Το πραξικόπημα  στην Τουρκία απασχολεί την κοινή γνώμη  και γενικά ως μια εξέλιξη σε μια σημαντική χώρα –μέλος των G20 -, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης επίδρασης που μπορεί να έχουν και σε μας οι εξελίξεις των άσπονδων γειτόνων μας. Ως συνήθως η συζήτηση διεξάγεται με ακρότητες. Οι απόψεις ποικίλλουν και πολλές φορές, όχι ιδιαίτερα επεξεργασμένες ή και άσχετες πεποιθήσεις αναζητούν αφορμές στα -επιμέρους κυρίως- περιστατικά για να αντλήσουν επιχειρήματα.

Ads

Στην Τουρκία εδώ και χρόνια διεξάγεται αγώνας για την κυριαρχία στο κράτος και την κοινωνία μεταξύ δύο βασικών μερίδων της κυρίαρχης τάξης. Από τη μια η παλιά φρουρά του κεμαλισμού και μερίδα της κεφαλαιοκρατίας που συνδέεται με αμερικανικά και ευρωπαϊκά κεφάλαια και κυρίως δραστηριοποιείται στις παραλιακές πόλεις , στη βιομηχανία, τον τουρισμό  και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Από την άλλη ένα ρεύμα «μετριοπαθούς» πολιτικού ισλάμ που συνδέεται περισσότερο με την εμπορική και βιοτεχνική αστική τάξη που κατά βάση δραστηριοποιείται στην εσωτερική αγορά, ή αναπτύσσει κοινές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες με τα αραβικά κράτη του Κόλπου καθώς και τη Σ. Αραβία.

Η δεύτερη τάση που στη δυτική Τουρκία συσπειρώνει πληβειακά στρώματα και στην ανατολή επιχειρεί να ενσωματώσει κουρδικούς πληθυσμούς αναβαθμίζοντας την θρησκευτική συνείδηση σε βάρος της εθνικής ταυτότητας, εδώ και χρόνια κερδίζει σταθερά έδαφος. Ιδεολογικά, επιχειρεί μια σύνθεση του παραδοσιακού τουρκικού εθνικισμού με το ισλάμ, προβάλλοντας ένα νέο οθωμανισμό, δηλαδή την προοπτική αναβάθμισης της χώρας σε υπο-ιμπεριαλιστικό κέντρο, βασική περιφερειακή δύναμη σε μια κρίσιμη περιοχή και έμμεσα ένα σημαντικό παγκόσμιο  παίκτη. Η αναβάθμιση αυτή επιδιώκεται με όλα τα μέσα και τις μεθόδους, αλλού με πολιτικές ήπιας ισχύος και αλλού δυναμικά.

Η διαπάλη αυτή ως τώρα τουλάχιστον είχε τα χαρακτηριστικά πολέμου θέσεων. Η νέο-οθωμανική τάση με επικεφαλής τον Ερντογάν σταθερά μεγάλωσε την επιρροή της στο κράτος δημιουργώντας ισχυρά ερείσματα ακόμα και σε προπύργια του κεμαλισμού όπως οι ένοπλες δυνάμεις και η δικαιοσύνη. Οι λεγόμενες «παράλληλες δομές», που με τόσο πάθος καταγγέλλει σήμερα ο κ. Ερντογάν, δημιουργήθηκαν όχι μόνο με γνώση και έγκρισή του, αλλά αποτέλεσαν βασικό εργαλείο του μέσα στους μηχανισμούς του κράτους όλη την προηγούμενη περίοδο. Ποτέ δεν ήταν απολύτως ελεγχόμενες  από τον μέχρι πριν λίγο καιρό συνεταίρο του, κ.Γκιουλέν.

Ads

Η επικράτηση της μερίδας τους δίχασε ωστόσο τους ισλαμιστές. Ο κ. Ερντογάν αποφάσισε να κινηθεί προς ένα προσωποπαγές καθεστώς στο οποίο θα ενέτασσε και τμήματα του παλιού κεμαλικού κατεστημένου που θα αποδέχονταν την ηγεμονία του. Άρχισε να εκφράζει μεγαλύτερη αυτονομία και στην εξωτερική πολιτική διεκδικώντας ηγεμονία ευρύτερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Η τάση που συμβολοποιείται ως οπαδοί του κ. Γκιουλέν είναι πιο συγκρατημένη όσον αφορά την αυτονόμηση από τη δύση, προτιμώντας μια πιο εσωτερική ανασυγκρότηση της Τουρκίας, που θα προσανατολίσει την εξωτερική της διείσδυση περισσότερο στην κεντρική Ασία και λιγότερο στη Μ. Ανατολή και τα Βαλκάνια. Αυτή η μερίδα κάνει επίσης ανοίγματα στους κεμαλικούς.

Η πλευρά του  κ. Ερντογάν κυρίως απευθύνθηκε και πέτυχε εν πολλοίς να προσεταιριστεί το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, εντάσσοντάς το σε μια προεδρική πλειοψηφία ως ελάσσονα εταίρο, με μια τουρκοϊσλαμική σύνθεση που διαθέτει εν ενεργεία ή σε λανθάνουσα μορφή επιθετικές αιχμές κατά διαφόρων γειτονικών χωρών. Είναι π.χ. γνωστό στα ΜΜΕ ότι στελέχη των γκρίζων λύκων μάχονται στη Συρία εν μέσω «εθελοντικών» ομάδων Τουρκομάνων από την κεντρική Ασία αλλά και ως οργανωτές μέρους της ντόπιας τουρκμενικής μειονότητας, οι μονάδες της οποίας φέρουν τα ονόματα Οθωμανών σουλτάνων !

Οι πρώην συνεταίροι του, που διαφοροποιήθηκαν, προσπαθούν να προσεταιριστούν τους παλαιούς κεμαλικούς  στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, οι οποίοι όμως δεν είναι το ίδιο πρόθυμοι να δεχτούν κηδεμονία και διατηρούν αποστάσεις καθώς κοινοβουλευτικά και ιδεολογικά θεωρούν ότι αντίπαλο δέος στον Ερντογάν είναι οι ίδιοι.
Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση δίνει ένα πλαίσιο που διευκολύνει την κατανόηση των πολλών «παράδοξων» πλευρών του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Το πραξικόπημα αποτέλεσε κατά βάση προσπάθεια των αντίθετων με το προσωποπαγές σύστημα Ερντογάν ισλαμιστών, να κυριαρχήσουν τιθέμενοι επικεφαλής της κεμαλικής μερίδας του κράτους και ιδιαίτερα των ενόπλων δυνάμεων.

Αυτό, όπως αποδείχθηκε, είχε σοβαρά προβλήματα:

  1. Οι κεμαλιστές δίστασαν και η πολιτική τους ηγεσία αρνήθηκε να συμπράξει. Αυτό επέτρεψε στον Ερντογάν να αντιμετωπίσει ένα όχι αποφασιστικό αλλά διστακτικό (!) πραξικόπημα και μάλιστα υπερασπιζόμενος γενικά τον κοινοβουλευτισμό και να μιλά (με το δίκιο του) για «μειοψηφία των ενόπλων δυνάμεων».
  2. Η ίδια η ομάδα των πραξικοπηματιών περιλάμβανε στοιχεία όχι μόνο ταλαντευόμενα, αλλά πιθανότατα και ενδιάμεσα ή και σε ανοιχτή γραμμή με τον Ερντογάν. Είναι πια ξεκάθαρο ότι είχε διαρρεύσει οπωσδήποτε η προετοιμασία του και μάλλον και η έκρηξη του πραξικοπήματος.

Έτσι προαναγγέλθηκαν κρίσεις στο στρατό και κατόπιν βρέθηκε ελεύθερος να αντιδράσει τόσο ο ίδιος, όσο και η κυβέρνησή του, και στη συνέχεια το κόμμα του.
Το πραξικόπημα λειτούργησε ως πρόκληση για τον ίδιο και την ομάδα του ώστε να κινητοποιήσει το μπλοκ που τον στηρίζει μαζί με ορισμένους δημοκράτες που νομίζουν ότι παίζουν κεντρικό ρόλο, να ουδετεροποιήσει την αντιπολίτευση και τους Κούρδους και να δημιουργήσει το Κλίμα για ένα δικό του, πετυχημένο, πραξικόπημα.

Ο αντικειμενικά δημοκρατικός χαρακτήρας που δίνουν ορισμένοι στην κινητοποίηση κατά του πραξικοπήματος είναι πολύ συζητήσιμος. Εν μέρει ισχύει αλλά η λειτουργία των μιναρέδων ως εργαλείων κινητοποίησης παραπέμπει αλλού, η εμφάνιση των γκρίζων λύκων ως υπερασπιστών της νομιμότητας και τα καλάσνικωφ σε μια χώρα, που ο οπλισμός του κράτους είναι δυτικού τύπου, δείχνουν ότι υπάρχουν ισλαμικά τάγματα εφόδου, που μάλλον δεν συγκινούνται ιδιαίτερα από τις δημοκρατικές αξίες. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θυμόμαστε ότι μάζες , ενίοτε, κινητοποιούν και οι αντιδραστικοί.

Η Τουρκία βγαίνει, προσωρινά τουλάχιστον, αποδυναμωμένη απ’ αυτή την περιπέτεια. Ο κλονισμός κυρίως στον στρατό είναι μεγάλος. Απ’ αυτό προφανώς ευνοούνται οι Κούρδοι, οπωσδήποτε στην Συρία, αλλά ενδεχομένως και μέσα στην ίδια την Τουρκία. Το φάσμα του διαμελισμού είναι πιο ορατό από ποτέ.

Ένας αναπροσανατολισμός στην εξωτερική πολιτική είναι δεδομένος, αλλά κι εκεί το πεδίο είναι ναρκοθετημένο. Η στροφή προς την Ρωσία δεν είναι τόσο εύκολη, όσο λέγεται. Πρώτον, γιατί η ισλαμική βάση είναι αντιρωσική και μπορεί να τη βιώσει ως προδοσία. Δεύτερον, γιατί η Ρωσία δεν θα θυσιάσει βέβαια τους στρατηγικούς της συμμάχους στη Συρία. Ο Λαβρόφ ήταν σαφής επ’ αυτού.

Το καλύτερο που φαίνεται ότι μπορεί να πετύχει ο κ. Ερντογάν είναι ένας συμβιβασμός προκειμένου να αποφευχθεί ο δέκατος τρίτος στην ιστορία ρωσοτουρκικός πόλεμος. Το ερώτημα είναι πόσο επώδυνος και πόσο επωφελής θα είναι αυτός. Μέτωπο κατά των Κούρδων με συμμετοχή των Ρώσων είναι μάλλον απίθανο, εκτός αν γίνει δεκτή η πρόταση Ζιρινόφσκι (όχι σπάνια «λαγού» του Ρωσικού ΥπΕξ) για …συμμαχία Ρωσίας, Τουρκίας, Συρίας και Ιράν (!). Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται έξοδο από το ΝΑΤΟ και μάλλον θα οδηγήσει όχι απλώς σε Κουρδικό κράτος, αλλά σε προσπάθεια ίδρυσης μέσω αυτού ενός δεύτερου Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Γενικά, τα προβλήματα είναι μπροστά.

Η χώρα μας έχει ανοιχτά προβλήματα με τον τουρκικό επεκτατισμό, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο εκάστοτε φορέας του. Βραχυπρόθεσμα, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα δεν φαίνεται πιθανό, αλλά ένα από τα ενδεχόμενα είναι να ενταθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το πρόβλημα με τους «οκτώ» μπορεί να είναι μια αφορμή; Μένει να το δούμε. Από την άποψη του δικαίου είναι προφανές ότι οι «οκτώ» δεν μπορεί να εκδοθούν. Θα πρόκειται για μια δικαστική κρίση πολιτικής σκοπιμότητας και μια πολιτική πράξη ψοφοδεούς υποταγής. Δηλαδή για ένα ακόμα εξευτελισμό της χώρας. Ίσως θα έπρεπε από την άποψη του πολιτικού χειρισμού να εμπλακούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιτέλους, κάτι τέτοιο είναι εφικτό ακόμα και στα πλαίσια της μνημονιακής υποτέλειας!

* Γιάννης Χατζηαντωνίου, Δικηγόρος, Μέλος της Σ.Ε. του Νέου Αγωνιστή