Η απάντηση σε ένα τόσο απλό ερώτημα θα περίμενε κανείς να είναι το ίδιο απλή και δεδομένη. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι. Η απάντηση είναι απλώς «δεν ξέρουμε»! Γιατί σε αυτή την χώρα μέχρι και πέρσι δεν υπήρχε κανένα σύστημα καταγραφής ή αναφοράς των κρουσμάτων κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών.

Ads

Η «Βαβέλ» των διαθέσιμων στοιχείων στην Ελλάδα

Και μπορεί μεν να υπάρχουν διάσπαρτες επιμέρους καταγραφές όπως π.χ. εκείνες των αδικημάτων κατά ανηλίκων που κατέληξαν σε δίκη ή που αναφέρθηκαν στην Ελληνική Αστυνομία. Αλλά σύμφωνα με όλες τις έρευνες της προηγούμενης δεκαετίας, αυτά τα περιστατικά που καταλήγουν να αναφέρονται στις διωκτικές ή ανακριτικές αρχές δεν αποτελούν παρά την μικρή μειοψηφία του συνόλου των κρουσμάτων που θα έρθουν σε γνώση υπηρεσιών – κυρίως εκείνων του ψυχοκοινωνικού χώρου. Μπορεί επίσης επιμέρους φορείς παιδικής προστασίας του κυβερνητικού ή του μη κυβερνητικού χώρου να τηρούν και να δημοσιεύουν τα στοιχεία για τα περιστατικά που ήρθαν σε επαφή με τις δικές τους υπηρεσίες. Αλλά και πάλι αυτά δεν αποτελούν παρά ένα μειοψηφικό υποσύνολο του αριθμού των κρουσμάτων που κάθε χρόνο γνωστοποιούνται σε κάποια υπηρεσία ή φορέα. Επίσης, είναι δεδομένο πως κάποια από τα περιστατικά που γίνονται γνωστά στις αρχές νομοτελειακά θα γνωστοποιηθούν διαδοχικά σε διάφορους φορείς και υπηρεσίες με αποτέλεσμα να διπλο- ή και τριπλο- καταγραφούν κάνοντας και την άθροιση των ετήσιων στατιστικών των επιμέρους φορέων μάλλον άνευ νοήματος.

Η κοινωνική ωφελιμότητα ενός ενιαίου κέντρου αναφοράς

Ads

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο Ελληνικό: Με δεδομένο το ότι στα περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών μπορεί να εμπλακούν φορείς και υπηρεσίες είτε υγείας είτε πρόνοιας είτε δικαιοσύνης είτε δημόσιας τάξης είτε εκπαίδευσης, του κυβερνητικού ή του μη κυβερνητικού χώρου και πως η εμπλοκή όλων αυτών μπορεί να γίνει διαδοχικά ή και παράλληλα, η ανάγκη για ένα ενιαίο διατομεακό σύστημα αναφοράς κρουσμάτων σε εθνική κλίμακα έχει επισημανθεί σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Η λειτουργία ενός τέτοιου εθνικού αρχείου αναφοράς κρουσμάτων δεν θα απαντούσε μόνο στην ερώτηση περί του αριθμού τους ως εάν να ήταν απλώς και μόνο ζήτημα ικανοποίησης μιας νοσηρής περιέργειας περί στατιστικής και αριθμών. Αντιθέτως, θα αποτελούσε ένα πολύ χρηστικό εργαλείο υποβοήθησης του καθημερινού έργου των υπηρεσιών παιδικής προστασίας «πρώτης γραμμής». Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε π.χ.:

• Να πληροφορήσει ένα επαγγελματία για το προηγούμενο ιστορικό επαφών μιας οικογένειας σε κρίση ή ενός παιδιού σε κίνδυνο με άλλες υπηρεσίες του ίδιου ή άλλου τομέα του δημοσίου, με ΜΚΟ κ.λπ. (όσοι από εμάς δουλεύουμε σε αυτό το πεδίο ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει να μαθαίνει κανείς πράγματα για το προηγούμενο ιστορικό ενός παιδιού για παράδειγμα έξι μήνες αφότου έχει αρχίσει μια νέα συνεργασία με την οικογένεια…)

• Να καταγράψει πρώιμα και έγκαιρα επαφές μιας οικογένειας που δυσκολεύεται και δυσλειτουργεί με το όλο «σύστημα» παιδικής προστασίας, να αξιολογήσει επαναλαμβανόμενα κρούσματα ήπιας άσκησης βίας σε βάρος ενός παιδιού δίνοντας έτσι το έναυσμα για παρεμβάσεις πριν η κατάσταση «ξεφύγει» τελείως (πόσες φορές έχουμε άραγε διαβάσει στις εφημερίδες για τραγικές υποθέσεις παιδιών που θυματοποιήθηκαν και για τις οποίες υπήρχαν πρώιμα σημάδια που θα έπρεπε να θορυβήσουν τις υπηρεσίες αλλά διέλαθαν της προσοχής όλων μέχρι που αποκαλύφθηκαν δυστυχώς μόνο εκ των υστέρων;)

• Να υποβοηθήσει την αναγκαία επικοινωνία και συνεργασία των υπηρεσιών μεταξύ τους για την προστασία των παιδιών παρέχοντας κιόλας έτοιμα σε επαγγελματίες και φορείς τυποποιημένα έντυπα για παραπομπές, αναφορές και άλλες ενέργειες που χρειάζονται.

• Να συμβάλλει σε ένα πολύ πιο ρεαλιστικό και τεκμηριωμένο κοινωνικό σχεδιασμό για την αναδιάταξη των υπηρεσιών που αποσκοπούν στην προστασία των παιδιών παρέχοντας μια πληρέστερη εικόνα για το είδος των περιστατικών που αντιμετωπίζονται από το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων, την φύση και τα χαρακτηριστικά των προβλημάτων τους κ.ο.κ. (για να μην κάνει δηλαδή κάθε Υπουργείο, κάθε φορέας «δικό του» σχεδιασμό, βασισμένο στο προφίλ μόνο των περιστατικών που εκείνο(ς) αντιμετωπίζει συνήθως).

• Να παρέχει αυτόματα προβλεπτικά πιθανολογικά μοντέλα για τυχόν υποτροπές ή εκ νέου αιτήματα χρήσης υπηρεσιών παιδικής προστασίας προετοιμάζοντας κατάλληλα τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
Όλα αυτά θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμα ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα χωρίς παράδοση διακλαδικών, διατομεακών συνεργασιών ανάμεσα στις υπηρεσίες όπου συχνά μάλιστα ακόμα και υπηρεσίες ή ειδικότητες εντός του ίδιου τομέα δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και να συντονιστούν μεταξύ τους αποτελεσματικά.

Καινοτομία στην παιδική προστασία στα χρόνια της κρίσης

Ένα τέτοιο σύστημα αναπτύχθηκε στα πλαίσια ενός προγράμματος (esa-kapa-p.gr) με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση τα τελευταία δυο χρόνια από την Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Το εθνικό αυτό αρχείο αναφοράς κρουσμάτων χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία από άλλες ανεπτυγμένες χώρες στις οποίες παρόμοια συστήματα λειτουργούν από δεκαετίες, προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα και του υφιστάμενου νομικού πλαισίου και της διάρθρωσης των συνηθέστερα εμπλεκόμενων υπηρεσιών, δόθηκε σε διαδοχικούς γύρους δημόσιας διαβούλευσης, πιλοταρίστηκε και εκπαιδεύτηκαν στην χρήση του 400 επαγγελματίες από όλη την χώρα που επιλέχτηκαν αντιπροσωπευτικά από φορείς του κυβερνητικού και μη χώρου της υγείας, της πρόνοιας, της δικαιοσύνης, της προστασίας του πολίτη και της εκπαίδευσης. Από τις αρχές της χρονιάς το λογισμικό αυτό σύστημα είναι έτοιμο προς χρήση (registry.esa-kapa-p.gr) ενώ με το Ινστιτούτο έχουν συνυπογράψει τα απαραίτητα συμφωνητικά εμπιστευτικής συνεργασίας πάνω από 150 φορείς ανά την Ελλάδα, συμπεριλαμβανόμενων κοινωνικών υπηρεσιών ΟΤΑ, παιδοψυχιατρικών τμημάτων, υπηρεσιών προστασίας ανηλίκων αλλά και των μεγαλύτερων ΜΚΟ παιδικής προστασίας της χώρας.

«Έξω» πάμε καλά…

Παράλληλα, στον ίδιο χρόνο, με χρηματοδότηση από την Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ε.Ε. και πάλι χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού η ίδια Διεύθυνση του Ινστιτούτου ως επικεφαλής μιας διακρατικής συνεργασίας 8 κορυφαίων πανεπιστημίων και εθνικών οργανισμών παιδικής προστασίας ανέπτυξε ένα αντίστοιχο σύστημα καταγραφής κρουσμάτων κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών που να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Μια τέτοια καινοτομία αποσκοπεί στην καταγραφή με παρόμοιο τρόπο πανευρωπαϊκά συγκρίσιμων μεταξύ τους στοιχείων για το φαινόμενο αυτό και συμβάλλει στην συστηματικότερη επιτήρηση και καταπολέμηση του φαινομένου της βίας κατά των παιδιών. Το λογισμικό αυτό σύστημα (app.can-via-mds.eu) μαζί με τα εκπαιδευτικά του εγχειρίδια και τους οδηγούς των διαδικασιών χρήσης του (can-via-mds.eu/file-attachemnts) ολοκληρώθηκε επίσης μέσα στο 2015 και αποτέλεσε ήδη «καλή πρακτική» που σε σχετικά κείμενά τους συστήνουν προς τις χώρες – μέλη τους η Ε.Ε., ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας της Ευρώπης, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., η συντονίστρια των δράσεων για την προστασία των παιδιών του Ο.Η.Ε. κ.α. Το Ινστιτούτο είχε ήδη στο τέλος του 2015 προκαταρκτικές συζητήσεις με πάνω από 10 διαφορετικά κράτη εντός και εκτός Ε.Ε. με αντικείμενο την υιοθέτηση και εφαρμογή του συστήματος αυτού.

Αλλά «μέσα»…

Με δεδομένα όλα αυτά, λοιπόν, είναι απογοητευτικό το ότι στο τέλος του προηγούμενου έτους η διορισμένη από το Υπουργείο Υγείας διοίκηση του Ινστιτούτου αποφάσισε να διακόψει τα προγράμματα αυτά των συστημάτων εθνικής και πανευρωπαϊκής καταγραφής κρουσμάτων κακοποίησης – παραμέλησης παιδιών και να απολύσει σταδιακά τους εργαζόμενους επιστήμονες που απασχολούνταν σε αυτά (κάποιοι εκ των οποίων ήδη βρήκαν εργασία στο εξωτερικό) – και μάλιστα παρότι οι πόροι για την συνέχιση των δράσεων αυτών ήταν ήδη διασφαλισμένοι χωρίς και πάλι να επιβαρυνθεί καθόλου ο κρατικός προϋπολογισμός! Η δε πολιτική ηγεσία παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά, προς το παρόν επιλέγει την σιωπή. Έτσι από τις αρχές της χρονιάς, οι φορείς ανά την χώρα που έχουν προσυπογράψει την λειτουργία του εθνικού αρχείου βρίσκονται σε αναμονή ενώ οι διαπραγματεύσεις με τα κράτη που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εγκατάσταση του πανευρωπαϊκού αντίστοιχου συστήματος έχουν επίσης «παγώσει». Ίσως είναι πλέον καιρός και η πολιτεία αλλά και οι κοινωνικοί φορείς να δείξουν εμπράκτως αν όντως μας ενδιαφέρει ως κοινωνία η εισαγωγή καινοτομιών για την προστασία των παιδιών. Αλλά και αν υπάρχει όντως – ακόμα και σήμερα! – περιθώριο δημιουργικότητας και εντός του δημοσίου ή αν, αντιθέτως, η θλιβερή μνημονιακή πραγματικότητα μας έχει στερήσει ακόμα και την δυνατότητα να φανταζόμαστε ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία αυτή και τα παιδιά της.

Επόμενο: Στόχοι της επόμενης περιόδου για την προστασία των παιδιών στην Ελλάδα