Με αφορμή την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος (27 Ιανουαρίου) καλούμαστε για μια ακόμα φορά να πούμε «Ποτέ Ξανά».

Ads

Αυτή τη μέρα μνήμης, καλό είναι να υπενθυμίζουμε στους αρνητές τού Ολοκαυτώματος ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι ανάμεσα μας.  Η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν έχει κανενός είδους υποχρέωση να τους ανέχεται.  Διότι η άρνηση του ολοκαυτώματος είναι η άρνηση του γεγονότος ότι είμαστε ένας πολιτισμός πολιτών.  Εμείς, στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, σεβόμαστε ο ένας την ηθική, σωματική, πνευματική και ιδεολογική ακεραιότητα του άλλου.  Όσοι αδυνατούν να το κάνουν αυτό, ανήκουν στο περιθώριο.  Και κάθε Ελληνίδα, κάθε Ευρωπαία, έχει μερικούς ακόμα λόγους να θυμάται.

Η μνήμη δεν είναι κάτι το παθητικό.  Εξελίσσεται, εμπλουτίζεται, και παραμένει επίκαιρη, επειδή ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν μας έχει άμεση σχέση με το παρόν και το μέλλον μας.

Αυτό που μας τρομάζει στην αγριότητα και τη βιαιότητα των Ναζί δεν είναι η αποκρουστική, απόκοσμη και δήθεν υπερφυσική όψη τους, αλλά το γεγονός ότι πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, θεσμικό, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο ήταν έτοιμοι να διαπράξουν φοβερά και ασύλληπτης σκληρότητας εγκλήματα.  Η μνήμη είναι χρήσιμη, για να θυμόμαστε ότι εμείς, άνδρες και γυναίκες είμαστε εξίσου ικανοί με τη γενιά των παππούδων μας στο να ασκήσουμε σαδιστική βία.  Δεν πρόκειται για τέρατα, πρόκειται για ανθρώπους σαν εμάς. Μόνο που εμείς έχουμε μνήμη.

Ads

Για χρόνια, ένα ναζιστικό έγκλημα που αφορούσε αποκλειστικά γυναίκες έμεινε στην αφάνεια.  Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν στην Ανατολική Γερμανία, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, και μακριά από τα μάτια μας.  Ίσως, επειδή λίγες επιβίωσαν για να πουν την ιστορία του.  Όμως, ίσως γνωρίζουμε λιγότερα για το στρατόπεδο Ράβενσμπουργκ, επειδή ήταν το μόνο που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο γυναίκες.  Οι συνθήκες κράτησης δεν διέφεραν από αυτές των υπόλοιπων στρατοπέδων συγκέντρωσης: ο υποσιτισμός, οι ξυλοδαρμοί, οι καθημερινές εκτελέσεις με απαγχονισμό ή τυφεκισμό ήταν καθημερινά φαινόμενα.  Όσες κρατούμενες δεν ήταν κατάλληλες για εργασία στέλνονταν στο Άουσβιτς ή στο παρακείμενο βοηθητικό στρατόπεδο του Ούκερμαρκ, όπου και θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων.

Βέβαια, η ύπαρξη του Ράβενσμπουργκ σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι και όλα τα άλλα στρατόπεδα δεν δέχονταν ομήρους γυναίκες.

Γυναίκες, θύματα βασανιστηρίων που μόνο γυναίκες μπορούν να υποστούν: εκτρώσεις, στειρώσεις, εκπόρνευση, βιασμό και διάφορα πειράματα στις ίδιες και στα παιδιά τους.  Αυτά ήταν εγκλήματα που λίγες ομολόγησαν επειδή, για παράδειγμα, ήταν ντροπή να είσαι θύμα βιασμού.  Ένα μεγάλο μέρος αυτού του πόνου έμεινε ανομολόγητο, επειδή ανήκε σε γυναίκες.

Ο Χίτλερ δεν ήθελε απλώς να εξοντώσει τους τότε Εβραίους της Ευρώπης, αλλά και να καθορίσει μακροπρόθεσμα το “δίχως Εβραίους” μέλλον της Ευρώπης, να καταστήσει την Ευρώπη “καθαρή από Εβραίους” ή “ελεύθερη από Εβραίους” όπως έλεγε.  Η εξόντωση του γυναικείου πληθυσμού σήμαινε, λοιπόν, και μια παρακαταθήκη βίας για το μέλλον.
Η θανάτωση, ο βασανισμός και η προσβολή στη γυναίκα ήταν που θα επικύρωνε την κατάκτηση της κατώτερης φυλής, κυρίως της εβραϊκής.

Αλήθεια έχουμε αναλογιστεί ποτέ από τα έξι εκατομμύρια Εβραίους πόσες από αυτούς ήταν γυναίκες ή παιδιά και τι θα σήμαινε αυτό για την Ευρώπη σήμερα αν αυτός κόσμος είχε ζήσει και αναπτυχθεί;

Τουλάχιστον για τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές οι ιστορικοί ήταν άνδρες.  Οι κοινωνίες ήταν και παραμένουν ανδροκρατικούμενες.  Σήμερα, όμως, η μνήμη εμπλουτίζεται, όπως και θα έπρεπε, επειδή η γυναίκα αναδεικνύεται ως ιστορικό υποκείμενο.  Η γυναίκα ήταν ικανή για τη σαδιστική βία του κατακτητή, αλλά και για αντιστασιακή δράση, ήταν θύμα αλλά και θύτης, αντιδρούσε, αντιστεκόταν και υπέφερε.  Η γυναίκα ήταν δυνατόν να υποστεί τη σαδιστική βία του κατακτητή, αλλά και να αναπτύξει αντιστασιακή δράση, να είναι θύμα αλλά και θύτης, να υποφέρει αλλά και να αντιδρά, να αντιστέκεται.  Η κουλτούρα τής βίας που φαντασιώνεται μια υποταγή, μια απόλυτη «διαθεσιμότητα», μια απόλυτη απουσία θέλησης, ήταν και είναι μια ανδρική υπόθεση, με τη γυναίκα να είναι σκλάβα, εργάτρια, λάφυρο, μήτρα για την αναπαραγωγή των φυλετικά «καθαρών» απογόνων, παιχνίδι προς τέρψη και εκτόνωση, και «επιστημονικό πειραματισμό».  Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της γυναίκας ήταν έλεγχος στο παρόν και στο μέλλον τής βιολογικά οριοθετημένης κοινωνίας.  Αλλά ήταν και η επιβεβαίωση ότι η γυναίκα ήταν αντικείμενο και όχι υποκείμενο επιθυμίας.  Κι όμως, οι γυναίκες δεν αποδέχθηκαν παθητικά τη μοίρα τους.

Λέγεται καμιά φορά ότι πρέπει να ευχόμαστε να μη μας στείλει ο Θεός ό,τι μπορούμε να αντέξουμε.  Το φύλο, εκτός των άλλων είναι ταυτότητα, είναι μαλλιά, τρόπος ομιλίας, κίνησης, είδος συναναστροφής.  Τα στρατόπεδα στερούσαν από τις γυναίκες το δικαίωμα να είναι γυναίκες.  Το γυναικείο σώμα μάθαινε να ζει στον εξευτελισμό, στη γύμνια, στο κούρεμα της κεφαλής, στην αντικατάσταση του ονόματος από έναν αριθμό, στην αποστέωση, ενώ μια καραβάνα από λαμαρίνα χρησίμευε για την καθημερινή σούπα, τις φυσικές τους ανάγκες και το λουτρό τους.  Το φύλο έχανε το νόημα του, ως ταυτότητα.  Όμως, σε πείσμα του ολοκληρωτισμού και της βίας, υπήρξαν γυναίκες που επέζησαν, όπως η ελληνίδα Μπέρρυ Ναχμία, που πέθανε το 2013.  Στα απομνημονεύματά της: «Κραυγή για το Αύριο» (Κάκτος, 1989), περιγράφει ότι μία μέρα, ο Ερυθρός Σταυρός έφερε στο Άουσβιτς κραγιόν, χιλιάδες άχρηστα κραγιόν, που της υπενθύμισαν ότι ήταν γυναίκα, και της έδωσαν το θάρρος, τη δύναμη και το κουράγιο να ζήσει.  Επειδή το να είσαι γυναίκα δε σε κάνει μόνο μοναδικά ευάλωτη, αλλά σου δίνει επίσης μοναδική χαρά και δύναμη.

Ό,τι συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί.  Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύουν οι σύγχρονες αναβιώσεις τού ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.  Και αυτό ακριβώς οφείλουμε να αποτρέψουμε.  Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ ότι ο φασισμός και ο ναζισμός άφησαν πίσω τους μια επικίνδυνη κληρονομιά: πανίσχυρους μύθους για μια κουλτούρα καταστροφής χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς προσχήματα ή εξηγήσεις.  Αυτή είναι και η δηλητηριώδης «γοητεία» τους.

Το είχε διατυπώσει καθαρά ο Μάνος Χατζιδάκις στα προφητικά του λόγια, το 1993, λίγο πριν φύγει από τη ζωή.  Ο φασισμός και ο νεοναζισμός είναι «…η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.»

Ο ναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός δεν είναι ιδεολογίες.  Είναι όψεις της ίδιας αγωνίας να εξοντωθεί ο «άλλος».  Είναι «αναγκαστικές» συμμαχίες αυτάρεσκων «εγώ», που αναζητούν τον «εχθρό» μέσα στα σκοτάδια της παθολογίας τους.

Στο μεταξύ, μια ολόκληρη βιομηχανία καταναλωτισμού και ποικίλων συμφερόντων ανθεί γύρω από τις υποκουλτούρες τού φασισμού και του νεοναζισμού, πλασάροντας λογής κακόγουστα παραφερνάλια.  Οι εικόνες που φθάνουν στο διαδίκτυο προκαλούν κυρίως θλίψη: σύμβολα μίσους σε reproduction, φετίχ ιμιτασιόν από τις μαζικές βιομηχανίες της Ασίας, αλλά και αυθεντικά λάβαρα, στρατιωτικό υλικό και λοιπά μουσειακά είδη εις ανάμνησιν μερικών από τις χειρότερες στιγμές της ανθρωπότητας.  Νόμιμα ή και παράνομα όπλα φωτογραφίζονται στα χέρια νεαρών ατόμων που διάγουν μια καταφανώς τριφηλή ζωή.  Που εκπληρώνουν φαντασιώσεις «ηρωισμού» φορώντας στολή «παραλλαγής» μπροστά στον καθρέφτη.

Όμως, η αισθητική της γελοιότητας δεν πρέπει να μας παραπλανά.  Μέσα στις υποκουλτούρες τού μίσους καλλιεργούνται συμπεριφορές βίας, παραχαράσσεται η ιστορία, βρίσκουν καταφύγιο αρνητές του Ολοκαυτώματος.

Είναι καθήκον μας να διαφυλάξουμε τα διδάγματα της ιστορίας, όχι μόνον από τη λήθη, αλλά και από την παραποίηση.  Με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής το 2004 καθιερώθηκε η 27η  Ιανουαρίου ως «Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος».  Τιμάται η μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων, που βρήκαν τον θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και ο ηρωισμός των χριστιανών Ελλήνων, που με κίνδυνο της ζωής τους, έσωσαν Εβραίους συμπολίτες τους από βέβαιο θάνατο. 

Ας μας θυμίζει η 27η Ιανουαρίου τι μπορεί να συμβεί όταν η μισαλλοδοξία κυριαρχήσει, όταν η αδράνεια και η αδιαφορία το επιτρέψει.

Ας μη βρεθούν ποτέ ξανά άνθρωποι να ζήσουν ζωές σαν αυτή που μας διηγήθηκε η κ. Χρυσούλα Ελιασά, 91 ετών σήμερα.

«Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να ξεχάσω!  Κι απ’ την άλλη θέλω και να μην ξεχαστούν.  Το Ολοκαύτωμα είναι ένα πράγμα που δεν έχει ξαναγίνει στον κόσμο.  
Θα προσπαθήσω να σας πω αυτά τα οποία έζησα εγώ.  Ήμουν 20 χρονών ανύπαντρη, στα Γιάννενα, στον πατέρα μου.  Από τα Γιάννενα με πιάσανε.  Όλη την οικογένεια, ένα ωραίο πρωί, η ώρα τέσσερις τα ξημερώματα, ήρθαν και μας πήραν απ’ τα κρεβάτια μας.  Και μας πήγαν, όλους τους Εβραίους, στην παραλία, μικρούς, μεγάλους, μωρά, γέρους, τους πάντες.  Μας πήραν με τα καμιόνια.  Βράδι περάσαμε την Κατάρα, το χιόνι να πέφτει νιφάδες μεγάλες, και τα αυτοκίνητα ξέσκεπα.  Καταλήξαμε στη Λάρισα σε ένα μεγάλο γκαράζ.  Μας πήραν ό,τι χρυσαφικό είχαμε και το έριξαν σε κάτι κοφίνια.  Μας άφησαν τελείως άφραγκους.  Τα πάντα, και τα δαχτυλίδια, και τα δόντια, ό,τι κι αν είχαμε.  Στη Λάρισα καθίσαμε κάπου οκτώ μέρες, με το να μην μας δίνουν να φάμε, με το να μην έχουμε μέρος να πάμε στο “μέρος”.  Σα ζώα, χειρότερα από ζώα.  Εκεί που καθόμασταν, εκεί κοπρίζαμε.  

Ήρθαν τα τρένα και μας πήγαν στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου.  Μας χώρισαν αμέσως, πήραν τους άνδρες χωριστά, τα μεγάλα αγόρια χωριστά και τα κορίτσια με τις μητέρες χωριστά.  Μας είπαν ότι όσοι δεν μπορούν να περπατήσουν να πάνε με τ’ αυτοκίνητα.
 
Περνούσαμε από έναν Γερμανό και όποια είχε την καλή τύχη, την τράβαγε από την πεντάδα και την έβαζε χώρια.  Εκεί που περνούσαμε, η μητέρα μου, η φίλη της και τα τρία κορίτσια που ήμασταν τραβάει την αδελφή μου και μένα.  Οι άλλες φύγανε με το αυτοκίνητο.  

Μας είπαν να γδυθούμε.  Δεν μπορούσαμε να γδυθούμε, έτσι μας τράβηξαν τα ρούχα και μας τα σκίσανε.  Μας κουρέψανε τα μαλλιά και μας βάλαν στο μπάνιο.  Μια μεγάλη αίθουσα που είχε ντους.  Η μία βρύση έβγαζε καυτό νερό και η άλλη παγωμένο.  Δεν μπορούσες να σταθείς ούτε από δω, ούτε από κει.  Μετά μας έβγαλαν από την απέναντι μεριά και μας δώσαν κάτι ρούχα παλιά.  Ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα παλτό.  Σου κάνει, δε σου κάνει.  Εμένα μου δώσανε μια μπότα και ένα τσόκαρο και τα δύο δεξιά.  Ήταν ζευγάρι και αυτό έπρεπε να φορέσω, δεν υπήρχε άλλο…  

Μας βάλανε σε κάτι παράγκες και απέναντί μας ήταν ένα μεγάλο κτίριο το οποίο είχε φωτιά, έβγαζε από την καμινάδα του φωτιά.  Ρωτήσαμε τις άλλες κοπέλες που ήταν εκεί, ήταν ήδη οι Θεσσαλονικείς εκεί, πού είναι οι άλλοι δικοί μας, οι άνδρες, οι γυναίκες, η μητέρα μου, η αδελφή μου, πού είναι;  Βλέπετε αυτή τη φωτιά, εκεί μέσα καίγεται η μάνα σας, η αδελφή σας και όλοι οι δικοί σας άνθρωποι.  Εμείς, ήμασταν μια οικογένεια από εβδομήντα επτά άτομα, όλοι οι συγγενείς.

Εκεί, καθίσαμε ένα μήνα να δουν ότι είμαστε γεροί και ότι δεν έχουμε καμία αρρώστια και από κει μας πήγαν για εργασία.  Κτίζανε ένα κτίριο μεγάλο που το λέγανε αναρρωτήριο.  Άρχισε, λοιπόν, η πορεία μου κάθε μέρα στη δουλειά.  Και ξύλο!  Και των γονέων ξύλο!  

Πήγα σε τρία τέσσερα στρατόπεδα.  Μας πήραν από το Άουσβιτς στο Μπέλζεν στη Γερμανία.  Έκατσα κι εκεί κάμποσο καιρό.  Πείνα!  Δηλαδή, μία μερίδα ρεπάνι και νερό τρώγαμε κάθε μέρα και ένα τέταρτο κουραμάνα.  Αυτό ήταν το φαγητό μας, κάθε μέρα μέρα το ίδιο.  Ρεπάνια, ρέβες, τις έκοβαν κομμάτια και μας έδιναν να τις φάμε, χωρίς λάδι, χωρίς τίποτα.  Οι Γερμανοί δεν πείραζαν γυναίκα καθόλου, με κανέναν τρόπο.  Αφού μας έβαζαν φάρμακο στο φαγητό για να μην έχουμε περίοδο.  Και στους άνδρες που έμπαιναν στο στρατόπεδο, τους βάζαν φάρμακο για να μην έχουν ορμές.  

Από εκεί στο Γκελενάου, όπου εργάστηκα σε εργοστάσιο αεροπλάνων μαζί με πολίτες-εργάτες Γερμανούς.  Ήμασταν βρώμικοι, μας περιφρονούσαν και μας δίναν τέτοια πράγματα να κάνουμε, που μπορούσαν να μας κόψουν τα χέρια, τα πόδια, να μας αφήσουν ανάπηρους.  Δεν ξέραμε να χειριστούμε τα μηχανήματα εκείνα.  Τις πιο βαριές δουλειές.  Στο Γκελενάου, δεν είχαν πού να μας θάψουν, όσες πεθαίναν.  Και τις παίρνανε, τις τυλίγανε με στρατσόχαρτο και τις πηγαίναμε σε ένα ύψωμα μεγάλο, σκάβαμε και θάβαμε μέσα δεκαεπτά, είκοσι τη φορά, γιατί δεν είχαν κρεματόριο εκεί.  

Ελευθερώθηκα στη Μαουτχάουζεν στην Αυστρία.  Εκεί είναι που συνάντησα και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη.  Μια μέρα που είχαμε μαζευτεί για να φάμε, βλέπουμε κάτι Αμερικάνους, απέναντι στο βουνό.  Τα είχαμε χάσει πια, δεν θυμόμαστε αν υπήρχε κόσμος, δεν ξέραμε τίποτα, τι μέρα ξημερώνει, τίποτα απολύτως, σα ζώα.  Ήρθαν, λοιπόν, οι Αμερικανοί απ’ το βουνό κι άρχισε να γίνεται αναμπουμπούλα.  Να βγαίνει απ’ τα νοσοκομεία ο κόσμος ολόγυμνος, κουκουλωμένοι με μία κουβέρτα κι ολόγυμνοι, φωνάζοντας «Καλώς ήρθατε, καλώς ήρθατε», σκελετοί.  Και εκεί δεν είχαν κρεματόριο και είδα εκατό, εκατό πενήντα άτομα πεθαμένα, το ένα πάνω στο άλλο.  Εκεί που γυρίζαμε, ο Καμπανέλλης ο συγχωρεμένος φωνάζει «Finie la guerre!»  Λίγα γαλλικά ξέρω.  “Μωρέ τι είπες;” του λέω.  “Ελληνίδα είσαι κορίτσι μου; Ναι, τέλειωσε ο πόλεμος!”  Από τότε, και αφού γύρισα στην Ελλάδα, είχαμε επαφές με τον κύριο Καμπανέλλη.

Από εκεί άρχισαν να μας στέλνουν στην Ελλάδα.  Καθίσαμε άλλους τρεις μήνες στις παράγκες που είχαν οι Γερμανοί και οι Αμερικανοί μας έδιναν κονσέρβες να τρώμε.  
Δυόμιση χρόνια.  Έπαθα και τύφο, έχασα τα μαλλιά μου, κουφάθηκα.  Η αδελφή μου με κάλυπτε κι έτσι γλύτωσα!  

Ο πατέρας μου ήταν 45 χρονών, υγιέστατος και δούλεψε όλον τον καιρό.  Τον πατέρα μου τον έφαγε άγριο ζώο στο δάσος, στην οπισθοχώρηση.  Η μητέρα μου ήταν 41 χρονών, επίσης υγιέστατη, αλλά δυστυχώς την πήραν για το κρεματόριο, όπως και την αδελφή μου τη μικρή που ήταν δέκα χρονών.  

Έχασα μάνα, πατέρα και δύο αδέλφια.  Από εβδομήντα επτά άτομα της οικογένειας Πολίτη, γυρίσαμε τρεις.  Η αδελφή μου, εγώ και μία μου ξαδέλφη.  
Εγώ είμαι Ελληνίδα, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα κι εδώ παντρεύτηκα.  Ο άνδρας μου ήταν ανάπηρος πολέμου, είχε χάσει το ένα του πόδι από κρυοπαγήματα.  Αυτά είχα να σας πω.  
Και στους πιο νέους θα έλεγα: «ΠΟΤΕ ΠΙΑ!! ΠΟΤΕ ΠΙΑ!!»
Ας μη βρεθούν ποτέ ξανά άνθρωποι να ζήσουν ζωές σαν αυτή που μας διηγήθηκε η κ. Νάκη Μπέζα (τόσο τη δική της όσο και της μητέρας της αλλά και των δύο αδελφών της).
«Μας συνέλαβαν στα Τρίκαλα και μας μετέφεραν σε έναν όρχο στη Λάρισα όπου παραμείναμε για δέκα περίπου ημέρες.  Στη συνέχεια, μας φόρτωσαν σε βαγόνια τρένων που κατευθύνθηκαν προς τη Γερμανία όπου φτάσαμε μετά από ένα μήνα, στις 12 ή 13 Απριλίου, στο στρατόπεδο Μπιρκενάου.

Στην αρχή στο Μπιρκενάου και ύστερα πήγαμε και σε άλλα στρατόπεδα όπως στο Μπέργκεν-Μπέλζεν.

Εκεί μας χώρισαν. Εγώ και οι δύο αδερφές μου πήγαμε μαζί, τη μαμά μου την πήραν, την έχωσαν μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και την πήγαν στο κρεματόριο, πράγμα το οποίο εμείς δεν ξέραμε.  Νομίζαμε ότι θα ανταμώσουμε ξανά, αλλά δυστυχώς…  Όταν φτάσαμε, ήταν εκεί κάτι πιο παλιές Θεσσαλονικές, μας λένε: Μην περιμένετε να δείτε τους δικούς σας πια, τους πήγαν στο κρεματόριο.

Δεν το χωράει ο νους αυτό που γινόταν εκεί.  Εμείς που το περάσαμε… κι εγώ πολλές φορές σκέφτομαι, λέω είναι δυνατόν να τα περάσαμε αυτά τα πράγματα, είναι δυνατόν, πώς ζήσαμε;

Τώρα πρόκειται να πάμε με την κόρη μου στο Άουσβιτς, τη Δευτέρα, στις 26 του μηνός (Ιανουαρίου), στην Πολωνία.  Μου λέει έχει κρύο, πολύ κρύο…  Και λέω εκεί πέρα που ήμασταν γυμνές, πώς ζήσαμε; Με τόσες κακουχίες…  Δυστυχώς, η μια αδερφή μου ήταν ευαίσθητη, γιατί είχε περάσει πλευρίτιδα.  Βγαίναμε εκεί έξω, γιατί μας σήκωναν πρωί πρωί να μας μετρήσουν… πού να φύγουμε, πού;  Γύρω γύρω ήταν συρματοπλέγματα όλο ρεύμα, πού να φύγουμε;  Μας βάζαν πρωί πρωί, ακόμα δεν είχε ξημερώσει καλά, πέντε πέντε στη γραμμή, πέντε πέντε και στη δουλειά…  Πηγαίναμε πέντε πέντε και με ρυθμό, βήμα…

Από τις κακουχίες η μία αδερφή μου πέθανε στο νοσοκομείο.  Μου το είπε μια άλλη κοπέλα…  Και η άλλη αδερφή μου, που μέχρι τελευταία ήμαστε μαζί…  Αλλά για να πάει να κλέψει έξω απ’ τα μαγειρεία που πετούσαν φλούδες από πατάτες… γιατί δεν είχε τίποτα να φάει, τη χτύπησε ένας Γερμανός με το κλομπ στο κεφάλι που τρύπησε…  Και την πήγαν στο νοσοκομείο.  Τελευταία μας χώρισαν… μάλλον την σκότωσαν, είτε πέθανε…  Γύρισα εγώ μόνο.  Τι να πω, μας φέρονταν χειρότερα από ζώα.»

Και μια άλλη γυναίκα είπε… ανώνυμα…  
«Τι να σου πω παιδί μου…
ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς…
ό,τι χειρότερο!  
Κοιτάω να ξεχάσω, όχι να θυμάμαι!»

* Η Βάσω Κόλλια είναι Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων