικτών συνόρων. Όχι αυτή του «μπάτε σκύλοι, αλέστε» όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση, αναφερόμενη στην κυβερνητική πολιτική, αλλά εκείνη που απορρέει από το δεσμευτικό κείμενο της Συνθήκης της Γενεύης, σύμφωνα με την οποία η χώρα άφιξης υποχρεούται να παρέχει προστασία στους πρόσφυγες.

Υπενθυμίζω ότι ήταν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ που «έγραψαν στα παλαιά τους υποδήματα» το Προσφυγικό Δίκαιο. Ήταν αυτές οι κυβερνήσεις που για δύο δεκαετίες εφάρμοζαν την πολιτική των άτυπων επαναπροωθήσεων, της μη παροχής ασύλου, των χιλιάδων παράνομων απελάσεων, των επιχειρήσεων-σκούπα της αστυνομίας, της κράτησης προσφύγων σε άθλιες συνθήκες σε κρατητήρια, της βάναυσης κακομεταχείρισης των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, προσφύγων, γυναικών θυμάτων trafficking ακόμη και ασυνόδευτων παιδιών.

Στο πρόσφατο παρελθόν η Ελλάδα κατείχε σε όλη την Ευρώπη το αρνητικό ρεκόρ στην παροχή ασύλου σε ποσοστό κάτω του 0,005%. Για χρόνια εκκρεμούσαν οι ελάχιστες αιτήσεις παροχής ασύλου και ο διεθνής Τύπος καυτηρίαζε τη στάση των ελληνικών αρχών. Η Αθήνα είχε επανειλημμένα καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είτε για βάναυση κακομεταχείριση προσφύγων, είτε γιατί δεν διέθετε αποτελεσματικό σύστημα ασύλου. Γεγονός, άλλωστε, που το Φεβρουάριο του 2011 οδήγησε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες να σταματήσουν την επιστροφή των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτούντες άσυλο που μεταφέρονται στην χώρα μας, βάσει του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ», αντιμετώπιζαν κίνδυνο για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τώρα υποτίθεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Από μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ είναι εύλογο να περιμένει κανείς μία διαφορετική αντιμετώπιση έστω κι αν η μικρή του συνιστώσα «δεν τάχει καλά» με τους ξένους.
Πράγματι δεν είναι καθόλου αμελητέο επί της ουσίας και σε συμβολικό επίπεδο ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που φεύγουν διωγμένοι από τις εστίες τους λόγω πολέμου δεν χαρακτηρίζονται πλέον -με εξαίρεση ακροδεξιούς πολιτικούς, φασιστοφυλάδες και αμετανόητους δημοσιογράφους- ως «λαθρομετανάστες», αλλά, όπως πράγματι είναι, δηλαδή πρόσφυγες. Είναι αυτονόητο ότι ο όρος «λαθρομετανάστης» απαξιώνει την προσωπικότητα του διωχθέντος από την πατρίδα του, εξομοιώνοντάς τον με εγκληματία, ενώ ο όρος πρόσφυγας ξυπνά μνήμες της δικής μας προσφυγιάς.

Το θέμα έχει την ηθική και νομική του διάσταση. Στο επίπεδο της ηθικής, των αξιών η κυβέρνηση συνέβαλε στην αλλαγή στάσης πολλών εξ΄ημών. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, χάρη και στην πολιτική  προσέγγισης των προσφύγων εκ μέρους της κυβέρνησης, άλλαξε στάση έναντι των κατατρεγμένων.

Οι ξενόφοβοι Έλληνες, σύμφωνα με όλες τις ευρωπαϊκές εκθέσεις, από εκείνη του αείμνηστου καθηγητή Ευρυγένη για το Ευρωκοινοβούλιο (1985) μέχρι την έκθεση του Ιδρύματος Χάϊνριχ Μπελ (2014), εκδήλωσαν απλόχερα τη φιλοξενία τους, προσφέροντας «γη και ύδωρ» στους πρόσφυγες. Το ίδιο έπραξαν εθελοντές, αλληλέγγυοι και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Το κλίμα έχει αλλάξει άρδην.

Σε ό,τι αφορά τη νομική διάσταση, η οποία υπαγορεύεται από τη Συνθήκη της Γενεύης και άλλα Πρωτόκολλα για το Προσφυγικό Δίκαιο που έχει υπογράψει η χώρα μας, αναγνωρίζεται πλέον έμπρακτα στους πρόσφυγες το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση παροχής ασύλου εφόσον το δικαίωμα αυτό, από νομικής πλευράς, είναι ατομικό. Για να χαρακτηριστεί δηλαδή κάποιος ως πρόσφυγας δεν αρκεί η χώρα προέλευσής του να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση ή να διώκονται εκεί οι πολιτικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα, αλλά θα πρέπει και ο ίδιος να αιτιολογήσει τους λόγους της φυγής του.

Σε κάθε περίπτωση μέχρι να εξεταστεί η υπόθεσή του η χώρα υποδοχής, η Ελλάδα, οφείλει να τον προστατέψει και όχι να τον στείλει στον Καιάδα (αρχή της μη επαναπροώθησης).
 
Οι επιπτώσεις του αμφιλεγόμενου ευρω-τουρκικού deal

Και εδώ οι καλές προθέσεις ανατρέπονται από τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης Τουρκίας. Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει σ΄αυτήν τη συμφωνία, η οποία μπορεί να θεωρήθηκε ο καλύτερος συμβιβασμός, αλλά θυμίζει τη Συνθήκη των Σεβρών, που ουδέποτε εφαρμόστηκε, καθώς τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των χωρών που την είχαν υπογράψει οδήγησαν στην ακύρωσή της.

Η δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης για πρόσφυγες στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που παραπέμπουν σε στρατόπεδα τύπου Αμυγδαλέζας, η επαναπροώθηση δικαιούχων διεθνούς προστασίας με βάση την εξίσωση «ένας φεύγει πίσω, ένας έρχεται στην ΕΕ», τα πολλά ερωτηματικά για το αν θα υπάρξουν οι κατάλληλες υποδομές στην χώρα μας και αν θα τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες στην αίτηση παροχής ασύλου, λόγω πίεσης χρόνου, πόσο μάλλον που ενόψει του καλοκαιριού αναμένεται να αυξηθεί πάλι ο αριθμός των προσφύγων που θα φθάσει στα ελληνικά νησιά, η πεποίθηση ότι η Τουρκία «βαπτίστηκε» ασφαλής χώρα ώστε να διώχνονται εκεί οι πρόσφυγες τη στιγμή που όχι μόνον εκθέσεις ανεξάρτητων διεθνών οργανισμών, αλλά και της ίδιας της ΕΕ, πέραν των καταγγελιών για παραβιάσεις στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωρούν ότι η χώρα αυτή έχει έλλειμμα δημοκρατίας και συνεπώς δεν είναι ασφαλής για τη μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων, η άρνηση κρατών μελών της ΕΕ να δεχθούν έστω και ελάχιστους πρόσφυγες αναλογικά με τον πληθυσμό τους, στηριζόμενοι στην απόφαση που κάνει λόγο για εθελοντική συμμετοχή στην επίλυση του προσφυγικού, και τέλος η άτυπη σύνδεση του προσφυγικού με την αξιολόγηση , χωρίς κανείς να είναι σε θέση να διαβεβαιώσει ότι θα φέρει καρπούς, οδηγεί αβίαστα στα εξής συμπεράσματα:

Πρώτον, η εφαρμογή της συμφωνίας είναι απάνθρωπη για τους ίδιους τους πρόσφυγες. Όπως επισημαίνει η Διεθνής Αμνηστία και έδειξε με την απόφασή της ν΄ αποσυρθεί από τα κέντρα υποδοχής η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, «η ανταλλαγή προσφύγων είναι αποκρουστική και αγνοεί ολοκληρωτικά τους ανθρώπους που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης».

Δεύτερον, θα ενισχυθούν τα δίκτυα διακίνησης και η εμπορία ανθρώπων καθότι η δύναμη της απόγνωσης είναι ισχυρότερη όλων. Θα χειροτερέψουν παράλληλα οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, και θ΄αυξηθεί ο αριθμός των νεκρών στην προσπάθεια να φτάσουν στον προορισμό τους.

Τρίτον, με την υπογραφή της συμφωνίας, η ΕΕ παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, τη Συνθήκη της Γενεύης και τα Πρωτόκολλα που η ίδια έχει υπογράψει για την προστασία όσων δικαιούνται διεθνή προστασία.
Όλα αυτά γίνονται κουρελόχαρτα που αναφέρονται μόνο για το θεαθήναι, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια όσων ενδέχεται να αντιδράσουν, δυναμιτίζοντας ακόμη περισσότερο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που στηρίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης. Οι επιπτώσεις από αυτές τις παραβιάσεις θα είναι μεγάλες, χωρίς ν΄ αποκλείεται η προσφυγή σε διεθνή δικαστήρια.

Τέταρτον, η συμφωνία για τους προαναφερόμενους λόγους εκθέτει την ελληνική κυβέρνηση, εγκλωβίζοντάς την σε μία αδιέξοδη πολιτική, η οποία χωρίς να εγγυάται την επίλυση του προσφυγικού, την εκθέτει έναντι όσων, –και τμήμα ψηφοφόρων της αριστεράς- υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήδη η δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης έχει προκαλέσει αλγεινή εντύπωση σε υποστηρικτές της κυβέρνησης εντός και εκτός συνόρων και κακεντρεχή μειδιάματα σε αντιπάλους της.
 
Αδικαιολόγητο χτύπημα και στις ΜΚΟ

Και ως να μην έφτανε αυτό η κυβέρνηση αντί να χαράξει μια στρατηγική με τη συμμετοχή φορέων που έχουν γνώση και εμπειρία σε θέματα διαχείρισης προσφυγικών ροών, θέτοντάς την υπόψη του ελληνικού λαού ώστε να γνωρίζει «πού πατά και πού βαδίζει» κατακεραυνώνει ΜΚΟ που δήθεν εξωθούν τους πρόσφυγες της Ειδομένης σε απέλπιδες κινήσεις. Λες και δεν είναι αρκετό το τηλεφώνημα ενός πρόσφυγα που πέρασε στην άλλη πλευρά από κάποιο αφύλακτο πέρασμα για να κινητοποιήσει εκατοντάδες άλλους που στοιχειώνουν στα κλειστά σύνορα της Ειδομένης.

Με αφορμή την απόπειρα απεγνωσμένων ανθρώπων να περάσουν από την Ειδομένη στην ΠΓΔΜ πριν μερικές μέρες ο πρωθυπουργός εστράφη εναντίον κάποιων άγνωστων που δρουν υπό το μανδύα ΜΚΟ.

Στο ίδιο μήκος κύματος μίλησε προχθές σε ραδιοφωνικό σταθμό και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, αναφερόμενος πάλι σε φήμες για δήθεν άνοιγμα των συνόρων, που εκπορεύονται από κάποιους οι οποίοι παραπληροφορούν τους πρόσφυγες. Για να δώσουν αμφότεροι έτσι την ευκαιρία σε main stream αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης να κατακεραυνώσουν τις ΜΚΟ χωρίς στοιχεία, δίχως αποδείξεις. Μια τακτική που είχε καταδικαστεί από τον Ουμπέρτο Έκο, όταν επισήμανε πώς μια ελλιπής περιγραφή ενός προσώπου που εμπλέκεται σε μια αξιόποινη πράξη μπορεί να οδηγήσει στην ενοχοποίηση όλων όσων του μοιάζουν.

Αν αυτή η προσέγγιση αποτελεί σαφή παραβίαση κανόνων δεοντολογίας για τα εν λόγω μέσα, για την ελληνική κυβέρνηση είναι πολιτικό ατόπημα στο βαθμό που με τη στάση της χάνει κοινωνικούς σύμμαχους. Αυτούς που έβγαλαν τα κάστανα από τη φωτιά της Ειδομένης, αυτούς που κάνουν τη βρώμικη δουλειά σε χώρους όπου το κράτος υπολειτουργεί ή λάμπει δια της απουσίας του.

Οι ΜΚΟ έχουν «όνομα και επίθετο», όπως και οι αλληλέγγυοι. Αν η κυβέρνηση έχει στοιχεία ότι κάποιοι επώνυμοι ή ανώνυμοι εθελοντές υποκινούν τους πρόσφυγες μπορεί να τους κατονομάσει και η Δικαιοσύνη ν΄ασκήσει διώξεις για «διασπορά ψευδών ειδήσεων» και «διατάραξη κοινωνικής γαλήνης».

Αλλιώς ρίχνει λάδι στη φωτιά των αντιπάλων της και κινδυνεύει να χάσει κι άλλα κοινωνικά ερείσματα. Είναι χτυπήματα κάτω από τη ζώνη που θυμίζουν εκείνο το «πάρε με στο γάμο σου, να σου πω και του χρόνου».
 
* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και ντοκιμενταρίστας. Διετέλεσε Διευθυντής στην ΕΡΤ3 και ανταποκριτής στην Ελλάδα για 35 χρόνια της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto.