Στις 12 Σεπτεμβρίου, το Ευρωκοινοβούλιο με σύνολο 438 θετικών ψήφων έναντι 226 αρνητικών, ενέκρινε τα άρθρα 11 και 13 της νέας αναθεωρημένης ευρωπαϊκής οδηγίας περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (ή πιο σωστά του συγγραφικού δικαιώματος – copyright) στο διαδίκτυο. 

Ads

Ουσιαστικά πρόκειται για δύο νέες και έντονα αμφιλεγόμενες διατάξεις που έρχονται να προστεθούν στη συγκεκριμένη οδηγία που εγκαινιάστηκε το 2016 και οι οποίες μάλιστα είχαν ήδη καταψηφιστεί από το Ευρωκοινοβούλιο τον περασμένο Ιούλιο. Εντέλει, οι δύο αυτές διατάξεις τροποποιήθηκαν και οι αλλαγές που θα επιφέρουν στο διαδικτυακό τοπίο, εάν και εφόσον λάβει η εν λόγω οδηγία την τελική έγκριση από τους Ευρωβουλευτές το 2019, είναι οι εξής: Το άρθρο 11, σύμφωνα με το οποίο θα επιβάλλεται ο λεγόμενος «φόρος συνδέσμου» (link tax) και θα αναγκάζει τις μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες, όπως Google και Facebook, να πληρώνουν τους εκδότες και τα ΜΜΕ για τα πνευματικά δικαιώματα (paid licenses) των άρθρων που φιλοξενούν στους ιστοτόπους τους.

Το άρθρο 13, το οποίο θα υποχρεώνει τους ισχυρούς «παίκτες» του ίντερνετ να φιλτράρουν κάθε είδους περιεχόμενο που ανεβάζουν οι χρήστες στις πλατφόρμες τους, για την αποτροπή ενδεχόμενης παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ξεκινώντας την ανάλυση μας με το άρθρο 11, να σημειώσουμε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται η επιβολή του λεγόμενου «link tax». Ήδη από το 2013 δύο κράτη-μέλη της Ένωσης, η Ισπανία και η Γερμανία, είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν έναν νέο φόρο δημοσίευσης (ή φόρο συνδέσμου) στους διαδικτυακούς κολοσσούς αναφορικά με τα άρθρα και το συγγραφικό υλικό που εν γένει δημοσιεύεται στις πλατφόρμες τους. Η λογική παραμένει η ίδια, ότι δηλαδή όπως οι ραδιοφωνικοί σταθμοί υποχρεούνται να πληρώνουν για την άδεια χρήσης μουσικών κομματιών στους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων, έτσι και οι Google, Facebook, LinkedIn κ.α. οφείλουν να αποζημιώνουν εκδότες και ΜΜΕ για την αναδημοσίευση των κειμένων τους.

Ads

Είναι εξάλλου γνωστό ότι αυτές οι πλατφόρμες χρησιμοποιούν εξωτερικούς συνδέσμους άρθρων που προέρχονται από τρίτες πηγές για να προσελκύουν τους υπάρχοντες ή δυνητικούς χρήστες τους, χωρίς μάλιστα να πληρώνουν ούτε ένα ευρώ για αυτήν τους τη χρήση. Στόχος, λοιπόν, των ευρωπαίων νομοθετών παραμένει η επιβολή αυτού το ειδικού φόρου αναδημοσίευσης άρθρων και αφορά κυρίως σε υπηρεσίες τύπου «Google News» – κάτι που σύμφωνα με τους επικριτές της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης θα σημάνει και το τέλος της λειτουργίας τους στη Γηραιά Ήπειρο, όπως ακριβώς συνέβη για παράδειγμα στη περίπτωση της Ισπανίας.

Εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε ότι η προσπάθεια αυτή που ξεκίνησε στην Γερμανία το 2013 και στην Ισπανία το 2014 έπεσε στα βράχια και μάλιστα αντί να επιλύσει, δημιούργησε πολλά νέα προβλήματα. Μέσω του άρθρου 11 της νέας ευρωπαϊκής οδηγίας επιχειρείται εκ νέου να επιβληθεί ο συγκεκριμένος φόρος σε πανευρωπαϊκό πλέον επίπεδο. Το πρώτο, λοιπόν, ερώτημα που γεννάται είναι γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να επιβάλει – και με πλειοψηφία μάλιστα – ένα φόρο που έχει ήδη αποδειχθεί τελείως αναποτελεσματικός σε δύο κράτη-μέλη της στο παρελθόν;

Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρά το γεγονός ότι δείχνει μια διαρκή προθυμία στην επίλυση επίκαιρων ζητημάτων, για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια αποδεικνύεται απογοητευτικά ανεπαρκής στην εύρεση της σωστής λύσης και τεχνοτροπίας. Όπως προανέφερα, στην Ισπανία τον Δεκέμβριο του 2014, δηλαδή έναν μήνα πριν καν εφαρμοστεί ο συγκεκριμένος νόμος, η Google ανακοίνωσε ότι απομακρύνει την υπηρεσία Google News από τη χώρα.

Συγκεκριμένα, ο διαδικτυακός κολοσσός είχε εκδώσει μια ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία «η υπηρεσία Google News δεν παράγει κάποιο κέρδος (αφού δεν προβάλουμε διαφημίσεις στον συγκεκριμένο ιστότοπο) και επομένως κρίνουμε αυτή τη προσέγγιση μη βιώσιμη». Εκτός της Google, στην Ισπανία είχαν επίσης αντιδράσει και μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι και ΜΜΕ, όπως για παράδειγμα η μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας El País και ο εκδοτικός οίκος Axel Springer.  Στην περίπτωση της Γερμανίας, ο νόμος που αφορά το λεγόμενο «link tax» εγκρίθηκε από το γερμανικό Κοινοβούλιο τον Μάρτιο του 2013 και έκτοτε έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το άρθρο 11 της αμφιλεγόμενης ευρωπαϊκής οδηγίας σωστά επιδέχεται βαρύτατης κριτικής, αφού έχει ήδη αποτύχει αποδεδειγμένα ως ρύθμιση σε δύο μεγάλα κράτη της ΕΕ. Εκτός των άλλων, σύμφωνα με τους επικριτές του λεγόμενου «link tax», οι κίνδυνοι που θα προκύψουν από την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης είναι οι εξής:

Μια επίθεση στους υπερσυνδέσμους (hyperlinks) του διαδικτύου συνεπάγεται μια άμεση επίθεση στην ίδια την ουσία του διαδικτύου. Το ίντερνετ εξ ορισμού αποτελεί ένα αχανές δίκτυο συνδέσμων και η εξέλιξη και επικράτησή του στις μέρες μας οφείλεται σε σχεδόν απόλυτο βαθμό στην ελευθερία δικτύωσης που υπάρχει μέχρι σήμερα. Επομένως, η επιβολή ενός φόρου διασύνδεσης θα αποτελούσε μια πρωτόγνωρη για το διαδικτυακό τοπίο ρύθμιση, η οποία αποδεδειγμένα μόνο νέα προβλήματα θα μπορούσε να προκαλέσει.

Περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης και πρόσβασης στη πληροφορία. Οι «πυλωροί» της διαδικτυακής ενημέρωσης θα επιλέγουν στο εξής ποιους εκδότες και ΜΜΕ θα θέλουν να πληρώνουν – και νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι δεν τους αρέσει να πληρώνουν και πολλούς. Επομένως, διαπιστώνουμε ότι αναπόφευκτα εν μέσω αυτής της ρύθμισης πολλές φωνές θα χαθούν, κάτι που είναι πάντα επικίνδυνο όχι μόνο για την ουσία του διαδικτύου, αλλά και της δημοκρατίας.

Ορατός ο κίνδυνος ενίσχυσης των fake news. Σε αντιδιαστολή με τη φιλοσοφία των ψευδών ειδήσεων, το συγγραφικό δικαίωμα (copyright) προϋποθέτει την επωνυμία του κατόχου του. Δεδομένης, λοιπόν, της ανωνυμίας που χαρακτηρίζει τη πλειοψηφία των fake news, σε περίπτωση που η συγκεκριμένη οδηγία εφαρμοστεί, δεν θα υπάρχει κάποιος νόμιμος κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων για να τα διεκδικήσει και επομένως η Google κλπ. δεν θα υποχρεούνται να πληρώνουν για την αναδημοσίευση ψευδών ή ανώνυμων άρθρων.

Βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τη Σύμβαση της Βέρνης, η οποία εγγυάται το δικαίωμα στη παράθεση ειδησεογραφικών άρθρων και στη δημιουργία «περιλήψεων τύπου».

Συνεχίζουμε με την ανάλυση του άρθρου 13, σύμφωνα με το οποίο θα δίδεται η δυνατότητα στους ισχυρούς παίκτες του διαδικτύου να φιλτράρουν κάθε είδους περιεχόμενο που ανεβάζουν οι χρήστες στις πλατφόρμες τους, για την αποτροπή ενδεχόμενης παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε πλατφόρμα στο διαδίκτυο αποθηκεύει και διαχειρίζεται μεγάλο όγκο δεδομένων θα υποχρεούται στο εξής να διαθέτει ένα ειδικό φίλτρο μεταφόρτωσης.

Το λεγόμενο upload filter θα ελέγχει διεξοδικά μέσω ειδικού αλγορίθμου οτιδήποτε ανεβάζουμε ως χρήστες στο ίντερνετ και θα διασφαλίζει ότι η εκάστοτε πλατφόρμα δεν εμπίπτει σε παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright infringement). Αν και κανένας, νομίζω, δεν θα διαφωνήσει ότι η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα που χρήζει προστασίας ακόμα και στο διαδίκτυο, θέλω ωστόσο να ελπίζω ότι θα συμφωνήσουμε επίσης ότι η λογοκρισία ως λύση συνεπάγεται την καταπάτηση πολλών άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ας αναλύσουμε, λοιπόν, για ποιους λόγους ένα φίλτρο μεταφόρτωσης θα μπορούσε να σημάνει την επικράτηση μιας ιδιόμορφης λογοκρισίας στο διαδίκτυο – κάτι που αδιαμφισβήτητα θα οδηγούσε στον «θάνατο» του ίντερνετ, τουλάχιστον όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Κατ’ αρχήν, από καθαρά τεχνολογική και πρακτική άποψη, ένα φίλτρο μεταφόρτωσης είναι σχεδόν αδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή ακόμα και στις πιο εξελιγμένες και δημοφιλείς πλατφόρμες – κι αυτό δεν αποτελεί μόνο δική μου προσωπική άποψη. Παρόμοιες δηλώσεις έχουν κάνει και ιδιαίτερα σημαντικές φιγούρες του διαδικτύου, όπως ο εφευρέτης του Παγκόσμιου Ιστού (World Wide Web), Tim Berners-Lee, καθώς και ο ιδρυτής της Wikipedia, Jimmy Wales. Συγκεκριμένα, οι δύο προαναφερθέντες συνυπέγραψαν μαζί με άλλες 68 εξέχουσες προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας μια επιστολή διαμαρτυρίας αναφορικά με την εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με την οποία: «Η ζημιά που θα μπορούσε να προκληθεί στο ελεύθερο και ανοικτό διαδίκτυο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δεν μπορεί μεν να προβλεφθεί, αλλά κατά τη γνώμη μας θα ήταν σημαντική. Το κόστος της εγκατάστασης των απαραίτητων αυτόματων τεχνολογιών φιλτραρίσματος θα ήταν ακριβό και επαχθές, καθότι οι τεχνολογίες αυτές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί σε εκείνο το βαθμό, ώστε η αξιοπιστία τους να μπορεί να διασφαλιστεί».

Κατά συνέπεια, συμπεραίνουμε ότι η ρύθμιση που προτάσσει το άρθρο 13 συναντά πολλές τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες. Κι αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε ποιες διαδικτυακές πλατφόρμες θα μπορούσαν έστω και στο ελάχιστο να πλησιάσουν στις απαιτήσεις της νέας διάταξης, τότε θα βρίσκαμε περιπτώσεις μονάχα στον αμερικανικό χώρο. Ωστόσο, μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία στοχεύει στην διευθέτηση ζητημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ρύθμιση που μεταξύ άλλων θα ενισχύσει την επιρροή των αμερικανικών διαδικτυακών κολοσσών επί του ευρωπαϊκού εδάφους. Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο γνωστός Καναδός/Βρετανός ακτιβιστής, Cory Doctorow: «Δεν υπάρχει κάποιο φίλτρο σήμερα, σαν αυτό που προτείνει η ρύθμιση. Κατά προσέγγιση, το πλησιέστερο ισοδύναμο που μπορώ να σκεφτώ εντοπίζεται στις αμερικανικές εταιρείες – κάτι που σημαίνει ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ θα είναι σε θέση να κατασκοπεύουν οτιδήποτε δημοσιεύουν οι Ευρωπαίοι και να αποφασίζουν τι θα λογοκρίνεται και τι όχι».

Κατά τη γνώμη μου, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα προκύψει από την εφαρμογή του άρθρου 13 αφορά στον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης στο διαδίκτυο, ειδικότερα για τους καλλιτέχνες και γενικότερα για όλους εκείνους που εργάζονται στο χώρο της δημιουργίας. Τα λογισμικά επιτήρησης των μεταφορτώσεων δεν θα είναι σε θέση να διαχωρίζουν τη παράνομη από τη νόμιμη χρήση υλικού πνευματικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα καθόλα νόμιμες χρήσεις να λογοκρίνονται και να «κατεβαίνουν» επί τόπου. Αυτό αφορά σε περιπτώσεις όπως κριτικής, σάτιρας, δημοσιογραφικής/επιστημονικής έρευνας κ.α.

Παράλληλα, οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα δέχονται οδηγίες από ισχυρούς εμπορικούς δικαιούχους σχετικά με το περιεχόμενο, που θα πρέπει να αφαιρείται αυτόματα. Κάπως έτσι λειτουργεί η πλατφόρμα του YouTube, η οποία μέσω του Content ID System διασφαλίζει ότι οτιδήποτε ανεβαίνει δεν εμπίπτει σε παράβαση πνευματικής ιδιοκτησίας. Με απόλυτη αποτυχία όμως. Πρόκειται για μια άκρως δαπανηρή τεχνολογία που έχει προκαλέσει την έντονη διαμαρτυρία των χρηστών του YouTube, αφού το έργο πολλών καλλιτεχνών αφαιρείται είτε εσφαλμένα, είτε επειδή το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις εξαιρέσεις. Μία τεχνολογία τύπου Content ID System του YouTube προσπαθεί να επιβάλει και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο διαδίκτυο, με ορατό τον κίνδυνο να βρεθούν πολλοί καλλιτέχνες στο μέλλον κατηγορούμενοι, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.

Αναμφισβήτητα, ο διαδικτυακός καπιταλισμός όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια με την ολοκληρωτική επικράτηση των οικονομικών κολοσσών τύπου Google, YouTube, Facebook και Amazon, έχει αλλάξει ριζικά το πλαίσιο λειτουργίας του παγκοσμίου διαδικτύου. Η πραγματικότητα των διαδικτυακών μονοπωλίων βρίσκεται τελείως αντίθετη με την αρχική ιδέα ενός ελεύθερου και αμεσο-δημοκρατικού ίντερνετ. Εάν αυτή η αλλαγή έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο μπορεί ο καθένας να το κρίνει σύμφωνα με την εμπειρία του και το ρόλο του στο ιντερνετικό τοπίο. Ωστόσο, επειδή ως γνωστόν όπου βρίσκεται το μεγάλο κεφάλαιο, βρίσκονται και τα μεγάλα σκάνδαλα, οι απανταχού νομοθέτες οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή τις απαραίτητες δικλίδες ασφαλείας για την προστασία των πολιτών στο διαδίκτυο. Ζητήματα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικότητας είναι φλέγοντα στην εποχή μας και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα όφειλε να επικεντρώνεται περισσότερα σε αυτά, παρά σε αποδεδειγμένα εσφαλμένες τεχνολογικές συνταγές του παρελθόντος.

* Ο Φοίβος Παναγιώτης Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος, ερευνητής και διδακτορικός φοιτητής, King’s College London