Ο πρωθυπουργός δήλωσε ρητά πως οι εκλογές θα γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019. Και φαίνεται πως πράγματι έχει δίκιο. Πως δεν έχει μάλλον άλλη πλέον επιλογή. Ας δούμε τα δεδομένα.

Ads

Η Εκκλησία, παρά την παρουσία του μετριοπαθούς Ιερώνυμου, βρίσκεται πλέον οριστικά απέναντι στην κυβέρνηση, ενώ και ο Στρατός, μετά και τις πιέσεις στα ειδικά μισθολόγια, επίσης είναι δυσαρεστημένος και εχθρικός με την κυβέρνηση.

Η Δικαιοσύνη γενικώς βράζει εναντίον της, γεγονός πολύ σοβαρό, διότι με κόντρα τους δικηγόρους και του δικαστές η κυβέρνηση όχι μόνο χάνει ένα μεγάλο εκλογικό ακροατήριο, αλλά δεν μπορεί και να ασκήσει εύρυθμα διοίκηση.

Στους ΟΤΑ, χώρο σχετικά προνομιακό για την αριστερά μέχρι τώρα, υπάρχει μεγάλη αγανάκτηση μετά την μεταφορά των αποθεματικών, ενώ όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κινούνται σκληρά αντικυβερνητικά.

Ads

Το Διπλωματικό Σώμα δεν φαίνεται να ελέγχεται, ενώ στο χώρο της υγείας οι υπουργοί βρίσκονται απέναντι στη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΙΑ, που περιμένουν τους υπουργούς στις εισόδους των νοσοκομείων να τους προπηλακίσουν. Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και στην κοινή ωφέλεια, με αυξανόμενη μάλιστα ένταση εξαιτίας των επερχόμενων ιδιωτικοποιήσεων. 

Τα μεγάλα ΜΜΕ εξακολουθούν να είναι σε αντικυβερνητική γραμμή και έχουν απομείνει σε φιλοκυβερνητική κατεύθυνση εφημερίδες μικρής κυκλοφορίας και κανάλια μικρής τηλεθέασης. Σε κλίμα γενικευμένης αγανάκτησης εξαιτίας των πλειστηριασμών κατοικιών, αυτός ο συσχετισμός γίνεται όλο και πιο πνιγηρός για την κυβέρνηση.

Στο χώρο της παιδείας μπορεί η κυβέρνηση να έχει τον έλεγχο τυπικά, αλλά στους κόλπους των φοιτητών και των σπουδαστών η επρροή του Συριζα είναι πολύ μικρή πλέον, καθώς έχει μετατοπιστεί μεγάλο μέρος της αριστερής νεολαίας κυρίως προς την Ανταρσία (που φτάνει στα γκάλοπ πάνω από 2%!).

Θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ πως οι τοπικές κομματικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι εξαιρετικά ολιγομελείς και ανίσχυρες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται κινητικότητα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, καθώς στην επαρχία βλέπουν πως κάτι κινείται πάλι στην κεντροαριστερά, με αποτέλεσμα να έχουμε σε κάθε δημοσκόπηση νέα αύξηση των ποσοστών της.

Όλο αυτό το σκηνικό καταδεικνύει πως η μόνη αιτία που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατρακυλήσει σε πολύ χαμηλά ποσοστά είναι ο ίδιος ο Τσίπρας, ο οποίος έχει προς το παρόν ένα ευρύτερο ακροατήριο, δείχνει ακόμα σχετικά φρέσκος πολιτικά και καταφέρνει, παρά τις πρωτοφανείς κυβερνητικές αστοχίες, τις μεγάλες περικοπές στα εισοδήματα και τις αθετήσεις σχεδόν όλων των υποσχέσεων του, να συγκρατεί μεγάλο μέρος των δυνάμεων.

Πλην όμως αυτό δεν θα είναι αρκετό για να αποφευχθεί η βαριά εκλογική ήττα. Με τόσο ισχνή πρόσβαση σε όλους τους θεσμικούς μηχανισμούς, με ελάχιστη πρόσβαση πλέον στον συνδικαλιστικό χώρο και στα ΜΜΕ, με τον Καμμένο σχεδόν πολιτικά τελειωμένο και άρα παράγοντα αστάθειας και τη νεολαία στην πλειοψηφία της απέναντι, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να περιμένει τις καλές ειδήσεις από το τέλος των μνημονίων.

Αλλά αυτό έχει προεξοφληθεί και κανένας δεν ασχολείται πια μαζί του. Μένουν οι παροχές της τελευταίας στιγμής. Αυτές δεν μπορούν να καλύψουν τις απώλειες και επίσης – το κυριότερο – δεν ενδιαφέρουν τον περισσότερο κόσμο. Είναι βέβαια ικανές να συγκρατήσουν την πτώση, πλην όμως δεν πρόκειται να ανατρέψουν την τάση.

Ποια είναι η τάση; Αυτή που έδειξε τη εξαμηνιαία έρευνα της MRB, η οποία δίνει εκτιμήσεις με σχετικά αξιόπιστο τρόπο. Σύμφωνα μ’ αυτήν η ΝΔ βαδίζει προς το 35 – 36, δηλαδή προς την αυτοδυναμία, με δεδομένο πως τα εκτός Βουλής κόμματα, όπως φαίνεται, θα έχουν ποσοστό άνω του 10%. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει μόνον εάν υπήρχε κάθοδος κοινή όλων των αντιμνημονιακών κομμάτων – πράγμα δύσκολο – και εάν κατάφερναν να μπουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ, πράγμα απίθανο. Αλλά η ένωση των αντιμνημονιακών κομμάτων μπορεί να δυσκόλευε την αυτοδυναμία της ΝΔ, πλην όμως θα δημιουργούσε ένα πολιτικό χώρο υποδοχής δυσαρεστημένων του ΣΥΡΙΖΑ, ικανό να τον φθείρει σοβαρά από τα αριστερά του.

Με αυτά τα δεδομένα, πράγματι η κυβέρνηση, εδώ που έχει φτάσει, ίσως να μην έχει και άλλη επιλογή από την εξάντληση της τετραετίας. Αλλά κάτι τέτοιο θα ακύρωνε οριστικά τη στρατηγική σύντομης επανόδου κατά την προεδρική εκλογή του ’20, εφόσον μια κυβέρνηση που έχει εκλεγεί το ’19 δεν πρόκειται να πέσει σε έξι μήνες.

Όπως είπε κάποτε και ο Μιτεράν, μεταξύ των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών που τις ακολουθούν, «οι ψηφοφόροι δεν είναι τόσο ηλίθιοι, να με εκλέξουν τον Απρίλιο και να με καταψηφίσουν τον Οκτώβριο». Έτσι, πράγματι ο Τσίπρας το εννοεί, πως θα πάει μέχρι τέλους. Αλλά δεν ξέρουμε βεβαίως εάν δεν επικρατήσουν εν τω μεταξύ ψυχραιμότερες σκέψεις.