Αν τραβήξει κανείς τυχαία δυο γραμμές, οι προεκτάσεις τους μπορεί να συναντηθούν σε κάποιο σημείο. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με περισσότερες από δύο γραμμές. Όπως διδάσκει η Ευκλείδιος Γεωμετρία, όταν πολλές γραμμές  περνούν από το ίδιο σημείο, αυτό δεν είναι τυχαίο. Η κατεύθυνση και η πορεία τους καθορίζεται από μια ειδική συνθήκη.

Ads

Μια και μιλάμε για γραμμές, ας συζητήσουμε λίγο τη προσφατη πολιτική ιχνογραφία.

1ον) Βγαίνει απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας ο Νίκος Μαστοράκης και εκφράζει μια πολιτικο-οικονομική απορία: «γιατί βιάστηκε ο Παππάς να χρηματοδοτήσει τον Γαβρά, ελάχιστο χρόνο πριν αποχαιρετίσουν οι Συριζαλήτες την εξουσία;». Και για να μην απορήσουμε με την απορία του, μας εξηγεί τη θέση του περαιτέρω: «η ταινία δεν προβάλλει τη χώρα, τον πολιτισμό ή τον τουρισμό». Άρα…

2ον) Εμφανίζεται κατόπιν ο δημοσιογράφος Χρήστος Ράπτης και περιγράφει σε άρθρο του με τίτλο «Γιατί δεν έδειρα τον Βαρουφάκη» την προειδοποίηση που είχε απευθύνει το 2016 στον τέως υπουργό οικονομικών: «θα καταλήξεις αξημέρωτα στο Γουδί», του είχε πει. Και μια λεπτομέρεια: μαθαίνουμε ότι δεν έδειρε τον Βαρουφάκη, όχι γιατί δεν είναι παληκάρι, αλλά γιατί ήταν πρόσφατα εγχειρισμένος!

Ads

3ον) Σπεύδει η Νίκη Κεραμέως (όχι μόνο υπουργός Παιδείας, αλλά και υπερήφανη ελληνική συμμετοχή στη φετεινή συνάντηση της Λέσχης Bilderberg) να γνωματεύσει από ραδιοφώνου: «το μάθημα της Ιστορίας δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό (sic) χαρακτήρα, αλλά να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση».  Κόκκαλο οι καθηγητές Ιστορίας, ανάμεσα στους οποίους θα είναι πιθανόν και ο παλιός μου δάσκαλος Βασίλης Σκουλάτος.

Οι τρεις αυτές οι γραμμές (και οι συνδηλώσεις τους) έχουν προδήλως έναν κοινό παρονομαστή. Γιατί τυχαίο δεν το λες.
 
Πόνεσε φαίνεται ο Γαβράς με την ταινία του. Όχι γιατί προβάλλει τον Βαρουφάκη (που δεν το νομίζω), αλλά διότι αποφάσισε να εξιστορήσει με κινηματογραφικό τρόπο τον απροκάλυπτο εκβιασμό που ασκήθηκε σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και τα δεινά που υπέστη ένας ολόκληρος λαός για να μη χάσουν οι τραπεζίτες τα υπερκέρδη τους. Όμως αυτό δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έχει η λεπτομέρεια «Γουδί».
 
«Θα φύγεις νύχτα», είχε προειδοποιήσει τον Γιώργο Παπανδρέου ο Ευάγγελος Βενιζέλος λίγο πριν εκδηλωθεί η άτυπη ανταρσία που οδήγησε τον τέως πρωθυπουργό στην παραίτηση. Τα συμφραζόμενα αυτής της φιλικής συμβουλής ήταν σαφή: «τάκανες μούσκεμα με τις δηλώσεις περί δημοψηφίσματος˙ φύγε τώρα, γιατί αλλιώς σε περιμένει το Γουδί». Στο Γουδί έγινε ως γνωστόν η εκτέλεση των «Έξι», που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη μικρασιατική καταστροφή.
 
Ας «καλλιεργήσουμε» λίγο την εθνική μας συνείδηση, χωρίς πολλά – πολλά κοινωνιολογικά – όπως μας προτρέπει η υπουργός Παιδείας. Πώς να το πιάσουμε άραγε το θέμα «Γουδί»; Να πούμε ότι οι «Έξι» ήταν κάτι χαμένα κορμιά, εθνοπροδότες του κερατά, που πούλησαν τον αγώνα του Έθνους στον Σαγγάριο και στο Εσκί Σεχίρ; Μήπως να πούμε τότε και για τις μαζικές λιποταξίες των Ελλήνων στρατιωτών; Ή μήπως να θυμηθούμε εκείνον τον παππού, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος γιατί είχε σφάξει στο γόνατο την τουρκοπούλα που πήγε για νερό στη βρύση;
 
Έτσι ειδωμένη η ιστορία, δεν είναι ιστορία. Είναι ένας μακρύς κατάλογος (ανεξήγητων) φρικαλεοτήτων. Αν δεν υπήρχαν κοινωνικοί, οικονομικοί, γεωπολιτικοί παράγοντες που μεσολάβησαν στη μικρασιατική καταστροφή, αν δεν υπήρχε αυτό που λέγεται ιμπεριαλισμός, πώς εξηγούνται όλα αυτά τα δεινά – και τα δικά μας και των άλλων; Όσοι προκάλεσαν όλη αυτή την τραγωδία θα πρέπει να ήταν εκ πεποιθήσεως εγκληματίες.
 
Ας θυμηθούμε ποιοί ήταν αυτοί οι «εγκληματίες». Ήταν ο Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, ο Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, ο Νικόλαος Θεοτόκης και ο Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επί των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη, αντίστοιχα. Τουτέστιν, αυτοί που εκτελέστηκαν στο Γουδί ήταν τρεις Έλληνες πρωθυπουργοί, δύο υπουργοί και ένας στρατηγός. Θαυμάστε τώρα το αποτέλεσμα. Ωραία εθνική συνείδηση φτιάξαμε!
 
Δεν διακωμωδούνται εύκολα τα τραγικά. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να σταθεί κανείς με κοροϊδευτικό τρόπο στα τρία περιστατικά που ανέφερα στην αρχή. Ο Μαστοράκης, ως γνήσιος εκφραστής της πάσας χουντικής χλαπάτσας, επιτίθεται στον Γαβρά μόνο και μόνο για να πει ότι εκείνος δεν χρηματοδοτήθηκε ποτέ για τις υπερπαραγωγές του από το κράτος και να ψέξει τους «Συριζαλήτες». Ο «πολύς» Ράπτης της ιστοσελίδας iefimerida δυσανασχετεί με τη δημοσιότητα και την έμμεση υποστήριξη που προσφέρει ο Γαβράς στον Βαρουφάκη, δεδομένου ότι είχε αρπαχτεί κάποτε με τον τέως υπουργό σε μια ταβέρνα. Το ζήτημα είναι πώς εξηγείται και τί ακριβώς εξυπηρετεί η αδόκητη (και αδόκιμη) παρέμβαση της υπουργού Παιδείας.
 
Η κυρία Κεραμέως δεν έχει ανάγκη δημοσιότητος και δεν έχει αρπαχτεί με κανέναν ανάμεσα σε κοψίδια και μπριζόλες. Η αστική της καταγωγή, οι σπουδές στη Σορβόνη και ο συναγελασμός της με το enfant gâté του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού στη Λέσχη Bilderberg περιγράφουν το προφίλ μιας σοβαρής και συγκροτημένης αντιπάλου της δικής μας Αριστεράς. Αυτό το πολιτικό στίγμα δεν επιβεβαιώνεται όμως από τη μέχρι τώρα πορεία της υπουργού. Οι ιδιότυπες απόψεις της περί ιστορίας και εθνικής συνείδησης, όπως επίσης και τα προηγούμενα σχόλιά της περί θρησκευτικής συνείδησης και ιεροδιδασκάλων, προσεγγίζουν ολοένα και περισσότερο μια υπερ-συντηρητική, εθνολαϊκιστική κουλτούρα που βρίσκεται εκτός των ορίων του πολιτικού φιλελευθερισμού. Αν αυτό οφείλεται σε άγνοια (κινδύνου), η θεραπεία περιλαμβάνει αναστοχασμό και (περισσότερο) διάβασμα. Αν όμως αυτή είναι μια συνειδητή στάση, αλλάζει το πράμα.
 
Μερικές «τομές» είναι εύκολα εξηγήσιμες. Ο μεν Μαστοράκης τόσος ήτανε επί «Μπίνγκο» και τόσος έμεινε. Ο δε Ράπτης τη δουλειά του κάνει. Η τρίτη γραμμή όμως, η κυρία Κεραμέως, δεν δικαιούται ως υπουργός να επιδεικνύει τέτοιο πατερναλισμό απέναντι στην εκπαιδευτική διαδικασία και τέτοια έλλειψη σεβασμού απέναντι στους πολίτες που δεν ασπάζονται τις ηθικο – φιλοσοφικές της απόψεις. Το ξέρω ότι οι υπουργοί Παιδείας μπαίνουν ενίοτε στον πειρασμό να διατυπώνουν απόψεις που υποκαθιστούν τους επαϊοντες, αλλά η Νίκη Κεραμέως δεν έχει την πολιτική παιδεία και τη δημοσιογραφική εμπειρία του Νίκου Φίλη. Και σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφατες δηλώσεις της ξεπερνούν και παραβιάζουν αυτό που η δική της παράταξη ονομάζει με στόμφο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».