Το δημόσιο σύστημα υγείας και το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα θεωρούνται οι βασικοί πυλώνες του Κράτους Προνοίας. Επειδή όμως έχουν γραφεί επ’ αυτού πολλές υπερβολές, καλό θα ήταν να υποσημειώσουμε το εξής: το Κράτος Προνοίας δεν είναι μόνο μια κατάκτηση των εργαζομένων, αλλά και μια αναγκαία παραχώρηση που έχουν κάνει οι κυρίαρχες ελίτ για να εξασφαλίζεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ομαλή λειτουργία του δεδομένου συστήματος, η παραγωγικότητα και η βιωσιμότητα των επενδύσεών τους.

Ads

Σήμερα βέβαια το Κράτος Προνοίας αμφισβητείται, καθώς αρχίζει να υιοθετείται ένας διαφορετικός καταμερισμός εργασίας: σε άλλους μεν κατοχυρώνεται το μπραντ νεϊμ (δηλαδή η διεύθυνση, ο σχεδιασμός και το μαρκετινγκ), ενώ σε άλλους ανατίθεται η παραγωγή αυτή καθεαυτή (κοινώς το κουπί). Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι στην Ασία και σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Αμερικής υπάρχουν εν αφθονία «εφεδρικοί εργατικοί στρατοί», ενώ στις οικονομικά ισχυρές χώρες και τις αναπτυγμένες περιοχές τους υπάρχει συσσσωρευμένη τεχνολογική και διοικητική εμπειρία –συν επενδυτικά κεφάλαια. Με δεδομένη λοιπόν αυτή τη «διαμερισματοποίηση», η ανάγκη για τη διατήρηση ενός συνεκτικού συστήματος δημόσιας υγείας ή εκπαίδευσης σχετικοποιείται: όσοι έχουν, προσφεύγουν ολοένα και περισσότερο στην ιδιωτική ασφάλιση και μορφώνουν τα παιδιά τους σε ακριβά εκπαιδευτήρια. Οι άλλοι, που δεν έχουν, δεν απασχολούν τις οικονομικές ελίτ. «Χέρια» βρίσκονται πλέον εύκολα.

Παρ’ όλο που δεν ανήκουμε ακριβώς στις χώρες του «πρώτου κόσμου», η ιδιωτική δαπάνη για υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη για υπηρεσίες εκπαίδευσης (φροντιστήρια για τις πανελλήνιες εξετάσεις και την εκμάθηση ξένων γλωσσών) είναι αφύσικα αυξημένη ακόμη και στην περίοδο της κρίσης. Προφανώς, η ελληνική κοινωνία δεν απαρτίζεται από πάμπλουτους επιχειρηματίες, αλλά προσπαθεί να αναπληρώσει το χάος της δημόσιας διοίκησης, τη χρόνια  υποχρηματοδότηση και την έλλειψη προγραμματισμού που χαρακτηρίζουν το σύστημα δημόσιας υγείας και το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης. Και στην απελπισία του ο κόσμος αμύνεται ιδίαις δαπάναις και όπως-όπως.

Όποιος φιλοδοξεί να διατυπώσει μια νέα στρατηγική προς όφελος της κοινωνίας και να υπερασπίσει με ουσιαστικό τρόπο το Κράτος Προνοίας πρέπει λοιπόν να απαντήσει ξεκάθαρα σε ορισμένα ερωτήματα. Πρώτον, είναι η (πραγματική) αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων απαραίτητη για την αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης ή όχι; Δεύτερον, θα εξακολουθήσει το πολιτικό σύστημα να χαϊδεύει τις συντεχνίες για να αποσπά εκλογικά οφέλη, ή θα συγκρουστεί κατά μέτωπον όταν αυτό είναι απαραίτητο; Και τρίτον, με δεδομένα τα στενότατα πλαίσια της επιτροπείας, θα βάλει η κυβέρνηση το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι, ή θα μιλάμε στον αέρα; 

Ads

Ο Υπουργός Παιδείας είπε προ ημερών μια μεγάλη αλήθεια: μεταρρυθμίσεις τζάμπα δεν γίνονται. Το συμπλήρωμα αυτής της πολύ επίκαιρης επισήμανσης –που έχει πολλούς αποδέκτες- είναι βέβαια το εξής: μεταρρυθμίσεις που τάχα δεν έχουν κόστος δεν μπορεί παρά να είναι κίβδηλες. Τούτου δοθέντος, ερχόμαστε λοιπόν στο προκείμενο.

Το Υπουργείο Παιδείας εισηγείται τώρα έναν νέο τρόπο εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Άξονας των νέων προτάσεων είναι η αξιολόγηση των μαθητών με πολλαπλά κριτήρια και σε διάρκεια χρόνου, πράγμα που από τη μια εγγυάται μια πιο σωστή διαδικασία κρίσης και από την άλλη ενδυναμώνει τον θεσμό του Λυκείου. Παρ’ όλες τις μικρότητες και τα άστοχα που ακούστηκαν από την αντιπολίτευση και τους κατ΄ επάγγελμα εργολάβους της «αριστείας», το σχέδιο που διατυπώθηκε έχει τα ανάλογά του στον τρόπο που επιλέγουν τους φοιτητές τους οι γαλλικές «Εκόλ», τα πολιτειακά Πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών και πολλά Πανεπιστήμια σε διάφορες χώρες του κόσμου. Υπάρχουν όμως πράγματι ορισμένες αβεβαιότητες που έχουν να κάνουν με όσα είπαμε παραπάνω: την ποιότητα των διοικητικών υπηρεσιών, τις συντεχνίες στην εκπαιδευτική κοινότητα και τη χρηματοδότηση του όλου μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος από την Πολιτεία. 

Οι προτάσεις του Υπουργείου προβλέπουν μια πιο συστηματική και σχετικά εντατικοποιημένη διαδικασία στο Λύκειο, που –ευφυώς- αφήνει λιγότερο χρόνο για φροντιστήρια και αναβαθμίζει τη δουλειά στο Σχολείο. Διαβάζω όμως ότι η ΟΛΜΕ δεν αποδέχεται το σχέδιο και δεν συνηγορεί σε αυτές τις ιδέες. Άρα, πώς θα υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο αν δεν το στηρίξουν οι ίδιοι οι δημόσιοι λειτουργοί; Πώς θα πειστούν οι μαθητές και οι γονείς τους ότι η ξένη γλώσσα που διδάσκεται στο Σχολείο κάνει περιττό το φροντιστήριο; Προφανώς θα υπάρξουν «αναταράξεις» τις οποίες η κυβέρνηση θα πρέπει να απορροφήσει χωρίς να υπολογίσει το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος.  Ο Κώστας Γαβρόγλου είπε κάτι απ’ αυτού –που πάλι παρεξηγήθηκε: ότι, προφανώς, σε μια πρώτη φάση τα φροντιστήρια μπορεί να αυξηθούν γιατί, λόγω κεκτημένης ταχύτητος, ο κόσμος θα ακολουθήσει την πεπατημένη. Σε επόμενη φάση όμως, αν το νέο σύστημα δώσει τους αναμενόμενους καρπούς, όλοι θα καταλάβουν ότι η εκπαίδευση εκτός Σχολείου –και η αντίστοιχη δαπάνη χρήματος και χρόνου που συνεπάγεται- δεν είναι απαραίτητη. Συν τω χρόνω, οι καθηγητές του Λυκείου θα πειστούν κι αυτοί ότι ο ρόλος τους έχει αναβαθμιστεί και η δουλειά τους εκτιμάται όπως –και από όποιους- πρέπει.

Υπάρχει βέβαια σε όλα τα παραπάνω ο γνωστός ελέφαντας στο δωμάτιο: για να υλοποιηθούν τα σχέδια του Υουργείου χρειάζονται πόροι. Οι μισθοί στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα είναι πολύ χαμηλοί. Τα –καλώς εννοούμενα- κίνητρα για αυτούς που επιθυμούν να εργαστούν στο Σχολείο είναι από ανύπαρκτα έως υποτυπώδη. Το ίδιο το σχολικό περιβάλλον σε πολλές μονάδες είναι ελάχιστα ελκυστικό. Κι όλα αυτά βραχυκυκλώνονται και περιπλέκονται περαιτέρω από τις διαδικασίες των άναρχων αποσπάσεων, την εργασιασιακή επισφάλεια (με το σύστημα των αναπληρωτών) και την έλλειψη επαγγελματικής ανέλιξης και προοπτικής για το νεότερο προσωπικό. Η τρόϊκα πιέζει για «αξιολόγηση», αλλά εννοεί κυρίως τα γνωστά νεοφιλελεύθερα τερτίπια που οδηγούν στη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις και πολύ λιγότερο την ακριβοδίκαιη εκτίμηση των δυνατοτήτων του εκπαιδευτικού προσωπικού υπό καθεστώς εργασιακής ασφάλειας και καλής μισθολογικής μεταχείρισής του. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια περίπου ισχύουν και στον τομέα της δημόσιας υγείας. Όμως κι εκεί πολιτική που στοχεύει στην καταπολέμηση της διαφθοράς και του «φακελακίου» χωρίς τη μισθολογική αναβάθμιση και την εξασφάλιση μιας προοπτικής στους νέους γιατρούς δεν μπορεί να υπάρξει.

Εν συμπεράσματι: δει δη χρημάτων. Εκεί, και στην πολιτική βούληση να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας, βρίσκεται το κομβικό σημείο. Ίσως λοιπόν θα πρέπει ο Πρωθυπουργός να λάβει αυτό ακριβώς υπόψη του όπως προετοιμάζει την περέμβασή του που θα γίνει σε λίγες μέρες. Γιατί το μόνο πράγμα που μπορεί να μετριάσει τη ματαίωση του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» είναι ένα άλλο πρόγραμμα που αυτή τη φορά θα στηρίζεται στον ρεαλισμό και την αποφασιστικότητα. Όσο για το πολιτικό κόστος, μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό ο γνωστός στίχος: «αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φώς;».