Η φοροαποφυγή καταφέρνει να διαφθείρει τα εισοδηματικά συστήματα και να υποσκάπτει τη δυνατότητα ενός κράτους να παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύει μια από τις μεγαλύτερες μορφές διαφθοράς καθώς άμεσα στερεί την κοινωνία από τους δημόσιους πόρους. Αυτοί που φοροαποφεύγουν είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα, που συνήθως βρίσκονται σε περίοπτη κοινωνική, πολιτική ή οικονομική θέση.

Ads

Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως την ελίτ του συστήματος και είναι αποκομμένοι από την καθημερινότητα, απορρίπτοντας όποιες υποχρεώσεις απορρέουν από την οικονομική τους επιφάνεια. Αυτή η ομάδα απαρτίζεται από πλούσιους, μεγαλοεισοδηματίες, υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών, μεγαλόσχημους και ακριβοπληρωμένους δικηγόρους και φοροτεχνικούς, με άμεση ή έμμεση εμπλοκή σε εξωχώριες (offshore) εταιρείες, από ημικρατικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και συμβουλευτικές υπηρεσίες. Αυτή η μορφή διαφθοράς, έχει να κάνει με τη συμπαιγνία ιδιωτικών και δημόσιων παικτών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το προνομιακό καθεστώς που απολαμβάνουν ή τους έχει εκχωρηθεί, για να αποδομήσουν τα φορολογικά συστήματα.

Η αποτυχία αντιμετώπισης αυτών των εκροών από το χρηματοοικονομικό σύστημα, έχει οδηγήσει στη δημιουργία πνεύματος ανομίας και διαφθοράς που επιδρά στην εμπιστοσύνη και την ακεραιότητα που οφείλει να διέπει ένα κράτος δικαίου και μια ευνομούμενη πολιτεία. Η φοροαποφυγή από τους πλούσιους, οδηγεί στη μετατόπιση φορολογικών βαρών στους μισθωτούς, συνταξιούχους, μικροεπαγγελματίες και μικρέμπορους, αυξάνοντας την κοινωνική και οικονομική ανισότητα, ζημιώνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης και μειώνοντας τις αναγκαίες επενδύσεις για υγεία, παιδεία, κοινωνικές παροχές και υποδομές. Όσα δε στελέχη επιχειρήσεων είναι αφιερωμένα στη χρηστή διοίκηση και στις ηθικές πολιτικές, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να ανταγωνίζονται σε ανισότιμη βάση επιχειρηματικούς παραβάτες που είναι έτοιμοι να σπρώξουν το φορολογικό προγραμματισμό στα όρια του.

Ο Δείκτης Αντίληψης για τη Διαφθορά που δημοσιεύει η Διεθνής Διαφάνεια, δείχνει την κατάταξη των χωρών ως προς τη διαφθορά, ενισχύοντας όμως στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη γεωγραφία του φαινομένου. Παραδείγματος χάριν, η Αφρική είναι η περισσότερο διεφθαρμένη περιοχή του πλανήτη, όπως και χώρες στην Ασία, τη Μέση Ανατολή ή τη Λατινική Αμερική. Επίσης, χώρες από την Ευρώπη, ειδικά από τη Νότια ή την Ανατολική, συμπληρώνουν τη μεγάλη ομάδα κρατών, που κρατούν τα σκήπτρα της διαφθοράς. Σε περίπου 180 χώρες που αξιολογούνται κάθε χρόνο για να διαμορφώσουν το συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα από το 2010 έως σήμερα κυμαίνεται μεταξύ 70ης και 80ης θέσης, ενώ το 2001 ήταν στην 41η θέση και το 1997 στην 25η.

Ads

Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες κατατάξεις παρέχουν μια μερική και εν πολλοίς, σχετικιστή θεώρηση του προβλήματος της διαφθοράς και της σχέσης της με τη φοροαποφυγή. Μια προσεκτικότερη ματιά στην κατάταξη, εμφανίζει ότι πάνω από τις μισές χώρες που ονομάζονται ως οι «λιγότερο διεφθαρμένες» είναι φορολογικοί παράδεισοι εξωχώριων εταιριών (Σιγκαπούρη, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Λουξεμβούργο. Χονγκ Κονγκ, κ.ά.). Επίσης, στην παραπάνω ομάδα κρατών κατατάσσονται κλασικοί φορολογικοί παράδεισοι (Μπαρμπάντος, Ισλανδία, Μάλτα, Νέα Ζηλανδία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).
Τι μπορούν αυτά να σημαίνουν για την παρούσα κατάσταση της διαφθοράς; Η -σε ένα βαθμό- παραμορφωμένη εικόνα της γεωγραφίας της διαφθοράς, μπορεί να προκύπτει από τον ορισμό της που δίνει η Διεθνής Διαφάνειας («διαφθορά είναι η κατάχρηση εξουσίας για την απόκτηση ιδίου οφέλους»). Αυτός οδήγησε έως σήμερα, σε μια υπερβολική επικέντρωση στους κρατικούς αξιωματούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους, αποδυναμώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, τη προσοχή σε ομάδες, όπως τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων και οι χρηματοοικονομικοί μεσολαβητές. Για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της διαφθοράς και της σχέσης της με τη φοροαποφυγή, ο προσανατολισμός καλό είναι να μεταφερθεί σε όσους διευκολύνουν τη διαφθορά μέσω της προσφοράς και της παροχής.

Και αυτοί είναι:
Οι παρέχοντες δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες σε ιδιώτες και φορείς, μέσω κυβερνητικών αποφάσεων, προσφέρουν πιθανούς χώρους απόκρυψης οικονομικών κεφαλαίων και ύποπτων συναλλαγών, βοηθώντας στην ανάπτυξη της διαφθοράς.

Οι υπηρεσίες και οι μεσάζοντες του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων τραπεζών, νομικών και οικονομικών συμβούλων, φοροτεχνικών και συμβολαιογράφων, οι οποίοι μέσα από τις δραστηριότητές τους, μπορεί να ενθαρρύνουν ή να παραβλέπουν διεφθαρμένες οικονομικές πρακτικές.
Τα ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, υπεύθυνα για παράνομες συναλλαγές που συνεισφέρουν στη διαρροή κεφαλαίων, στη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή.
Η κατανόηση αυτού που συνθέτει το φαινόμενο «διαφθορά», πρέπει ριζικά να αλλάξει και να εμπεριέχει όλες τις δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με την κατάχρηση, τη σπατάλη και την απαξίωση των δημοσίων αγαθών ή που με τις ενέργειές τους, υποσκάπτουν τη δημόσια εμπιστοσύνη στην -ίση και χωρίς εξαιρέσεις- υπακοή στους νόμους και στη λειτουργία συστημάτων και θεσμών που προωθούν το κοινωνικό συμφέρον.

Η εκμετάλλευση εμπιστευμένων πληροφοριών, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, η καθοδήγηση της αγοράς, η κατάχρηση, η εξαπάτηση και η παράνομη τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει να αναγνωρισθούν ως διαφθορά και κάτω από αυτό το πρίσμα να αντιμετωπίζονται. Σε διαφορετική περίπτωση, το «κυνήγι της διαφθοράς» θα είναι είτε μόνο για την τηλεοπτική θέαση (σύλληψη διεφθαρμένων πολιτικών ή επίορκων υπαλλήλων), είτε για την παρουσίαση στατιστικών δεδομένων που εμφανίζουν απλά μια στατική εικόνα του προβλήματος.