Η αιτία του περιβαλλοντικού προβλήματος του πλανήτη είναι το επιθετικό μοντέλο της ανάπτυξης που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Το οποίο έχει υπερβεί τη φέρουσα ικανότητα, τη μέγιστη δηλαδή αντοχή στις πιέσεις, τόσο των επιμέρους οικοσυστημάτων, όσο όμως και του παγκόσμιου περιβαλλοντικού συστήματος.

Ads

Ανάπτυξη και Περιβάλλον είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς περιβαλλοντική βάση. Ορυκτά, φυσικοί και ενεργειακοί πόροι, δάση, έδαφος, νερά και οικοσυστήματα τροφοδοτούν τις οικονομικές δραστηριότητες και αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη.

Όπως, αντίστοιχα, δεν υπάρχει και κανένα περιβαλλοντικό πρόβλημα που να μην έχει την αιτία του στην οικονομική ανάπτυξη. Η εξάντληση των φυσικών και ενεργειακών πόρων και η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και των φυσικών διαθεσίμων οφείλεται στις αναπτυξιακές δραστηριότητες που όσο εντείνονται, τόσο καταναλώνουν και ρυπαίνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των περιβαλλοντικών αγαθών.

Το αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο αποτυπώνεται με τον υπολογισμό της ημέρας υπέρβασης της γης, (earth overshoot day).

Ads

Που είναι εκείνη η ημέρα κάθε χρόνου, μέχρι την οποία έχει καταναλωθεί το σύνολο των ανανεώσιμων αποθεμάτων της γης. Που σημαίνει ότι μετά από αυτήν, η ανάπτυξη εξαντλεί πλέον τα μόνιμα αποθέματα του πλανήτη.

Φέτος η ημέρα υπέρβασης της γης ήταν στις 29 Ιουλίου. Επί 5 μήνες δηλαδή φέτος, από τον Αύγουστο μέχρι το τέλος της χρονιάς, η ανάπτυξη στηρίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση μόνιμων αποθεμάτων, τα οποία δεν πρόκειται να αναπληρωθούν ποτέ.

Αυτό συμβαίνει συστηματικά, με διαρκώς επιδεινούμενους ρυθμούς από το 1970, οπότε ήταν η τελευταία χρονιά που η ημέρα υπέρβασης της γης έδειξε ισορροπία, καθώς βρέθηκε στο οριακό σημείο να συμπίπτει με το τέλος του Δεκεμβρίου.

Το αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο επίσης αποτυπώνεται από τις εκτιμήσεις ότι αν ολόκληρος ο πλανήτης είχε τους ρυθμούς ανάπτυξης των ΗΠΑ, θα χρειαζόταν οι φυσικοί πόροι 5 πλανητών σαν τη γη για να συντηρηθεί αυτή η ανάπτυξη, αν αναπτύσσονταν σαν τη Γερμανία θα χρειαζόταν 3 πλανήτες, σαν το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία 2,7, σαν την Ισπανία 2,5, ενώ αν όλος ο πλανήτης είχε την ανάπτυξη της Ινδίας, θα καταναλώνονταν τα περιβαλλοντικά αγαθά μόνο του 0,7 της γης.

Αν συνεχίσουμε λοιπόν να εξαντλούμε και να καταστρέφουμε το περιβάλλον με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, σύντομα θα χρειάζονται κοντά στους 3 πλανήτες σαν τη γη για να συντηρηθεί αυτή την ανάπτυξη. Η κλιματική κρίση είναι μια κορυφαία και σε παγκόσμια κλίμακα εκδήλωση του περιβαλλοντικού προβλήματος.

Η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας του κλίματος οφείλεται στην εντατική, εδώ και δεκαετίες, παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας. Η οποία εκδηλώνεται μέσω της υπέρμετρης και της σωρευτικής, εδώ και χρόνια, εκπομπής αερίων της καύσης, που επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η απανθρακοποίηση συνεπώς, η απεξάρτηση δηλαδή της παραγωγής ενέργειας από τον άνθρακα, η οποία αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό.

Είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής που έχει ως στόχο την εφαρμογή ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης, συμβατού με τα όρια και τις αντοχές του περιβάλλοντος, που θα στηρίζεται στην αρχή της εξοικονόμησης των πόρων του πλανήτη.

Η Αειφόρος Ανάπτυξη, η οποία κατατέθηκε το 1992 στο Ρίο στη Γενική Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ, έθεσε το ζήτημα της εξάντλησης και της υποβάθμισης των περιβαλλοντικών συστημάτων στις σωστές του διαστάσεις. Καθώς για πρώτη φορά συνέδεσε τις αιτίες του περιβαλλοντικού προβλήματος με την οικονομική ανάπτυξη.

Η αναζήτηση ενός νέου, βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης το οποίο δεν θα παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητα της φύσης, ήταν το μεγάλο ζητούμενο της παραδοχής της αειφορίας.

Ο στόχος αυτός για να γίνει εφικτός, απαιτεί μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μια προϋπόθεση που όμως δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί εν μέσω της επιθετικής ανάπτυξης που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση και των φρενήρων ρυθμών του οικονομικού ανταγωνισμού που συνδέθηκαν με αυτήν. Πολλώ δε μάλλον η προϋπόθεση αυτή δεν έγινε εφικτό να υλοποιηθεί όταν οι ευαίσθητοι κρίκοι της παγκόσμιας οικονομικής αλυσίδας βυθίστηκαν στην κρίση, την τελευταία δεκαπεντατία.

Η πράσινη μετάβαση προς ένα μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με τα όρια της γης είναι η μετεξέλιξη της αρχικής ιδέας της αειφορίας.

Η Πράσινη Ανάπτυξη είναι μια νέα πρόκληση για την ανθρώπινη ευφυία. Αν η απανάπτυξη και η ύφεση της οικονομίας δεν μπορούν να είναι η λύση για την ανθρωπότητα, τότε πρέπει να βρεθούν νέες, «πράσινες» αναπτυξιακές δραστηριότητες, που δεν θα αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον.

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή, η αιολική, η κυματική και η γεωθερμική, βρίσκονται στην καρδιά αυτού που επιδιώκεται με την πράσινη μετάβαση. Γιατί ενώ παράγουν ενέργεια, έχουν δύο τεράστια πλεονεκτήματα.

Το πρώτο είναι ότι δεν εξαντλούνται, όπως εξαντλούνται οι ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι, ο άνθρακας, ο λιγνίτης, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο κλπ. Και το δεύτερο ότι είναι καθαρές μορφές ενέργειας, με την έννοια ότι δεν αφήνουν αρνητικό ίχνος στο περιβάλλον, όπως συμβαίνει με τα αέρια της καύσης.

Η αναζήτηση λοιπόν «πράσινων» δραστηριοτήτων, όπως είναι οι ΑΠΕ, η οικολογική γεωργία και ο οικοτουρισμός, που ενώ συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, δεν υπόκεινται σε περιορισμούς καθώς δεν εξαντλούν, ούτε υποβαθμίζουν το περιβάλλον, είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα.

Η διάκριση μεταξύ ανάπτυξης, (development) και μεγέθυνσης (grouth) της οικονομίας δίνει προστιθέμενη αξία στο «πράσινο» εγχείρημα.

Που σημαίνει ότι η ευφορία που προκαλεί η ιδέα της πράσινης μετάβασης δεν πρέπει να μας απομακρύνει από τον αρχικό στόχο, που ήταν η προσαρμογή της ανάπτυξης στα δεδομένα της φύσης και όχι το αντίθετο, η προσαρμογή δηλαδή της φύσης στα δεδομένα της ανάπτυξης. Που αποδείχθηκε εξ αντικειμένου ανέφικτο, αφού το περιβάλλον είναι πεπερασμένο και εξελίχθηκε καταστροφικά τόσο για τη γη, όσο και για την ίδια την ανάπτυξη.

Η ύβρις της υπέρβασης των ορίων της φύσης δεν είναι συμβατή με την ιδέα της πράσινης μετάβασης. Που σημαίνει ότι η απεξάρτηση από τον άνθρακα και η επένδυση στις ΑΠΕ δεν είναι πανάκεια για την τροφοδότηση ενός νέου και για μια ακόμη φορά αδηφάγου και άπληστου μοντέλου ανάπτυξης που θα στηρίζεται στην παραγωγή και την κατανάλωση ολοένα και περισσότερων αγαθών.

Το φαινόμενο του «ριμπάουντ», το οποίο συμβάλλει στην αποτυχία κάθε μορφής διατροφικής δίαιτας, είναι χαρακτηριστικό και για την υπόθεση της πράσινης μετάβασης.

Αν κάποιος υπέρβαρος, μεθυσμένος από την ευφορία της ανακάλυψης διαιτητικών ειδών διατροφής, όπως των γλυκών με υποκατάστατα ζάχαρης, καταναλώνει με μεγαλύτερους ρυθμούς τα «μαγικά» γλυκίσματα, είναι βέβαιο ότι δεν θα αδυνατίσει ποτέ. Γιατί θα συνεχίσει να παίρνει, τρώγοντας περισσότερα προϊόντα με υποκατάστατα ζάχαρης, τις ίδιες ή και περισσότερες θερμίδες από πριν.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα είναι σαφής. Δεν αρκούν η απεξάρτηση από τον άνθρακα και η αντικατάσταση της παραγωγής της ενέργειας από ΑΠΕ για την επιτυχία του στόχου της καταπολέμησης του μεγαλύτερου περιβαλλοντικού προβλήματος της εποχής, της κλιματικής αλλαγής.

Χρειάζεται η συνδρομή και ενός τρίτου και απαραίτητου όρου. Που είναι η δραστική μείωση της ενέργειας που παράγεται και καταναλώνεται στον πλανήτη.

Η εξοικονόμηση της ενέργειας κα των φυσικών πόρων είναι η τρίτη και αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία της προσπάθειας της αναστροφής της περιβαλλοντικής κρίσης. Χωρίς αυτήν, ούτε ο στόχος της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μπορεί να γίνει εφικτός, ούτε το περιβαλλοντικό πρόβλημα του πλανήτη μπορεί να ξεπεραστεί.

Μια γεύση από το αδιέξοδο της ανορθόδοξης, χωρίς σχεδιασμό, όσο και βιαστικής απολιγνιτοποίησης στην οποία προχώρησε η ελληνική κυβέρνηση, το πήραμε πρόσφατα. Όταν ενόψει της διεθνούς αύξησης των τιμών της ενέργειας μετά το καλοκαίρι, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει άτακτα και να επαναφέρει, άρον άρον, τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων στην Πτολεμαϊδα.

Η χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση, με ταυτόχρονη επένδυση στις ΑΠΕ, χωρίς την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, της δραστικής μείωσης της παραγόμενης ενέργειας, δεν αποτελεί μέρος της πράσινης μετάβασης, αλλά μια άλλη εκδήλωση ενός «πράσινου» καπιταλισμού.

Όπως και μεγάλες οικολογικές καταστροφές, όπως η καταστροφή των 1,3 εκατομμυρίων στρεμμάτων δασικής γης από τις πυρκαγιές που συνέβη στη χώρα το καλοκαίρι, δεν μπορεί να προσπερνάται και να συμψηφίζεται με την εγκατάσταση νέων αιολικών πάρκων στις καμένες βουνοκορφές και στα καμένα δάση.

Γιατί ο στόχος της πράσινης ανάπτυξης δεν είναι η άνευ όρων εύρεση διεξόδων πλουτισμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ με αρνητικές κοινωνικές, όσο και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά η αντιμετώπιση της κλιματικής και της περιβαλλοντικής κρίσης. Η οποία δεν θα επιτευχθεί με το ίδιο μέχρι τώρα παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο της μεγέθυνσης της οικονομίας σε βάρος του περιβάλλοντος.

Η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης απαιτεί ένα νέο και ήπιο μοντέλο πράσινης ανάπτυξης που θα σεβαστεί τα όρια του περιβάλλοντος και θα ικανοποιήσει ισότιμα τόσο την οικονομική, όσο και την περιβαλλοντική, αλλά και την κοινωνική απαίτηση για μια ανάπτυξη που θα την αντέχει ο πλανήτης.