Ο Βιργίλιος το είπε πρώτος, και μάλιστα, σε άπταιστα Λατινικά: si vis pacem, para bellum. Αν επιθυμείς την ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο. Λογικό είναι, ο ηγέτης ενός imperium που πιστεύει (και μάλιστα, πολιτεύτηκε μ’ αυτό ακριβώς το σλόγκαν) ότι διατηρεί το δικαίωμα να ρυθμίζει την εσωτερική πολιτική κρατών που κατέχουν στρατηγικό ρόλο στα, εκτός εθνικών συνόρων, συμφέροντά του, όχι μόνο να σέβεται αλλά και να επεκτείνει αυτή τη λογική. Να την επεκτείνει τόσο πολύ, ώστε να τη μετατρέπει σε «αν επιθυμείς την ειρήνη, κήρυξε πρώτος τον πόλεμο». 

Ads

Ή μήπως όχι;

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πολιτικός. Είναι ο άνθρωπος που διασάλπισε το σλόγκαν «Πρώτα η Αμερική». Που κατάφερε να πείσει ένα μεγάλο τμήμα του ψηφοφορικού σώματος ότι η πολιτική των ορθωμένων τειχών – μεταφορικά και κυριολεκτικά – θα οδηγήσει στην αναγέννηση μιας οικονομίας που παραπαίει. Ότι η αμερικανική βιομηχανία δεν πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικότητας· αλλά πλήττεται από επιθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού. 

Όλες οι παραπάνω πλάνες αφορούσαν ως επί το πλείστον εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ. Το βαυκάλισμα της κοινής γνώμης, που βλέπει στο πρόσωπο του Τραμπ έναν αποφασισμένο μεσσία της Αμερικής, είχε μια βραχύβια αυτοαναφορικότητα. Όταν αυτή θα εξαντλείτο, ένα άλλο αφήγημα θα έπρεπε να πάρει τη θέση της. Η εξαγωγή μιας αδιέξοδης εσωτερικής πολιτικής, έπρεπε να υποστεί μια μεταμόρφωση. Si vis pacem, para bellum… Όπως κάνουν, αιώνες τώρα, εκατοντάδες, ομοϊδεάτες ηγέτες…

Ads

Πριν από μερικές εβδομάδες, ένας αναλυτής των New York Times, έγραφε για τον Αμερικανό πρόεδρο: «Ντόναλτ Τραμπ. Ο άνθρωπος με τα διπλά βεληνεκή: το διανοητικό του είναι αντιστρόφως ανάλογο με εκείνο των πυραύλων του». Και προφήτευε: «η στάση αναμονής απέναντι στο Ιράν δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ ακόμα. Ακόμα κι αν ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος πιστεύει ότι ένας πόλεμος με το Ιράν θα είναι μια τρέλα, η ανάγκη του προέδρου να αποδείξει την επικυριαρχία των ΗΠΑ στον κόσμο θα επικρατήσει. Para bellum». 

Τι θέλει ο Τραμπ;

Η απάντηση έχει πολλά ερμηνευτικά επίπεδα. 

Στο επίπεδο κουβέντας καφενείου, θα αρκούσε να πει κανείς ότι «θέλει να κρατήσει την Αμερική μέσα στο παιχνίδι ελέγχου των ενεργειακών πόρων». Σε μια πιο αναλυτική συζήτηση, θα έπρεπε να λάβει υπόψιν του τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, τη δράση των σιϊτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων στο Ιράκ, το συνεχιζόμενο εμφύλιο σπαραγμό στη Συρία, την παραπομπή του προέδρου για προδοσία και την αδήριτη ανάγκη να στρέψει το ενδιαφέρον σε κάτι άλλο, κάτι που παραδοσιακά δημιουργεί ενοποιημένα μέτωπα ενάντια στους «άλλους». 

Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και η αμερικανική αντιπολίτευση που οσφραίνεται το αδύναμο θήραμα: μετά τις επιθέσεις κατά των αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, την απάντηση των ΗΠΑ σε στόχους της ιρανικής πολιτοφυλακής και την ανταπάντηση της Τεχεράνης κατά της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη, οι – μέχρι τότε – «φιλειρηνικοί» Δημοκρατικοί γύρισαν την πλάκα. Το δόγμα «με το δάχτυλο στη σκανδάλη» έγινε ξαφνικά αποδεκτό. Η επιλογή ενός στόχου υψηλού προφίλ δε θα εξέπληττε πλέον κανέναν. Ο Ιρανός στρατηγός Κασέμ Σολεϊμανί, ένας πραγματικός ροκ σταρ για τους εθνικιστές του Ιράν, ήταν ιδανικός. Η εξόντωσή του δεν προκάλεσε καμία ισχυρή αντίδραση. 

Για τα αμερικανικά media, η δολοφονική επίθεση κατά ενός στόχου στον οποίο δεν έχεις κηρύξει τον πόλεμο, δεν είναι δα και καμία παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Οι χλιαρές αντιδράσεις του BBC, οι «ήξεις, αφήξεις» δήλωσεις του γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες («ο κόσμος δεν μπορεί να αντέξει άλλον έναν πόλεμο στον Κόλπο»), και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου («ο κύκλος της βίας και των αντιποίνων πρέπει να σταματήσει») – αλλά και η κωμικά προκλητική δήλωση Μακρόν που ζήτησε από το Ιράν «να δείξει αυτοσυγκράτηση» (!) λένε πολλά. 

Τι μας λένε;

Κατ’ αρχάς, σπάνε τη φούσκα του αφηγήματος: «η Ευρώπη και η Αμερική έχουν εγκαταλείψει το δόγμα του επεκτατισμού». Και μόνον το γεγονός ότι σπεύδουν να συνασπιστούν με ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους τους, απέναντι – όχι σε έναν κοινό εχθρό αλλά σε έναν κοινό οικονομικό στόχο – τους προδίδει. 

Ο ΟΗΕ, τα ευρωπαϊκά όργανα που διασφαλίζουν τις αναζητήσεις ειρηνικών λύσεων, τα διεθνή φόρα των ηγετών, στέκουν μουδιασμένα μπροστά στα λόμπι των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Μέση Ανατολή και υπαγορεύουν, μέσα από τους δεκάδες χιλιάδες λομπίστες (και αυτός δεν είναι ένας φανταστικός αριθμός…) που κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια τους, την νεοαποικιοκρατική πολιτική τους. 

Οι ελάχιστες φωνές που μιλάνε για την ίδια, copy paste στρατηγική: «πόλεμος – ερήμωση – λεηλασία – εταιρική ανοικοδόμηση», αντιμετωπίζονται από το διεθνές πολιτικό κατεστημένο ως γραφικές. Η συνθηματολογική ρητορική «έτσι κι αλλιώς θα σφάζονταν μόνοι τους» θυμίζει το επιχείρημα των ναρκεμπόρων («αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος») και αντί να αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση λαμβάνεται υπόψιν ως σοβαρό επιχείρημα (ακόμα και στις αίθουσες του ευρωκοινοβουλίου!)

Μόνο ένα πράγμα έχει αλλάξει: τώρα που «προσφέραμε τη Δημοκρατία» στις πρώην αποικίες μας, μετατρέψαμε σε λέξη – ταμπού τον ιμπεριαλισμό. Δεν επιτρέπεται να την προφέρουμε. Τι λέω – να τη σκεφτόμαστε! Γιατί ο ιμπεριαλισμός, φέρνει στο μυαλό την εισβολή, τις σφαγές, την προσφυγιά, την απληστία, τη διχοτόμηση της ανθρωπότητας σε ανεπτυγμένους και αναπτυσσόμενους, το στράγγισμα του πλανήτη σαν να μην υπάρχει αύριο. 

Στην Αυστραλία, οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής σπάνε το κεφάλι τους για να βρούνε ένα επιχείρημα που να δικαιολογεί το δίπολο του Ινδικού Ωκεανού: μιας μετεωρολογικής ανωμαλίας που ευθύνεται για τις εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες που κατακαίνε τα δάση της, εδώ και τέσσερις μήνες! Θυελλώδεις άνεμοι και ξηρές αστραπές χωρίς βροχόπτωση (!) χαλάνε το αφήγημα του πρωθυπουργού της χώρας, Σκοτ Μόρισον, που δηλώνει ερωτευμένος με το λιγνίτη…

Όμως, αύριο υπάρχει. Από πάνω του κρέμεται η ίδια ταμπέλα, όπως τότε που ο Λεοπόλδος του Βελγίου (για να θυμόμαστε και την έδρα της Ενωμένης Ευρώπης μας) ξεπάστρεψε τους Κογκολέζους και έλαβε ως ιδιωτική περιουσία μια έκταση 76 φορές όσο το Βέλγιο. 

Και η ταμπέλα γράφει: «Είναι ο ιμπεριαλισμός».