Δεν προξενεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι, για μια ακόμη φορά, ένα ζήτημα τέτοιας κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου, κατέληξε αντικείμενο μικροπολιτικών συναλλαγών, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής αριθμητικής. Άλλωστε, σε ό,τι αφορά κάποιες επιμέρους πτυχές της επίμαχης μεταρρύθμισης, με πρώτη και καλύτερη την κατάργηση (ή έστω τη δραστική μείωση) του «εκτρωματικού» μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, υπήρχε τα τελευταία χρόνια σύμπτωση απόψεων στο μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Κανείς όμως για πολύ καιρό δεν έκανε το βήμα να ανοίξει την κουβέντα, προκειμένου κάποιες έστω αλλαγές να γίνουν πραγματικότητα.

Ads

Μια ακόμη ανεξήγητη «αυταπάτη»

Για να μην κρυβόμαστε, η προοπτική ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με τη θεωρούμενη συνακόλουθη κατάργηση της μνημονιακής λιτότητας, θόλωσε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική κρίση πολλών επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Κοινώς επεκράτησε η λογική «κάτσε τώρα να να χρησιμοποιήσουμε το μπόνους για να καταργήσουμε τα μνημόνια και μετά βλέπουμε». Το πόσο υπεραπλουστευτική ήταν αυτή το απέδειξε τελικώς η σκληρή πραγματικότητα: ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε εν μια νυκτί από συνασπισμός δυνάμεων κόμμα για πάρει το μπόνους, τα μνημόνια όμως όχι απλά δεν αποτέλεσαν παρελθόν, αλλά αντιθέτως η πριμοδότηση των 50 εδρών ήρθε να «επιβραβεύσει» εμμέσως στις εκλογές του Σεπτέμβρη τη μνημονιακή συνθηκολόγηση Τσίπρα-Καμμένου.

Πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου το μόνο στοιχείο που θεωρείται δεδομένο πια στο δημόσιο βίο είναι η καχυποψία. Και σε αυτό το κλίμα κάθε απόπειρα για ουσιαστικές δημοκρατικές τομές θεωρείται μάλλον αδύνατη.
Ενώπιον ενός πολιτικού παραλογισμού

Ads

Κάπως έτσι λοιπόν παρατηρούνται διάφορα λογικά άλματα όσον αφορά στη συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και θέλει να ισχυρίζεται πως είναι υπέρ της απλής κι ανόθευτης αναλογικής, δείχνει να επιμένει πεισματικά στην διατήρηση του ορίου του 3% για την είσοδο στη Βουλή.  Επειδή όμως αυτό που προτείνουν δεν είναι ακριβώς ούτε απλή ούτε ανόθευτη αναλογική, αναγκάζονται να επιδίδονται σε διάφορους ακροβασίες, όπως η «σαλαμοποίηση» του προτεινόμενου εκλογικού νόμου, μήπως και βρεθούν οι 200 ψήφοι για να εφαρμοστεί από τις επόμενες εκλογές.

Από την άλλη, η ΝΔ βρήκε νέο πεδίο αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του «ιερού πολέμου» που έχει κηρύξει στην κυβέρνηση. Ισχυρίζεται δε πως με την με την κατάργηση του μπόνους στο πρώτο κόμμα η χώρα θα βρεθεί προ του θανάσιμου κινδύνου της κυβερνητικής αστάθειας. Ίσως θα ήταν χρήσιμο βέβαια για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ανατρέξει στα πεπραγμένα «σταθερότατων» κυβερνήσεων, όπως εκείνες των Σημίτη, Καραμανλή, αλλά και του Γιώργου Παπανδρέου, μπας κι αντιληφθεί πως το εν λόγω επιχείρημα δεν «πολυπερπατάει».

Από εκεί και πέρα, δεν είναι δυνατό να μην αναγνωρίσει κανείς κάποιες εξόχως προβληματικές πτυχές της όλης διαδικασίες. Γιατί όταν στο Μέγαρο Μαξίμου ποντάρουν στην αφύπνιση των «δημοκρατικών ευαισθησιών» του ΠΑΣΟΚ (μην ξεχνάμε ότι θέσπισε πρώτο την ενισχυμένη αναλογική) ή του Ποταμιού, αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Πολλώ δε μάλλον, κανείς δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος, όταν υπάρχει ο κίνδυνος να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας η Χρυσή Αυγή.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι απέχουμε πολύ από μια πραγματική δημοκρατική τομή, ακόμη κι αν εν τέλει βρεθεί τρόπος να καταργηθεί το μπόνους των 50 εδρών. Ας μην ξεχνάμε πως όσο διαιωνίζεται το μνημονιακό καθεστώς στην Ελλάδα, έχουμε πολλά ακόμη «παράλογα» να δούμε στη δημοκρατία μας.

ΥΓ: Όσες φορές η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως πρόεδρος της Βουλής έθεσε το ζήτημα της συμμετοχής των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δέχτηκε εντονότατες επιθέσεις από εχθρούς και φίλους. Όταν ο Νίκος Βούτσης με τη ίδια ιδιότητα δήλωσε (αυτονοήτως) ότι «όλες οι ψήφοι μετράνε το ίδιο σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία» είναι Τετάρτη βράδυ. Είναι κι αυτές οι ρημάδες οι συγκυρίες…