Πρόσω ολοταχώς για την πώληση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης και συγκεκριμένα του 67% των μετοχών της ΑΕ του Οργανισμού Λιμένα, προχωρά η κυβέρνηση και το ΤΑΙΠΕΔ, με τη προθεσμία για την υποβολή προσφορών από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές να εκπνέει στις 16 Οκτωβρίου.

Ads

Στόχος της ιδιωτικοποίησης, όπως αναφέρει το ΤΑΙΠΕΔ, είναι η ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, μέσα από τις νέες επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με το έργο του LNG – επίσης ιδιωτικών συμφερόντων – στα ανοιχτά της Αλεξανδρούπολης. Ωστόσο, η ανάπτυξη της τοπικής και περιφερειακής οικονομίας μέσα από την αξιοποίηση του λιμανιού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τρόπο αξιοποίησης του, κυρίως ως προς το ιδιοκτησιακό του καθεστώς.

Την στιγμή που το 87% των λιμανιών στην Ευρώπη βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο, το ΤΑΙΠΕΔ και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχωρούν στην πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου της περιοχής μας, αλλά και ολόκληρης της χώρας, έχοντας καταργήσει ως «μη συμφέρον» το μοντέλο των υποπαραχωρήσεων που είχε ετοιμάσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, για τους οπαδούς της «ιδιωτικοποίησης των πάντων», το μοντέλο εκείνο ήταν απαγορευτικό, καθώς πρόβλεπε τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του λιμανιού και την παραχώρηση σε ιδιώτες δραστηριοτήτων που είτε δεν είναι ανεπτυγμένες, είτε δεν διαθέτει ο κάθε Οργανισμός τα κεφάλαια για να τις αναπτύξει, είτε δεν έχουν έντονα στοιχεία δημοσίου ενδιαφέροντος. Επιπλέον, προβλέπονταν τίμημα που θα κατέβαλε ο ιδιώτης για την παραχώρηση, προς τον  Οργανισμό Λιμένα,  που θα καθοριζόταν ανά δραστηριότητα.  

Με το μοντέλο των υποπαραχωρήσεων δινόταν σαφώς η δυνατότητα για ιδιωτικές επενδύσεις στο εμπορικό τμήμα του λιμένα, ο Οργανισμός Λιμένα, όμως, θα διατηρούσε την αυτοτέλειά του και θα συνέχιζε να διαχειρίζεται και να έχει τον πρώτο λόγο, με βάση πάντα το δημόσιο συμφέρον, για θέματα που συνδέονται άρρηκτα με την τοπική κοινωνία, όπως η εξυπηρέτηση της αλιείας και της ακτοπλοΐας εντός του λιμένα. Παράλληλα, ο ΟΛΑ θα συνέχιζε να διαχειρίζεται τις λιμενικές υποδομές της Σαμοθράκης και της Μάκρης, που με το σχέδιο της ΝΔ περνούν ως «προίκα» στον ιδιώτη.

Ads

Το μοντέλο των υποπαραχωρήσεων είχε ως κεντρική φιλοσοφία την ανάπτυξη του λιμένα από επενδυτές, όμως, με την τοπική κοινωνία παρούσα και ενεργή. Προσδοκούσε στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και με σαφείς προβλέψεις για παλιούς και νέους εργαζόμενους, δίχως να το διαπνέει η δουλικότητα του «φτωχού συγγενή» που αντιμετωπίζοντας τον επενδυτή ως σωτήρα, απεμπολεί δικαιώματα και κατακτήσεις, με βασικότερο τον δημόσιο χαρακτήρα ενός περιουσιακού στοιχείου που ανήκει πρώτα απ’ όλα στον λαό της Αλεξανδρούπολης. Αυτός ο λαός, εξάλλου, αποτελεί, ιστορικά, έναν από τους βασικότερους ζωοδότες του, με τη διαρκή παρουσία του, μέσα από μία σειρά από εμπορικές, κοινωνικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, το μέλλον των οποίων, πλέον, θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολο.

Εξάλλου, όπως έχουν παραδεχθεί οι εμπλεκόμενοι φορείς, η τοπική κοινωνία, «στο επιχειρηματικό κομμάτι προφανώς δεν μπορεί να έχει λόγο», παρουσιάζοντας ως «πρωταρχικό στόχο της διοίκησης τη διάχυση του όποιου παραγόμενου πλούτου στην τοπική κοινωνία». Φυσικά, όλοι γνωρίζουν προς ποια κατεύθυνση μπορεί να οδεύσει στην πραγματικότητα ο «όποιος παραγόμενος πλούτος»: Προς τους ιδιώτες που θα αγοράσουν το 67% των μετοχών του λιμένα, αφήνοντας στον ΟΛΑ και κατ’ επέκταση στην τοπική κοινωνία  το υπόλοιπο 33%.

Το μοντέλο της ΝΔ δεν προβλέπει ούτε αντισταθμιστικό τέλος υπέρ του Οργανισμού Λιμένα, ύψους μέχρι 5% επί των συνολικών εσόδων που θα προκύπταν από τη λειτουργία της υποπαραχώρησης, ούτε το τέλος υπέρ του Δήμου, στα γεωγραφικά όρια του οποίου ανήκει το λιμάνι, ύψους 3,5 % επί των ενοποιημένων εσόδων του Οργανισμού Λιμένα, ως αντιστάθμισμα για την «όχληση» που θα υφίσταται η πόλη. Είναι σαφές πως μέσω των εσόδων που θα εξασφάλιζε με τον τρόπο αυτό τόσο ο ΟΛΑ, όσο και ο Δήμος, θα έβγαινε κερδισμένος κατ’ επέκταση ο πολίτης της Αλεξανδρούπολης και του Έβρου, με την οικονομική ανάπτυξη του λιμένα να αντανακλάται άμεσα και με πραγματικούς όρους στην τοπική οικονομία και όχι -κυρίως- στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάποιου fund.

Επιπλέον, η έλευση ιδιωτών, από τις ΗΠΑ, ή οπουδήποτε αλλού, είναι γεγονός πως έχει προκαλέσει εύλογη ανησυχία σε εργαζόμενους του λιμένα, σε αλιείς, σε πολίτες που αναρωτιούνται αν μετά την πώλησή του θα μπορούν ακόμη και να κάνουν τη βόλτα τους, δίχως προβλήματα και δίχως… αντίτιμο. Άλλωστε, όταν το κέρδος είναι αυτοσκοπός, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά.

Τέλος, ας έχουμε στο νου το παράδειγμα των αποτελεσμάτων της ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένα Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση της χώρας μας,  κι ας κρατάμε μικρό καλάθι  κάθε που ακούμε για «κοσμογονία επενδύσεων, θέσεων εργασίας και ανάπτυξης».

Το  2017 ο επενδυτικός προϋπολογισμός του δημόσιου ΟΛΘ ανερχόταν σε 22 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της χρήσης 2019 που δημοσίευσε τον περασμένο Ιούνιο η Εφημερίδα των Συντακτών, (πρώτη πλήρης χρήση μετά την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ), οι συνολικές επενδύσεις ανήλθαν μόλις στο ποσό των 11,107 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, κι ενώ τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους  παρουσίαζαν μηδενική μεταβολή κατά τη χρήση του 2019 σε σύγκριση με τη χρήση του 2018, το ανά μετοχή μέρισμα που προβλεπόταν να διανεμηθεί στους μετόχους ουσιαστικά διπλασιάζονταν κάτι που θα ίσχυε και για τις αμοιβές των στελεχών  του ΟΛΘ! Ποιο το όφελος, λοιπόν, του εργαζόμενου, του συνταξιούχου, του φοιτητή από αυτή την ιδιωτικοποίηση;

Δυστυχώς,  αποδεικνύεται εύγλωττα πως μία βασικότατη και με πολλές προοπτικές υποδομή της περιοχής μας θα καταλήξει στα χέρια λίγων και «εκλεκτών», που άγνωστο για πόσα «αργύρια», θα αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχό της, με την πόλη και τους κατοίκους της, τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του λιμένα, απλούς παρατηρητές.