Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών, συμπεριλαμβάνεται σε εκείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που δε δίστασε να εκφράσει δημοσίως πολύ αρνητική άποψη για τους δημοσιογράφους. Στο βιβλίο του «Χαμένες ψευδαισθήσεις» περιγράφει μάλιστα με τα πιο μελανά χρώματα το επίπεδο της δημοσιογραφίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντάς την ως «την πιο ολέθρια μορφή πνευματικής πορνείας». Είναι εύλογο πολλοί να διαφωνήσουν με αυτήν την ομολογουμένως ακραία θέση του Γάλλου συγγραφέα, όμως αν ο ίδιος μπορούσε να παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σημαντική μερίδα των ΜΜΕ στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ίσως και να αισθανόταν δικαιωμένος.

Ads

Δεν αναφέρομαι απλά στο όργιο ακραίας παραπληροφόρησης, το οποίο δείχνει να έχει φτάσει  στο αποκορύφωμα του τα χρόνια του Μνημονίου. Υπάρχει κι η πτυχή που έγινε ευρέως γνωστή ως «δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας». Αυτή είναι άλλωστε που την τελευταία εικοσαετία έχει αναδείξει αρκετούς τηλεοπτικούς αστέρες, αλλά και κάποιους μιντιάρχες.

Το ζήτημα ήρθε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια με αφορμή την αξιοπρεπέστατη, δημόσια απάντηση που έδωσε ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, με αφορμή το νέο γύρο μυθευμάτων όσον αφορά στην προσωπική του ζωή. Το πρόβλημα είναι πως η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου, το οποίο εξακολουθούμε να κάνουμε πως δε βλέπουμε.

Κι αυτό, γιατί πολύ απλά έχουμε μπροστά μας μια κοινωνία που είχε επί χρόνια εθιστεί σε τέτοιο βαθμό σε αυτό το φαινόμενο, ώστε της είναι πλέον πολύ δύσκολο να απεξαρτηθεί. Να θυμηθεί κανείς τις γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Παπανδρέου στα εξώφυλλα της Αυριανής, τις κρυφές κάμερες του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου στο κρεβάτι του Στέφανου Κορκολή ή  τις εκπομπές σχετικά με την ερωτική ζωή του Μιχάλη Ασλάνη; Ή μήπως να ανασύρουμε από τη μνήμη μας το πολιτικό παιχνίδι που παίχτηκε με επίκεντρο την υπόθεση Ζαχόπουλου, η οποία παραλίγο να έχει τραγική κατάληξη μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού;

Ads

Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω νοσηρή κατάσταση έχει αφήσει εμφανή σημάδια στον τρόπο που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος. Ίσως όχι με την τραχύτητα που συνέβαινε παλιότερα, αλλά η χρησιμοποίηση προσωπικών δεδομένων βρίσκεται συχνά-πυκνά στο επίκεντρο της υποτιθέμενης επιχειρηματολογίας και μάλιστα από όλες ανεξαιρέτως τις αντιπαρατιθέμενες πλευρές.

Από την άλλη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δε διστάζουν να βγάλουν προς τα έξω οικειοθελώς ακόμη κι ευαίσθητες πτυχές της προσωπικής τους ζωής, αναζητώντας λίγο παραπάνω χρόνο δημοσιότητας. Δεν είμαι πολύ βέβαιος κατά πόσο όλοι οι παραπάνω αντιλαμβάνονται πως με τον τρόπο τους ρίχνουν «νερό στο μύλο» του μιντιακού κανιβαλισμού.

Το πρόβλημα, με αυτά τα δεδομένα, ούτε αφορά το χθες ούτε έχει να κάνει με «κάποια περιθωριακά ΜΜΕ», όπως θέλουν να ισχυρίζονται αρκετοί. Ας μην παραβλέπουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του φιλοθεάμονος κοινού είναι απολύτως εξοικειωμένο με το «viral κιτρινισμό» (όπως σωστά τον χαρακτηρίζει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης), που του σερβίρεται σε καθημερινή βάση. Κι ας μην ξεχνάμε επίσης ότι υπάρχει ένα μέρος του πολιτικού κόσμου που αρέσκεται να συζητάει με όρους κλειδαρότρυπας.

Κάπου εδώ πάντως είναι προφανές πως υπάρχει ένα μεγάλο στοίχημα, τόσο για το χώρο της δημοσιογραφίας όσο και για το κοινωνικό σύνολο ευρύτερα. Είναι κι εκείνα τα λόγια ενός εκ των ηρώων του Μπαλζάκ στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», τα οποία σε μεγάλο βαθμό ακούγονται πια προφητικά: «Θα δούμε τις εφημερίδες», λέει, «που διευθύνονται κατ’ αρχήν από έντιμους ανθρώπους, να πέφτουν αργότερα στα χέρια των πιο μέτριων, που έχουν την υπομονή και την προστυχιά της γομολάστιχας, που τους λείπουν τα σωστά μυαλά, ή των μπακάληδων που έχουν λεφτά ν’ αγοράσουν πέννες». Άντε να τον διαψεύσεις τώρα…