Μέχρι το 1933, η κομμουνιστική αριστερά θεωρούσε τη σοσιαλδημοκρατία ως τον κύριο αντίπαλό της. Με συνέπεια να μην αντιληφθεί τον Ναζιστικό κίνδυνο. Το Γερμανικό ΚΚ πλήρωσε το τίμημα στα στρατόπεδα εξόντωσης, μαζί με πολλά άλλα θύματα βέβαια. Το Γαλλικό ΚΚ δεν έκανε το ίδιο λάθος και αντέταξε στην άνοδο των ακροδεξιών, το Λαϊκό Μέτωπο, σε συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Ads

Σήμερα, στη μνήμη της Γαλλικής αριστεράς, στριφογυρίζουν αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Φοβάμαι ότι προσεγγίζει όμως το θέμα με έναν μηχανιστικό τρόπο,  προχωρώντας σε ένα copy-paste , όπου ο Macron παίρνει τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας και η Le Pen τη θέση του τότε φασισμού.

Ας επιχειρήσουμε μια πιο προσεκτική ανάλυση, αφήνοντας στην άκρη τις απατηλές ομοιότητες. Γιατί ο φασισμός της δεκαετίας του ’30 ήταν σε θέση να καταλάβει την εξουσία; Πολλές αιτίες βέβαια, αλλά μια ήταν καθοριστική. Ο φασισμός είχε την αποφασιστική στήριξη των καπιταλιστικών δυνάμεων της εποχής, που βλέπανε σε αυτόν το ανάχωμα κατά του «μπολσεβίκικου κινδύνου». Ένα ανάχωμα πιο αποτελεσματικό από οποιαδήποτε μαλθακή κεντρώα δύναμη. Είναι μεταθέσιμο αυτό το σχήμα στην σημερινή κατάσταση; Προφανώς όχι! Για πολλούς λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι οι δικτατορίες, που επιβάλλονται με την ωμή βία, όλο και σπανίζουν. Οι δικτατορίες του προλεταριάτου, όπως και αυτές των συνταγματαρχών ή κάθε άλλη παραλλαγή, τείνουν να εξαφανιστούν. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει πλέον «μπολσεβίκικος κίνδυνος» ή όποιο άλλο αντίπαλο δέος. Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος, είναι ότι οι οικονομικές δυνάμεις, που επέτρεψαν την αναρρίχηση του φασισμού στη δεκαετία του ’30, δεν χρειάζονται πλέον το φασιστικό ανάχωμα για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Απόδειξη είναι ότι, αν ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά δεινά, σίγουρα δεν υποστηρίζει την Marine Le Pen. Γιατί αυτή η ιστορική αλλαγή;

Ads

Ας εξετάσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων. Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η εξουσία βρίσκονταν στα χέρια των κυβερνήσεων, μέσω του ελέγχου των κατασταλτικών φορέων, αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης (κρατική ραδιοτηλεόραση, λογοκρισία κλπ.). Σήμερα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Τα μίντια είναι αυτά που ελέγχουν τις κυβερνήσεις. Και τα μίντια ελέγχονται από τις επιχειρηματικές δυνάμεις. Στη Γαλλία πχ μόνο η κομμουνιστική Humanité, η καθολική La Croix και το σατιρικό Canard Enchainé ξεφεύγουν πλέον από τον κανόνα αυτό. Και στην Ελλάδα η «ομαλοποίηση» του μιντιακού τοπίου συνίσταται ουσιαστικά σε μεταφορά ιδιοκτησίας από έναν μεγαλοεπιχειρηματία στον άλλον. Αυτός ο έλεγχος, που εισβάλει καθημερινά σε κάθε σπίτι, αποδεικνύεται πιο αποτελεσματικός από οποιαδήποτε «εξωτερικό» έλεγχο, δια της επιβολής.

Πρόκειται για ένα νέο τριγωνικό σχήμα άσκησης της εξουσίας. Το επιχειρηματικό κεφάλαιο  ελέγχει τα μίντια, τα οποία ελέγχουν τους κυβερνόντες. Οι πολιτικοί είναι οι ηθοποιοί, λίγο-πολύ «αναλώσιμοι», που έχουν τον πιο περίοπτο ρόλο αλλά και τον λιγότερο καθοριστικό. Τα κυρίαρχα μίντια παίζουν το ρόλο του σκηνοθέτη. Και οι επιχειρηματίες είναι οι παραγωγοί, δηλαδή αυτοί που φαίνονται το λιγότερο και αποφασίζουν για όλα. Η περίπτωση του Macron είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας κατάστασης. Προϊόν του μεγαλοτραπεζίτη Rothschild, χρήστηκε σταρ εν ριπή οφθαλμού από τα μίντια, και όπου να’ ναι προάγεται σε πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς να έχει ποτέ διεξάγει έναν αγώνα στη ζωή του, χωρίς καν να έχει συγκροτήσει ένα πολιτικό κίνημα.

Αυτή η νέα πραγματικότητα είναι μια βασική πτυχή της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού, που αποκτά πλέον το χαρακτήρα μιας καινούργιας δικτατορίας. Είναι αυτή που επιτρέπει σε ηγετικό στέλεχος της ΕΕ να δηλώνει ότι οι εκλογές σε μια χώρα δεν μπορούν να αλλάζουν τις αποφάσεις του Eurogroup. Είναι αυτή που επιτρέπει στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ να μετατρέπουν σε «Ναι», το μαζικό «Όχι» ενός λαού ενάντια σε μια πολιτική λιτότητας. Είναι αυτή που επιτρέπει σε διορισμένους τεχνοκράτες, να επαναφέρουν από το παράθυρο της συνθήκης της Λισσαβόνας, όσα οι πολίτες ρητά απέρριψαν με δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Είναι αυτή που επιτρέπει στις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις να διαλύουν το κοινωνικό κράτος, επικαλούμενες την κρίση, που οι ίδιες προκαλούν και συντηρούν.

Θα μου πείτε όμως: και ο κίνδυνος της ακροδεξιάς; Ας επισημάνουμε καταρχήν ότι η Marine Le Pen, ακόμα και αν εκλεγόταν στην προεδρία, δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς πλειοψηφία στο κοινοβούλιο (θα γίνουν εκλογές σε ένα μήνα). Γεγονός που δεν μπορεί να συμβεί, διότι στο Γαλλικό εκλογικό σύστημα, οι πλειοψηφίες σχηματίζοντες στο 2ο γύρο, βάσει συμμαχιών. Και το Εθνικό Μέτωπο δεν διαθέτει καμία. Αλλά κανένας κίνδυνος δεν πρέπει να αμεληθεί.

Ας προχωρήσουμε λοιπόν την ανάλυση σε βάθος. Ποιος είναι ο λόγος της ανόδου της Le Pen; Είναι πλέον δεδομένο ότι προέρχεται από τα προκλητικά προνόμια της νέας ελίτ, της οποίας ο Macron είναι η φανταχτερή απεικόνιση, από τη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης προς όφελος αυτής της νέας ελίτ, από την συρρίκνωση της δημοκρατίας για να επιβληθεί η διάλυση του κοινωνικού κράτους κλπ. Με απλά λόγια, είναι η πολιτική-Macron αυτή που στρώνει το χαλί στην Le Pen. Να ψηφίσεις υπέρ της αιτίας ενός προβλήματος, ελπίζοντας ότι έτσι θα απομακρύνεις το αποτέλεσμά του, είναι προφανώς ένας παραλογισμός.

Σήμερα, ένα μέρος της αριστεράς είναι στα πρόθυρα να διαπράξει ένα λάθος, από ελλιπή  ανάλυση, όπως έγινε και στη δεκαετία του ’30, μη διακρίνοντας τις αλλαγές στο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ισχύσει κανένα copy-paste μεταξύ του χθες και του σήμερα, ακόμα και αντιστρέφοντας τους όρους. Το Λαϊκό Μέτωπο ήταν μια συνετή συμμαχία. Δεν υπάρχει όμως κανένα δυνατό πεδίο δράσης μεταξύ της αριστεράς και της Le Pen. Αλλά δεν υπάρχει επίσης καμία δυνατότητα σύγκλησης, ούτε συγκυριακή, ούτε στιγμιαία, με τις κυρίαρχες αντίπαλες δυνάμεις του σήμερα και του αύριο, δηλαδή με την βιτρίνα-Macron που κρύβει τον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο νέος ολοκληρωτισμός είναι ένα μείζον τερατούργημα, πηγή πολλών δεινών, μεταξύ των οποίων είναι και το υποπροϊόν  Le Pen. Η αριστερά δεν πρέπει να εγκλωβιστεί σε ένα ψευτο-δίλημμα. Το να παρασυρθεί να συμμετάσχει σε μια καταστροφική επιλογή θα ήταν μια παραίτηση και μια ένδειξη πολιτικής αδυναμίας. Η αριστερά μπορεί και πρέπει να διεξάγει τον αγώνα της σε όλα τα μέτωπα, έναν αγώνας μακράς πνοής, με συνέπεια και πίστη στην ορθότητά του.