Καθώς αυξάνεται η ανησυχία ότι η Ευρωζώνη γλυστράει προς την ύφεση, είναι ξεκάθαρο ότι η Γερμανία πορεύεται πολύ καλύτερα από τους γείτονές της. Σήμερα η Γερμανία έχει χαμηλή ανεργία, πολύ χαμηλό πληθωρισμό, μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Αντίθετα, τα περισσότερα μέλη της Ευρωζώνης  βρίσκονται σε στασιμότητα, ενώ ορισμένα περνούν καταστροφική ύφεση και υποφέρουν από διαλυτική ανεργία.

Ads

Η Γερμανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επιτυχία της δεν συνδέεται με την αποτυχία των γειτόνων της.  Ισχυρίζεται ότι οι κακές επιδόσεις τους είναι αποτέλεσμα των δικών τους σφαλμάτων. Παρόλαυτά, αν και οι αποτυχίες των χωρών της περιφέρειας είναι πραγματικές, η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη.

Η Γερμανία έχει ακολουθήσει για χρόνια μια πολιτική συμπίεσης των μισθών, την οποία πολλοί οικονομολόγοι περιγράφουν ως ανταγωνιστική υποτίμηση, ή πολιτική του «κάνε ζητιάνο τον γείτονα» (beggar thy neighbour).

Tα κέρδη της Γερμανίας σε ανταγωνιστικότητα μεταφράστηκαν αμέσως σε κέρδη σε εμπόριο, αφού η ελευθερία των αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίου επέτρεψε στα Γερμανικά προϊόντα να κυκλοφορούν ελεύθερα και γρήγορα παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές είναι οι θεμελιώδεις ελευθερίες του Ευρωπαϊκού δικαίου και προστατεύονται με μεγάλη πυγμή από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γερμανική πολιτική δεν θα ήταν τόσο πετχυημένη χωρίς αυτές.

Ads

Η Γερμανία έχει επίσης κερδίσει από το σταθερή τιμή του συναλλάγματος, που το ευρώ της εξασφαλίζει με τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές.   Αυτό σημαίνει ότι μια έκρηξη στις εξαγωγές της δεν ακολουθείται από άνοδο του νομίσματός της. Αν η Γερμανία ήταν εκτός του Ευρώ, η άνοδος του νομίσματός της θα είχε επηρεάσει το εξωτερικό της εμπόριο αρνητικά. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί μέσα στην Ευρωζώνη.

Ενώ η Γερμανία κερδίζει τόσο πολύ από την Ευρωζώνη, οι λιγότερο επιτυχημένοι εταίροι της αφήνονται να φροντίσουν μόνοι τα του οίκου τους. Η Ευρωζώνη δεν έχει τους αυτόματους εξισορροπητικούς μηχανισμούς που υπάρχουν σε άλλες νομισματικές ενώσεις μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων τους, όπως π.χ. δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, κεντρικά χρηματοδοτούμενα επιδόματα ανεργίας, στεγαστικά επιδόματα, ανάληψη του κόστους των υποδομών υγείας, ή κοινή ασφάλεια για τους κινδύνους των τραπεζών και τις τραπεζικές καταθέσεις, που μετριάζουν τις συνέπειες της ύφσεσης και και δίνουν ελπίδα ότι η αποτυχία μπορεί να γίνει επιτυχία. 

Η Ευρωζώνη δεν έχει επίσης μεγάλες μετακινήσεις εργαζομένων από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, ώστε να απορροφάται η ανεργία, όπως έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως λόγω των εμποδίων της γλώσσας αλλά και ρυθμιστικών εμποδίων.
Αυτά τα θεσμικά χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης έχουν δημιουργήσει μια πολύ άδικη οικονομική ένωση, η οποία μεγεθύνει δυσανάλογα τις συνέπειες της αποτυχίας των μελών της, όταν και αν αυτή συμβεί.

Η Γερμανία ίσως απαντήσει: «Εντάξει, τί να κάνουμε. Έπρεπε να προσέχατε όταν βάλατε την υπογραφή σας». Όλες οι χώρες της Ευρωζώνης υπόκεινται στις ίδιες πιέσεις από το ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον. Όλες συμφώνησαν στον συγκεκριμένο σχεδιασμό της Ευρωζώνης, όταν ενέκριναν τις σχετικές Συνθήκες.  Όλες είχαν επίσης την ευκαιρία να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους. Παρόλαυτά, και αυτό το επιχείρημα είναι εσφαλμένο.

Δεν ξεκίνησαν όλοι από το ίδιο σημείο και δεν είχαν όλοι την ίδια ευκαιρία να προσαρμοστούν. Όπως υποστήριξα στο πρόσφατο άρθρο μου για το περιοδικό Foreign Affairs, ‘Misrule of the Few: How the Oligarchs Ruined Greece’ [που δημοσιεύτηκε στα ελληνικά στην ιστοσελίδα μου ως ‘Το Κράτος των Λίγων’] η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βελτίωσε τους θεσμούς των πιο αδύναμων μελών. Στην πραγματικότητα τους έκανε χειρότερους.

Όταν έγιναν μέλη της ΕΕ η Ελλάδα, η Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία άνοιξαν τα σύνορά τους και εκτέθηκαν σε νέα κύματα εμπορίου, μετανάστευσης και χρηματοικονομικών συναλλαγών. Ο λογική της κοινής αγοράς ήταν ότι ο ανταγωνισμός που θα ξεκινούσε με τα άλλα κράτη μέλη θα έφερνε μια κάποια «δημιουργική καταστροφή», ώστε οι λιγότερο αποδοτικές εταιρείες – αυτές που δεν μπορούσαν να αντέξουν τον διεθνή ανταγωνισμό – θα έκλειναν, ενώ οι περσσότερο αποδοτικές θα μεγάλωναν, θα προσέθεταν πλούτο στην οικονομία και μέσω της φορολογίας τελικά θα αποζημίωναν και τους χαμένους. Απο αυτό θα ωφελούντο οι πολλοί: οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές και οι φορολογούμενοι.

Για να αποφευχθούν όμως οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές δυσκολίες, οι περιφερειακές οικονομίες συμφωνήθηκε να λάβουν μεγάλα ποσά Ευρωπαϊκών πόρων ως κάποιου είδους αποζημίωση. Οι πόροι αυτοί έπρεπε να επενδυθούν στην αναδιοργάνωση των τοπικών οικονομιών. Αλλά αυτό έγινε με πολύ μεγάλες ατέλειες.

Οι πόροι αυτοί ενδυνάμωσαν κυρίως αυτούς που τους διένειμαν. Μια και στις περισσότερες περιφερειακές χώρες δεν υπήρχε ισχυρή και ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση, οι διανομείς ήταν οι τοπικές πολιτικές τάξεις. Σε σχετικά μικρές κοινωνίες με αδύναμα θεσμικά αντίβαρα, οι μεταβιβάσεις αυτές είχαν απρόβλεπτες και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Τα χρήματα αυτά έγιναν μια «κατάρα των φυσικών πόρων» (‘natural resources curse’). Επειδή τα χρήματα δεν ήταν το αποτέλεσμα φορολογίας, οι θεσμοί λογοδοσίας και ελέγχου φάνηκαν περιττή πολυτέλεια.

Η κατάσταση αυτή έγινε χειρότερη όταν δημιουργήθηκε η Ευρωζώνη. Ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κοίταζε αλλού, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα έκτισαν όχι μόνο φούσκες ακινήτων (asset bubbles) με φτηνά και εύκολα δάνεια (που συνέβη και αλλού), αλλά και αδιαφανή και πολιτικά επηρεαζόμενα τραπεζικά συστήματα. Ως αποτέλεσμα τα φτηνά δάνεια εμπόδισαν τις μεταρρυθμίσεις, ενίσχυσαν την ευνοιοκρατία και ζημίωσαν τους θεσμούς σε όλες τις χώρες της περιφέρειας.
Τα μέλη της Ευρωζώνης έτσι διοχέτευσαν πόρους σε άχρηστα προγράμματα επενδύσεων, έκαναν την ευνοιοκρατία εξαιρετικά επικερδή, δημιούργησαν νέες ευκαιρίες για πολιτική διαφθορά και ενίσχυσαν τις ήδη υπάρχουσες ιεραρχίες. Αν όλα τα  μέλη της Ευρωζώνης ήταν το ίδιο ισχυρά, αν είχαν για παράδειγμα εξαιρετική δημόσια διοίκηση, ικανό και ανεξάρτητο ρυθμιστή των τραπεζών και ισχυρούς δικαστές και εσωτερικούς μηχανισμούς λογοδοσίας, τότε αυτά τα πράγματα δεν θα συνέβαιναν. Και όμως συνέβησαν. 

Τα παραδείγματα των τραπεζών που κατέρρευσαν, η Bankia στην Ισπανία, η Αllied Irish στην Ιρλανδία και η Proton στην Ελλάδα μιλούν από μόνα τους.  Στην Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ έχει επιτρέψει σε μια μικρή ομάδα ολιγαρχών που κατέλαβαν παράνομα τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες πριν 25 χρόνια να υπονομεύοουν το πολιτικό σύστημα της χώρας. Αποφεύγοντας οποιαδήποτε ρύθμιση και ελέγχοντας τις ειδήσεις και τον σχολιασμό τους για τους δικούς τους σκοπούς, οι ολιγάρχες έχουν κυριαρχήσει στην πολιτική και επιχειρηματική ζωή. Έχουν έτσι κλονίσει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Η συμφωνία διάσωσης από την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει αγγίξει τα προνόμιά τους.
Σε κάποιες από τις χώρες της Ευρωζώνης η κύρια παρακαταθήκη του Ευρώ είναι η οικονομική κατάρρευση, η αυξανόμενη λιτότητα και η διάχυτη διαφθορά. Αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα απομονωμένων εσωτερικών αποτυχιών. Είναι αποτέλεσμα των συλλογικών αποφάσεων που δημιούργησαν την Ευρωζώνη και που απέτυχαν τους σκοπούς τους σε ολόκληρη την περιφέρεια. Η ασυγκράτητη πορεία προς μια ολοένα και πληρέστερη ένωση (που περικλείεται στην φράση της Συνθήκης ‘an ever closer union’) έκανε τους θεσμούς της ΕΕ να εξετάσουν μόνο το βάθος και να αμελήσουν την ποιότητα αυτής της ένωσης.

Έχει έλθει ο καιρός να αλλάξουμε πορεία. Αν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει τις βαθειές αδικίες στην καρδιά της Ευρωζώνης, αυτή η κρίση δεν πρόκειται να τελειώσει.   

(Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του αμερικανικού περιοδικού Fortune στις 22 Οκτωβρίου 2014 με τον τίτλο ‘Why Germany is The Eurozone’s Biggest Free Rider’.)

* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και Υποψήφιος Βουλευτής Α’ Αθηνών με το Ποτάμι (www.pavloseleftheriadis.com)