– Κύριοι, σας παρακαλώ… περάστε από εδώ… να συζητήσουμε, να δούμε που μπορούμε να τα βρούμε. Επιτέλους, ας κοιτάξουμε για τον κοινό παρανομαστή! Για ένα βασικό σημείο συμφωνίας και συνεννόησης.

Ads

– Για χαζούς μας περνάτε; Γιατί να τα βρούμε; Εμείς θέλουμε άλλα πράγματα. Αυτά που επιθυμούμε δεν είναι εκείνα που προσδοκάτε εσείς! Να κάνετε αυτά που εμείς σας λέμε…

– Μα καλά, είστε σοβαροί και τα λέτε αυτά; Αν κάνουμε ό,τι εσείς θέλετε, τότε θα γίνει το δικό σας! Αυτό όμως δεν είναι συμβατό μ’ εκείνο που οι πολλοί αποφάσισαν!

– Και ποιος σας είπε ότι σκεφτόμαστε αυτό οι πολλοί επέλεξαν; Εμείς έχουμε μία και μοναδική προσδοκία: Να πετύχουμε το στόχο μας και μόνο έτσι, με αυτή την προϋπόθεση, δεχόμαστε την οποιαδήποτε συνεννόηση!

Ads

– Τότε, αυτό δεν είναι συζήτηση για εύρεση κοινής αποδεκτής λύσης, αλλά είναι η αναγκαστική και ετσιθελική επιβολή των επιθυμιών σας.

– Α, γεια σου! Τώρα, συνεννοούμαστε!

Φανταστικός διάλογος, σε μια γνωστή χώρα, σε χρόνο που συχνά επαναλαμβάνεται και για ζήτημα που δε χρειάζεται να το ορίσουμε. Τότε, για ποιον λόγο υπάρχει η παραπάνω στιχομυθία; Γιατί εκφράζει δυο διαφορετικές αντιλήψεις του πολιτικού διαλόγου.

Στη μια αντίληψη, ο πολιτικός διάλογος είναι το πεδίο συνεννόησης και διαπάλης, με απώτερο σκοπό την εφαρμογή πολιτικών επιλογών που ναι μεν πρέπει να έχουν -όσο το δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό και βάθος – συμφωνία και αποδοχή, αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να δίνουν το στίγμα μιας κυβέρνησης που επιλέχθηκε να κυβερνήσει και να υλοποιήσει ένα πολιτικό σχέδιο.

Ο διάλογος υπάρχει γιατί δεν ακυρώνει τις διαφορές και τις επιδιώξεις, αλλά θέτει ως προτεραιότητα τα μείζονος σημασίας ζητήματα και το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον», που πρώτιστα πρέπει να ταυτίζεται με τη λαϊκή ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη. Πολύ δε περισσότερο, που σήμερα ο διάλογος υφίσταται σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο που όλοι ξέρουν -εκ των προτέρων- που πάμε και τι πρέπει να κάνουμε, που τα περισσότερα κόμματα ψήφισαν στο άμεσο παρελθόν μια συμφωνία (επιβεβλημένη για κάποιους, επιβαλλόμενη κατ’ άλλους), με τα χρονικά, οικονομικά και διαχειριστικά περιθώρια της να είναι στενά έως πεπερασμένα, το δε κοινωνικό σώμα να είναι πολλαπλώς τραυματισμένο και οικονομικά ξεζουμισμένο και το διεθνές περιβάλλον επίφοβο και επικίνδυνο.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, είναι απορίας άξιον πως κάποιοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν κι επιμένουν στο δικό τους «τροπάριο», περί οικουμενικών λύσεων και «τεχνοκρατικών» παρεμβάσεων, ενώ η δική τους ευθύνη για τον τωρινό «Αρμαγεδδόνα» πηγαίνει δεκαετίες πίσω, έχοντας διαμορφώσει εγκληματικές πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές.

Στην έτερα αντίληψη είναι η λογική της «στρουθοκαμήλου». Χώνεται βαθιά στην τρύπα που «έφτιαξε» με τα λάθη και τα καμώματά της για να κρύψει τα δικά της προβλήματα, πιστεύοντας ότι ο λαός θα ξεχάσει, θα κάνει λοβοτομή στη μνήμη και θα δώσει άφεση αμαρτιών στις πολυετείς κραιπάλες και στις αήθεις πρακτικές.

Ενώ γνωρίζει ότι η «Ρώμη» αποτελεί παρελθόν και οι αυτοκρατορικού τύπου πολιτικοί βίοι είναι υπεύθυνοι για την τωρινή ένδεια και κατήφεια, δε δέχεται ότι το παρελθόν ορίζεται ως τέτοιο, γιατί πίσω δεν επιστρέφει. Πολλοί θα ήθελαν να ξαναζήσουν τις προηγούμενες δύο με τρεις δεκαετίες, όλοι όμως συμφωνούν ότι αν γνώριζαν τι θα συνέβαινε και πως θα μας αντιμετώπιζαν οι «εταίροι», τότε πολλά θα αναθεωρούσαν και πολιτικοί και μη που «διέπρεψαν» στην εποχή των «παχιών αγελάδων», θα έμεναν στην αφάνεια.

Σε αυτή την αντίληψη, ο διάλογος υπάρχει για να αυτοτροφοδοτείται η πολιτική ανεπάρκεια, η άρνηση των ευθυνών και η προσχεδιασμένη απόρριψη των λαθών, βρίσκοντας απαραίτητα «δεκανίκια» στα κρατικοδίαιτα και πολλαπλώς πλουτίσαντα «τζάκια» και «μέσα ενημέρωσης», τα οποία «παίζοντας τα ρέστα τους» σπέρνουν τρόμο και φόβο (για την παλινόρθωση του ancient regime, η δική τους συμβολή είναι απολύτως αναγκαία!)

Όμως η πολιτική δρα στο παρόν, επηρεάζοντας το μέλλον, ενώ το παρελθόν διδάσκει και διαμορφώνει πλαίσια και στάσεις. Ο πολιτικός διάλογος δεν είναι ουδέτερος από το παρελθόν, ούτε υπάρχει ως tabula rasa. Είναι δυναμικός, εξελίσσεται και επηρεάζεται. Τον «φτιάχνουν» οι πολιτικοί και οι στάσεις τους. Του προσθέτουν ή του αφαιρούν υπόσταση και κύρος με τις συμπεριφορές τους. Κάποιες εξ αυτών έχουν μεγαλοθυμία (η πρώτη αντίληψη), ενώ άλλες μικρόνοια (η δεύτερη αντίληψη).

Οι μεγαλόθυμες συμπεριφορές δίνουν μια κυριολεκτική εικόνα στον πολιτικό διάλογο, ενώ οι μικρόνοες την ψευδή εικόνα. Οι πρώτες προσβλέπουν στο μέλλον, ενώ οι δεύτερες αποζητούν το παρελθόν.