Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης και παράλληλα με τη συζήτηση για τις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ξεκίνησε ένας διάλογος για τα Πρότυπα Πειραματικά (στο εξής ΠΠ) σχολεία. Τα θέματα που τέθηκαν αφορούν στη λειτουργία, τη χρησιμότητα, καθώς και στις ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές της δόμησης των ΠΠ.

Ads

Ένα βασικό ζήτημα, το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν αναδείχθηκε, είναι το γεγονός ότι στα ΠΠ έγινε μια πρώτη εφαρμογή των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που προωθούνται από Διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα. Οι αλλαγές αυτές ακολουθούν συνήθως τα προγράμματα οικονομικής στήριξης και ανήκουν στην «εργαλειοθήκη» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Η αποκέντρωση, η επιλογή σχολείου και η λογοδοσία (αξιολόγηση) αποτελούν το βασικό πυλώνα τους. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος της φυσιογνωμίας των ΠΠ, όπως αυτή καθορίστηκε με τον υπό κατάργηση / αναθεώρηση νόμο Ν.3966/2011.

Αναλυτικότερα:

Πρώτον, τα ΠΠ είναι σχολεία που λειτουργούν σε ένα τελείως διαφορετικό από τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία πλαίσιο. Υπάρχει μια επιτροπή, η οποία για παράδειγμα καθορίζει τα κριτήρια πρόσληψης και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, που μπορεί να εντάσσει, αλλά και να αποβάλλει σχολεία στα ΠΠ κα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα σχολεία αυτά έχει ήδη εφαρμοστεί η αξιολόγηση.
 
Δεύτερο, τα ΠΠ είναι σχολεία που επιλέγονται από τους/τις γονείς και κηδεμόνες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι στα ΠΠ μπορούν να ενταχθούν και άλλες μονάδες, όταν αυτές πληρούν μια σειρά από προϋποθέσεις και αφού ολοκληρώσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία.

Ads

Τρίτον, τα ΠΠ είναι σχολεία που επιλέγουν τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. Σχολεία δηλαδή, στα οποία δεν μπορούν να φοιτήσουν όλοι οι μαθητές και όλες οι μαθήτριες. Περισσότερα ΠΠ σημαίνει μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής σχολείου για εκείνους/ες τους/ις γονείς και κηδεμόνες που δεν φαίνονται ικανοποιημένοι/ες από τα δημόσια «σχολεία της γειτονιάς» και αδυνατούν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά.

Σημαίνει όμως και πιο πολλά σχολεία που θα θέτουν κριτήρια για να επιλέγουν το μαθητικό τους δυναμικό. Σημαίνει ακόμη, ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των μαθητών/τριών θα διαχωρίζεται σε σχολεία, σε τάξεις και σε ομάδες διαφορετικών ταχυτήτων. Η πρακτική αυτή έχει εφαρμοστεί σε πολλά σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (magnet, charter) και της Μεγάλης Βρετανίας (Free Schools), τα οποία, ανεξάρτητα από τους στόχους της ίδρυσής τους, λόγω της μεγάλης ζήτησης, καθώς και της πίεσης που υφίστανται για να διακριθούν, επιλέγουν το μαθητικό τους δυναμικό.

Από την πρακτική αυτή (tracking) θα ωφεληθούν τόσο οι καλές μαθήτριες που θα «τρέχουν» γρηγορότερα, όσο και οι αδύνατοι μαθητές αφού θα βαδίζουν με πιο αργούς ρυθμούς και θα μπορούν να αφομοιώνουν την «ελαφρύτερη» ύλη, υποστηρίζουν όσοι/ες την προωθούν. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι ο διαχωρισμός θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τους καλούς μαθητές, αφού θα φοιτούν σ’ ένα «αποστειρωμένο» περιβάλλον και δεν θα μάθουν να συγχρωτίζονται και να συνεργάζονται με άτομα με τα οποία αργότερα θα έχουν επαφές, συναλλαγές και θα συνυπάρχουν στον κοινωνικό και εργασιακό τους χώρο (κοινότητα, εταιρεία, οργανισμού κλπ.). Οι συνέπειες θα είναι αρνητικές και για τις αδύνατες μαθήτριες, οι οποίες υφίστανται μια αρνητική διάκριση, αλλά και στερούνται τους συμμαθητές τους που θα τους «τραβούσαν» σε καλύτερες επιδόσεις.

Σο ζήτημα των επιδόσεων δεν φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία μεταξύ όσων επιστημόνων έχουν ασχοληθεί. Αυτό που θεωρώ αναμφισβήτητο όμως, είναι το γεγονός ότι ο διαχωρισμός των μαθητών/τριών με βάση την ακαδημαϊκή τους επίδοση ενισχύει τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και συμβάλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι ασύμβατος με ένα σχολείο δημοκρατικό, ανοιχτό σε όλους και σε όλες.

Ένα σχολείο ενταξιακό και φιλικό προς τη (κάθε) διαφορετικότητα, το οποίο δεν αποκλείει τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τους/τις μαθητές/τριες που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και από διαφορετικό εθνοτικό περιβάλλον. Τα παιδιά αυτά έχουν, συνήθως, χαμηλότερη επίδοση στις εξετάσεις κατάταξης, όχι επειδή οι ικανότητές τους είναι μειωμένες, αλλά για λόγους οικονομικούς, για λόγους που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον στο οποίο ανατρέφονται και των ευκαιριών μάθησης που είχαν μέχρι τη στιγμή των εξετάσεων κατάταξης.

Κλείνοντας, υπογραμμίζω ότι ένα δημοκρατικό σχολείο θα πρέπει ταυτόχρονα να παρέχει μια τέτοια ποιότητα εκπαίδευσης, η οποία δεν θα αφήνει χώρο για αμφισβήτηση. Αυτό είναι ένα αίτημα, το οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς (Υπουργείο, εκπαιδευτικοί, γονείς) θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με τη δέουσα προσοχή και υπευθυνότητα.

* Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος είναι λέκτορας Παιδαγωγικής στο ΠΤΔΕ του ΑΠΘ