Σύμφωνα με την κλασική θεωρία αποτροπής της φοροδιαφυγής, ο φορολογούμενος αποφασίζει να συμμορφωθεί με τις φορολογικές του υποχρεώσεις βλέποντας ότι το κόστος της φοροδιαφυγής υπερβαίνει αυτό της συμμόρφωσης. Η ορθολογική απόφαση στηρίζεται κύρια σε οικονομικούς λόγους, καθώς από τη μία πλευρά υπάρχει πρόστιμο εφόσον συλληφθεί να φοροδιαφεύγει και από την άλλη, είναι το όφελος της μη αποκάλυψης. Σε αυτά συνυπολογίζεται η εκτιμώμενη πιθανότητα σύλληψης για φοροδιαφυγή, δηλαδή, το πόσο πιθανό είναι να γίνει φορολογικός έλεγχος, πόσο πιθανό είναι να βρεθεί φοροδιαφυγή και ποια η πιθανότητα της επαναληψιμότητας του ελέγχου. 
 

Ads

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ένα επιπλέον κόστος. Είναι το ψυχικό κόστος του φορολογούμενου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που το οικονομικό όφελος της φοροδιαφυγής υπερβαίνει το αναμενόμενο πρόστιμο, ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέξει τη συμμόρφωση εάν θεωρεί ότι το ψυχικό κόστος είναι πολύ υψηλό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την πιθανότητα σύλληψης για φοροδιαφυγή και δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο φορολογούμενος συνειδητά επιλέγει τη συμμόρφωση. 
 

Το ψυχικό κόστος εξαρτάται από την προσωπικότητα του φορολογούμενου, το αξιακό του σύστημα, τις προσωπικές του αντιστάσεις και δυνατότητες, καθώς και από εξωτερικούς παράγοντες που ενθαρρύνουν την τιμιότητα και ως εκ τούτου, αυξάνουν το ανωτέρω κόστος. Από την άλλη πλευρά, η αποθάρρυνση της τιμιότητας και η λογική «να κλέβεις το κράτος δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό και άτιμο», γίνονται αντιληπτά από τον φορολογούμενο ως αδιάφορο ψυχικό κόστος, το οποίο δεν επηρεάζει αρνητικά την απόφασή του να φοροδιαφεύγει. 
 

Οι εξωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν το ψυχικό κόστος μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: στην προσήλωση στις ηθικές αξίες, στην κατηγοριοποίηση της συμπεριφοράς και στην παρουσία του θύματος. Η πολιτική που στοχεύει στην προσήλωση στις ηθικές αξίες, μειώνει την παράνομη πράξη χωρίς να μεταβληθεί η ευκαιρία γι’ αυτήν ή το οικονομικό κίνητρο που τη συνοδεύει. Όπως η αύξηση του ύψους των προστίμων ή η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, σύμφωνα με το κλασικό μοντέλο αποτροπής της φοροδιαφυγής, οδηγούν σε αναγκαστική συμμόρφωση (η φοροδιαφυγή κοστίζει περισσότερο για τον φορολογούμενο), έτσι και η προσήλωση στις ηθικές αξίες, φαίνεται ότι επηρεάζει αρνητικά την φοροδιαφυγή (μειώνει το κίνητρο και την προδιάθεση). 
 

Ads

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η κατηγοριοποίηση της συμπεριφοράς, δηλαδή, η διαδικασία κατά την οποία ο φορολογούμενος εκλογικεύει την ατιμία. Εάν θεωρεί ότι η φοροδιαφυγή δεν είναι κλοπή ή ατιμία, τότε το αυτοϊδεώδες του την αποδέχεται και αυτή έχει μικρό κόστος γι’ αυτόν από άποψη χρησιμότητας. Για παράδειγμα, η εύρεση χρημάτων έξω από ένα ATM μιας τράπεζας, σημαίνει ότι πρέπει να πάει άμεσα ο άνθρωπος στο κατάστημα και να παραδώσει το ποσό των χρημάτων που βρήκε. Ο ίδιος άνθρωπος που είναι ελεύθερος επαγγελματίας, δεν έχει ενδοιασμό να εισπράξει χρήματα χωρίς να εκδώσει φορολογικό στοιχείο για την παροχή της υπηρεσίας, κάνοντας με αυτό τον τρόπο φοροδιαφυγή. Στην πρώτη περίπτωση, τα χρήματα έξω από το ATM θεωρούνται ότι δεν είναι δικά του και δεν δικαιούται να τα κρατήσει, γιατί τότε η συγκεκριμένη πράξη ισοδυναμεί με κλοπή. Στη δεύτερη περίπτωση, η απόφαση για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου, δηλώνοντας τα χρήματα που εισπράττει, είναι μια φυσιολογική κατάσταση και δεν υπάρχει ζήτημα κλοπής. Η κατηγοριοποίηση μειώνει το ψυχικό κόστος της φοροδιαφυγής, έως και το εκμηδενίζει, όταν ο φορολογούμενος διώχνει από πάνω του την οποιαδήποτε ψυχολογικό δυσφορία από την επιλογή να παρανομήσει. Αυτή η κατάσταση, κατ’ αναλογία με το κλασικό μοντέλο αποτροπής της φοροδιαφυγής, έχει το ίδιο αποτέλεσμα όπως όταν επιλέγεται η μείωση των ποινών και των προστίμων για την φοροδιαφυγή ή αποφασίζεται η μείωση (ακόμα και η κατάργηση) των φορολογικών ελέγχων. 
 

Ο τρίτος εξωτερικός παράγοντας, η παρουσία του θύματος στην φοροδιαφυγή, έχει να κάνει με το εάν ο φορολογούμενος θεωρεί ότι με την πράξη του ζημιώνεται ένας άλλος άνθρωπος. Η κλοπή ζημιώνει άμεσα τον άνθρωπο του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία κλέβονται, οπότε, ο δράστης έχει πλήρη επίγνωση του αποτελέσματος της πράξης του. Στην φοροδιαφυγή ο ζημιωμένος είναι το κράτος, κάτι απρόσωπο και απροσδιόριστο, αρκετές δε φορές, για κάποιους ένας εχθρός. Αυτό σημαίνει ότι η φοροδιαφυγή δεν έχει άμεση αρνητική επίδραση, οπότε ο δράστης δεν βλέπει ότι υπάρχει θύμα και η πράξη του δεν έχει απτό κόστος σε τρίτα πρόσωπα. Η ύπαρξη άμεσου θύματος αυξάνει το ψυχικό κόστος της φοροδιαφυγής και συμβάλει στην αποτροπή της. 
 

Το φορολογικό χάσμα (η διαφορά μεταξύ των βεβαιωμένων και των εισπραττόμενων φόρων) για την Φορολογική Διοίκηση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα και μία πρόκληση που απαιτεί άμεσες λύσεις. Κάθε χρόνο χάνονται εκατομμύρια ευρώ φορολογητέας ύλης από σχετικής μικρής ποσότητας φοροδιαφυγή ανά φορολογούμενο, που όμως γίνεται από μεγάλο αριθμό φορολογουμένων. Συνολικά η ζημία για το κράτος είναι μεγάλη, αλλά το κόστος της αντιμετώπισης του προβλήματος είναι εξίσου σημαντικό. 
 

Η εφαρμογή επιλογών που εντάσσονται στο κλασικό μοντέλο αποτροπής της φοροδιαφυγής, δηλαδή η αύξηση των έμμεσων φόρων ή η εντατικοποίηση των ελέγχων, εκτός ότι κοστίζουν πολύ, έχουν αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο. Η επικέντρωση στην εφαρμογή πολιτικών που στοχεύουν στο ψυχικό κόστος της φοροδιαφυγής και ουσιαστικά παρεμβαίνουν σε ζητήματα συμπεριφοράς των φορολογουμένων, έχουν μικρότερο οικονομικό κόστος και η επίδρασή τους στην κοινωνία είναι μεγαλύτερη σε βάθος χρόνου, αποσκοπώντας στην ενσυνείδητη επιλογή των ατόμων να αποτρέπουν την φοροδιαφυγή και όχι στην αναγκαστική απόφαση λόγω αυστηρών μέτρων και εντατικών ελέγχων. 
 

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι θέμα πολιτικών επιλογών και ανάλυσης κόστους – ωφέλειας των εναλλακτικών που προσφέρονται, πάντοτε συνυπολογίζοντας στα οικονομικά μεγέθη και τα κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις αυτών των επιλογών.