Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα του προλόγου του νέου βιβλίου του Δημήτρη Χριστόπουλου “Στο ρίσκο της κρίσης-Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Ads

Οι βασικές ιδέες είναι μάλλον απλές: Πρώτον, βιώνουμε μια συγκυρία υψηλού πολιτικού ρίσκου. Δεύτερον, η δομική οικονομική κρίση που ζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ακουμπά τους θεσμούς και εκφυλίζει το πολίτευμα. Τρίτον, απέναντι στα παραπάνω, ενδείκνυται η επεξεργασία μιας πολιτικής στρατηγικής υπέρβασης από την Αριστερά των δικαιωμάτων.

Ξεκινώ από το τέλος: ως Αριστερά των δικαιωμάτων αντιλαμβάνομαι τον πολιτικό χώρο που διαλέγει το μέρος του αδύναμου στην εγγενή κοινωνική αντίθεση, ταυτόχρονα, όμως αποδίδει αυτοτελή πολιτική και αξιακή σημασία στα δικαιώματα όλων των νομικών υποκειμένων, όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη θέση τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Επιλέγω το μέρος του αδύναμου δεν συνεπάγεται, βέβαια, ότι ο αδύναμος –αδύναμος είτε από την άποψη του πολιτικού κύρους είτε της οικονομικής εξουσίας– έχει πάντα δίκιο επειδή είναι αδύναμος. Και αυτός πρέπει διαρκώς να τίθεται υπό τη βάσανο της κριτικής, ειδάλλως θα μένει μονίμως ανήλικος και ανώριμος, αδύναμος ων, υπό την πατερναλιστική προστασία αυτών που φέρονται πως τον εκφράζουν.

Ads

Επιπλέον, σπάνια κάποιος είναι ο απολύτως αδύνατος, άρα σχεδόν πάντοτε υπάρχει κάποιος πιο ανίσχυρος από τον άλλο, όποτε η όλη συζήτηση σχετικοποιείται. Σίγουρα, πάντως, διεξάγεται με όρους σχέσεων εξουσίας, είτε σε συλλογικότητες είτε απλώς σε ανθρώπινα σώματα. Ήτοι, η κοινωνία δεν μπορεί να λύνει τα προβλήματά της μόνο με συναινέσεις, αλλά, κυρίως, με ρήξεις, στην πραγμάτωση των οποίων οι μείζονες κοινωνικές αντιθέσεις παίζουν τον ρόλο τους.

Επιλέγω το μέρος του αδύναμου, λοιπόν, σημαίνει ότι μάχομαι για την πολιτική και κοινωνική του επιβίωση, επεξεργάζομαι στρατηγικές ισοελευθερίας –διότι ισότητα και ελευθερία πάνε μαζί– αλλά συνάμα αφήνω ένα πεδίο άβατο σε έναν ζωτικό χώρο δικαιωμάτων που έχει ο καθένας, ό,τι και να είναι, ακόμη και ορκισμένος αντίπαλος.

Στην εγγύηση των δικαιωμάτων αυτών το κράτος έχει κομβικό ρόλο. Ναι, το αστικό κράτος, ως πολιτική συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων εξουσίας, αλλά και ως μηχανισμός εγγυήσεων των δικαιωμάτων μας. Ας μην ξεχνάμε ότι, σε κρίσιμες παρελθούσες στιγμές της ελληνικής μεταπολίτευσης, η συμπύκνωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση μιας κουλτούρας συνταγματικών εγγυήσεων, η οποία σήμερα αποσαθρώνεται μαζί με την κατακρήμνιση εγγυητικών των θεσμών. Τις εγγυήσεις αυτές τις υπερασπιζόμαστε σαν κόρη οφθαλμού. Υπ’ αυτή την έννοια, είμαστε και με το κράτος και εναντίον του.

Η Αριστερά των δικαιωμάτων, λοιπόν, αναγνωρίζει το αγωνιστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας ενάντια σε στατικές και φορμαλιστικές αναγνώσεις, διαλέγει το στρατόπεδο που είπαμε στην ταξική πάλη –διότι αλλιώς δεν είναι Αριστερά–, αλλά συνάμα αξιοποιεί στο μέγιστο την κληρονομιά του πολιτικού φιλελευθερισμού. Την κληρονομιά αυτή θα πρέπει να την ακολουθεί με συνέπεια, όχι μόνο όταν ο οικονομικός φιλελευθερισμός διαλύει τον πολιτικό φιλελευθερισμό όπως σήμερα, αλλά κατεξοχήν στις μικροσυγκυρίες –χρονικά και θεματικά– της πολιτικής της ηγεμονίας. Έτσι δοκιμάζεται η πολιτική εντιμότητα, η σοβαρότητα και η ωρίμανσή της. Αυτά δηλαδή που κατεξοχήν διακυβεύονται σήμερα, που όλα τα φώτα πέφτουν επάνω της, κι έτσι οι ανεπάρκειες και οι κακοτεχνίες φαίνονται και είναι πιο ενοχλητικές, ακόμα και καθοριστικές.

Σε μια τέτοια Αριστερά, λοιπόν, η αυτοκριτική αποκτά σημαίνοντα λόγο στη συγκρότηση πολιτικού λόγου. Η αυτοκριτική είναι η μόνη ασφαλής προϋπόθεση της καταλυτικής κριτικής που οφείλει να κάνει η Αριστερά στον πολιτικό αντίπαλο. Αναφέρομαι στην αυτοκριτική ως αναγκαία συνθήκη πολιτικού αναστοχασμού, και όχι με την έννοια του αυτομαστιγώματος, με το οποίο συχνά η κομμουνιστική Ιστορία έχει φέρει αντιμέτωπους τους ανθρώπους της. Αναφέρομαι λοιπόν σε ευθύνη: όχι στη θυματοποίηση, που οδηγεί στο μελόδραμα, ούτε όμως και στην ενοχοποίηση, που οδηγεί στην αυτοακύρωση και τον ευτελισμό.

Αναφέρομαι σε πολιτική στρατηγική, δηλαδή επεξεργασμένα βήματα, την ικανότητα να θέτουμε προτεραιότητες και να κάνουμε ιεραρχήσεις. Σεβασμό στο πηγαίο, αλλά όχι υπόκλιση στο αυθόρμητο. Δημιουργική συνάντηση του βιώματος και της γνώσης. Ζεύξη των κοινωνικών αγώνων με επεξεργασμένες προτάσεις δημόσιων πολιτικών.

Ρήξεις, αλλά και έντιμους συμβιβασμούς. Τέλος, ρηξικέλευθες οριοθετήσεις στοχεύσεων. Αυτές οι οριοθετήσεις είναι απαραίτητες όχι τόσο στα προφανή μέτωπα, όπου ο αντίπαλος είναι με σαφήνεια συγκροτημένος, αλλά στη συγκρότηση συμμαχιών, στο πλαίσιο των οποίων οι άνθρωποι καλούνται να διαλέξουν μεταξύ αντιπάλων προκειμένου να νικήσουν τον κατεξοχήν αντίπαλο. Συμμαχίες όμως υπό προϋποθέσεις, όχι όπως να ’ναι.

Θα ήθελα να πω σε μερικούς (και φίλους): το ότι η Αριστερά δεν είναι αυτή που θα επιθυμούσαμε, δεν σημαίνει ότι θα πάμε με τη Δεξιά. Ή πάμε σπίτι μας ή παλεύουμε να την κάνουμε όπως θέλουμε. Εκτός αν νομίζουμε πλέον ότι η τομή «Αριστερά-Δεξιά» δεν υφίσταται, οπότε έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας. Τότε, όμως, δεν έχουμε λόγο να λέμε ότι είμαστε αριστεροί.

Το ίδιο όμως, και παρά τη διαφορετική βαρύτητα των δύο περιπτώσεων, θα ήθελα να πω και σε κάποιους άλλους (και φίλους): το ότι ένα τμήμα της Δεξιάς αποφασίζει, για λόγους πολιτικής του επιβίωσης, να λειτουργήσει ως χρυσή εφεδρεία του νεοσυντηρητισμού και να εμφανιστεί ως φορέας αντιμνημονιακής πολιτικής δεν είναι λόγος να συναγελαζόμαστε με αυτό. Όση αποστροφή μου προκαλεί η εικόνα κάποιων αριστερών που κάνουν μέτωπο με τον ιδρυτή της Πολιτικής Άνοιξης σπέρνοντας την κοινωνική οδύνη στον τόπο, άλλη τόση αποστροφή μου προκαλεί η εικόνα κάποιων άλλων αριστερών που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα για μέτωπο που απευθύνει η αντιμνημονιακή Δεξιά, σπέρνοντας φρούδες ελπίδες για μελλοντική ανάταξη σε τακτική συμμαχία με τον κατεξοχήν στρατηγικό αντίπαλο.

Με δυο λόγια, η τομή «Αριστερά-Δεξιά» υφίσταται όχι για λόγους μουσειακούς, αλλά διότι έτσι υπαγορεύουν οι σχέσεις εξουσίας (και) στον ύστερο καπιταλισμό. Κατεξοχήν μάλιστα σε αυτόν, ο οποίος ως μόνη διέξοδο στην κρίση του βλέπει τη μετάβαση σε ένα νέο πολιτειακό και οικονομικό παράδειγμα. Η Δεξιά που κυβερνά την Ελλάδα σήμερα το ξέρει πολύ καλά και δεν χάνει την ευκαιρία να το θυμίζει, δημιουργώντας αποστροφή στους αντιπάλους και αμηχανία στους εταίρους της. Η μετάβαση που βιώνουμε, με άδηλη έκβαση όπως είπαμε, οδηγεί στο δεύτερο σημείο: Η δομική οικονομική κρίση που ζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ακουμπά τους θεσμούς και το πολίτευμα.