Χτες τη νύχτα, έπεσε στα χέρια μου, ένα κείμενο ενός συγγραφέα, το οποίο μιλούσε για το: Που βαδίζουμε; Πώς να εκφραστούμε καλλιτεχνικά; Με τί είδους υλικό, να πορευτούμε, απέναντι σε μια Ελλάδα που καταρρέει; Ο συγγραφέας, μιλούσε για την προσωπική κυρίως αγωνία του, που, όμως, αντικατοπτριζόταν σιγά σιγά στα μάτια όλων γύρω του.

Ads

Το βάρος του προβληματισμού του, έφτασε κάποια στιγμή, να εστιάσει σε μια βιωμένη εικόνα, ενός άντρα, που ένα βράδυ έψαχνε τα σκουπίδια έξω από ένα μαγαζί για να βρει κάτι να φάει και καθώς σκάλιζε τα άχρηστα αντικείμενα πέταγε και κάποια από αυτά έξω από τον κάδο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θα έβγαινε μία πωλήτρια από το κατάστημα και βλέποντάς τον θα μονολογούσε: «Εγώ, τώρα, θα πρέπει να τα ξαναμαζέψω όλα αυτά;». Ο άντρας στη συνέχεια θα έλεγε μονολεκτικά “πεινάω!”, ενώ ο συγγραφέας, σε αυτό ακριβώς το σημείο, τρεπόταν σε φυγή, χωρίς να δρασκελίσει την είσοδο του μαγαζιού, όπως είχε σκοπό λίγο πιο πριν.

Στη συνέχεια, το ίδιο βράδυ, όπως εξομολογούνταν, θα έχανε και τον ύπνο του. Δεν είχε ξαναζήσει κάτι ανάλογο σε όλη του τη ζωή, δεν είχε ξαναδεί με τα ίδια του τα μάτια τέτοιο απελπισμένο βλέμμα, δεν είχε ξανακούσει άνθρωπο, με τα ίδια του τα αυτιά, να λέει «πεινάω». Είχε, λοιπόν, μείνει εμβρόντητος όσο και τρομερά ταραγμένος. Μπορεί και τρομοκρατημένος. Επιπλέον, μέσα στο μυαλό του έμοιαζε να απαξιώνεται η ίδια η τέχνη που μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπηρετούσε… Το θέμα της, οι περιοχές άντλησης του περιεχομένου της, όπως και το μήνυμα που μοιραζόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή με τους αναγνώστες του, έμοιαζε ανούσια πολυτέλεια.

Ερωτήματα, αναπάντητα, εισέβαλλαν στο μυαλό του: Πώς άραγε μεταμορφώνεται κάτι σε δημιουργία σε ανάλογες συνθήκες; Ποιό όραμα για το αύριο είναι δυνατό να δημιουργηθεί, ώστε, ει δυνατόν, να μετουσιωθεί σε τέχνη, σε… σκαλοπάτι για να ανυψωθούμε ψυχικά όσο και πνευματικά, διαμορφώνοντας εκείνη την ελπίδα που ίσως συνεισφέρει στο να ξεπεράσουμε τα… χάλια μας;

Ads

Πρωτόγνωρα συναισθήματα και νέο υλικό για έναν δημιουργό, που η δυστυχία έφτασε έξω ακριβώς από το κατώφλι του, με τη μορφή ενός παραμορφωμένου ανθρωπόμορφου μαλλιαρού ζώου που γρύλιζε «πεινάω», σαρώνοντας κάθε τι που μέχρι πριν από λίγο φωτιζόταν με νόημα και… έμπνευση.

Είναι όμως; Ή, ακόμη, θα ‘πρεπε ποτέ να είναι, η τέχνη, πολυτέλεια; Και πώς άραγε αντιμετωπίζουμε, όλοι μας, ανάλογα περιστατικά που συμβαίνουν, πλέον, μέσα στο “σπίτι” μας; Το βάζουμε στα πόδια; Ή προβάλουμε την δική μας δυσκολία, έχοντας απέναντί μας το δράμα ενός πεινασμένου;

Ο συγκεκριμένος άντρας, δεν έκλεψε, δεν ζητιάνεψε, δεν σκότωσε, για να βρει κάτι να φάει, ενώ, έδειξε ότι συνεχίζει να αγωνίζεται, με τον δικό του τρόπο… Το μόνο που έκανε, ήταν να εκφράσει την ανάγκη του, κάτι -ψυχικά όσο και κοινωνικά- φυσιολογικό και υγιές (απορίας άξιον, μάλιστα, πόσο πολύ υγιές!) αλλά και απόλυτα κατανοητό και ανθρώπινο, για την κατάστασή του.

Κανείς, όμως, από τους… χορτασμένους, δεν σκέφτηκε το αυτονόητο: Να του δώσει κάτι να φάει! Αν αυτό συμβαίνει, πιθανά, σε ένα μεγάλο μέρος των νεοελλήνων, αναρωτιέμαι και εγώ με τι σειρά μου, τί μέρες ζούμε, αλλά και τί μέρες έρχονται, ελλείψει πνεύματος αλληλεγγύης όσο και βοήθειας, των δυνατότερων έναντι των αδυνάτων. Γιατί, όλοι μας, πρέπει κάποτε να καταλάβουμε, ότι είμαστε δυνατότεροι έναντι κάποιων άλλων.

Με ένα 41% -μόνο- που εργάζεται στην Ελλάδα, δεν νοείται, να μην βοηθά ο καθένας μας έναν τουλάχιστον άνθρωπο, πιο αδύναμο δίπλα του –για οποιονδήποτε λόγο-, εκτός από την ανάγκη για συμμετοχή σε ακτιβιστικές ή άλλες κινήσεις, υποστήριξης ή αλληλοϋποστήριξης, ασθενέστερων ανθρώπων της κοινωνίας.

Δε γίνεται να μη θυμηθώ, μέσα από αυτές τις σκέψεις, το μεγαλείο μιας γυναίκας (που τον άντρα της σκότωσαν από αμέλεια οι γιατροί) που δούλευε σε τρεις δουλειές για να επιβιώσει η ίδια και τα τρία ανήλικα παιδιά της, η οποία, καλούσε σπίτι της, κάθε τόσο, μια άλλη γυναίκα, την κυρα Μαργαρώ, για να την βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού της, που λόγω υπερωριών εργασίας έμεναν αφρόντιστες. Όταν το νοικοκυριό τους τελείωνε, η γυναίκα δεν είχε, φυσικά, χρήματα να δώσει στην κυρά Μαργαρώ, γι’ αυτό έδινε ρούχα δικά της ή των παιδιών της που δεν τους χωρούσαν πια, ή δεν τούς ήταν απολύτως απαραίτητα, όπως και παπούτσια, παιχνίδια, ή φαγητό, ή ότι άλλο μπορούσε.

Αν μη τί άλλο, τα παιδιά αυτά, σίγουρα έμαθαν τι σημαίνει η λέξη αλληλεγγύη, και συγχρόνως, τι σημαίνει να νιώθεις… πλούσιος! αφού μπορούσαν να συνεισφέρουν έστω και ελάχιστα, σε μια άλλη οικογένεια, της κυρα Μαργαρώς, που ήταν και η ίδια χήρα, είχε μια κόρη και 5 εγγόνια, και τον γαμπρό της στη φυλακή με απουσία… μοίρας στον ήλιο!

Υπάρχει, και άλλη μια σκηνή, που έρχεται στη μνήμη μου, μέσα από μια φωτογραφία, που έχει κάνει το γύρο του διαδικτύου: Ένας άστεγος, που παρόλη την ανέχειά του, φροντίζει τον σκύλο του. Διότι, όποιος και αν είμαι ή αν είσαι, σε οποιεσδήποτε συνθήκες ζωής κι αν επιβιώνεις, έχεις τη δυνατότητα να βοηθήσεις, έστω και ελάχιστα, έστω και έναν άνθρωπο που για χ ή ψ λόγους, βρίσκεται σε δυσκολότερη κατάσταση από σένα και από μένα, ή ακόμα και ένα μικρό ζωάκι.

Όσο για τους όποιους, σοκαρισμένους πνευματικούς ανθρώπους, θυμίζω τους αρχαίους Έλληνες, που ήξεραν να δημιουργούν μέσα από τραγωδίες. Που ήξεραν να κάνουν τέχνη, την ίδια την τραγωδία. Κυρίως, όμως, να διαχειρίζονται την όποια τραγωδία, και μάλιστα, ώστε να αφορά και να αγγίζει όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τον 1ο μέχρι τον τελευταίο πολίτη.

Ναι, είναι ψυχικός τραυματισμός (σοκ) να έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που το μόνο που μπορεί να πει, είναι «πεινάω!».

Ναι, είναι, επίσης, πολύ σημαντικό το τί καλείται να υπηρετεί, στις σημερινές συνθήκες, η ελληνική τέχνη όσο και σε ποιους απευθύνεται, διότι ένα σημαντικό έργο τέχνης, μπορεί να γίνει ακόμη και σανίδα σωτηρίας για τον απελπισμένο, να του δώσει δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα του.

Και ναι, είναι πολύ σημαντικό κάθε άνθρωπος να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα γύρω του, χωρίς, ούτε να υπερβάλλει, ούτε να την υποτιμήσει μετατρέποντάς την σε φτηνό μελό, ούτε όμως και να την απαξιώσει, αλλά να την διαχειριστεί, τόσο προσωπικά, όσο και κοινωνικά, βρίσκοντας τη θέση του μέσα σε αυτήν για να εκφραστεί με τα μέσα που διαθέτει. Και η θέση μας μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα που ζούμε, χρειάζεται, όχι μόνο ωριμότητα, όχι μόνο ψυχή, αλλά, και όσο ποτέ άλλοτε, κατανόηση, συνεργασία και αλληλεγγύη.

Εύχομαι, λοιπόν, να αναζητήσουμε, πραγματικά, μέσα μας, τον άνθρωπο εκείνον, που έχει σίγουρα τη δύναμη, ανεξάρτητα από τα όποια δικά του προβλήματα, να βοηθήσει έστω και έναν δίπλα του, και οι όποιοι πνευματικοί άνθρωποι μάς απέμειναν, να ανασύρουν από τα βιώματά τους και από τις γνώσεις τους, έστω και ένα χιλιοστό από την δημιουργική γενναιότητα, εκείνων των μεγάλων που πέρασαν από την Ελλάδα, χωρίς να κλείσουν τα μάτια μπροστά στην όποια τραγική πραγματικότητα, αλλά αντίθετα, να χωρέσουν στα παπούτσια των συνανθρώπων τους, για να αποτυπώσουν με τον δικό τους λόγο το βίωμά τους, και να αντέξουν μέχρι και να αναρωτηθούν: «Πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ;», μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο… “τον μικρό, τον Μέγα”.

Τέλος, εύχομαι, να ανασύρουν, να ανασύρουμε, το παράδειγμα του έργου όσων κατάφεραν να δημιουργήσουν υπερβαίνοντας τον εαυτό τους, για την ψυχής τους. Γιατί, προσωπικά, αυτό νομίζω ότι είναι η τέχνη, εκείνη που μένει αθάνατη μέσα στο χρόνο: Η ψυχή μας. Και, επιτέλους, σήμερα, καλούμαστε να την ανακαλύψουμε!
 
Υγ. Το τετράφυλλο δάκρυ = Ανατολή – Δύση – Βοράς – Νότος (προσωπική ερμηνεία του στίχου του αείμνηστου ποιητή).