Ως πανεπιστημιακός, έχω κάθε λόγο να είμαι ευχαριστημένος από τις εξαγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό, ακούσαμε μερικές ουσιαστικές προτάσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, που περιλαμβάνουν διπλασιασμό του προϋπολογισμού των ΑΕΙ και των θέσεων προσωπικού, αλλά και ανέγερση νέων κτιρίων. Ακούσαμε επίσης για την κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που άφησε 18.000 παιδιά (επιπλέον) εκτός ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων· και το κυριότερο, ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε προς την κατεύθυνση της ελεύθερης πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο, ένα τολμηρό αλλά ώριμο μέτρο, που γίνεται ολοένα και πιο αυτονόητο (θα εξηγήσω).

Ads

Αυτά ως πανεπιστημιακός. Γιατί ως ενεργός πολίτης και ως αριστερός είχα περισσότερες απαιτήσεις. Περίμενα δηλαδή ότι αυτές οι εξαγγελίες θα εκφωνηθούν μαζί με ένα πλαίσιο, που προσδιορίζει κοινωνικο-πολιτικά ποιο Πανεπιστήμιο οραματίζεται η Αριστερά στην εποχή μας. Μιλάω για ένα πρόγραμμα ή, έστω, μια προγραμματική αρχή, που περιέχει, όχι απλώς μερικές «καλές ιδέες», αλλά και σαφείς αναπτυξιακούς στόχους (στην εκπαίδευση πάντοτε).

Δικαιούται ένας πολιτικός αρχηγός να μιλάει με προγραμματικό τρόπο για το Πανεπιστήμιο ή μήπως αυτό είναι δουλειά των πανεπιστημιακών; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ξεκάθαρη και έχει κριθεί εκ των πραγμάτων: η ανώτατη εκπαίδευση είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα για να το εμπιστευθούμε ως κοινωνία στους πανεπιστημιακούς. Η συμπαθής αυτή τάξις, στην οποία καλώς ή κακώς ανήκω, αριθμεί πλέον ελάχιστους «οραματιστές» ή ανθρώπους που μπορούν να γοητεύουν και να κινητοποιούν τους νέους.

Ίσως αυτή η εκτίμηση να ακούγεται πεσιμιστικά ρομαντική. Αλλά αντανακλά μια μεγάλη αλήθεια, που κάποιοι έχουν βαλθεί να αποκρύψουν. Αυτό που ερεθίζει τα νέα παιδιά και τα ωθεί να ακολουθήσουν μια επιστήμη δεν είναι μόνο (ούτε κυρίως) η προοπτική της επαγγελματικής τους αποκατάστασης. Είναι αφ’ ενός η  «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» που υπάρχει στη δημόσια σφαίρα και αφ’ ετέρου το παράδειγμα/υπόδειγμα που ακολουθείται μέσα στα ΑΕΙ. Στο Πανεπιστήμιο, αλλά και γενικά στη ζωή, πολλά πράγματα είναι διαμεσολαβούμενα και ιδεολογικά προσδιορισμένα. Η σχέση λοιπόν των φοιτητών με την επιστήμη που σπουδάζουν διαμεσολαβείται από τους δασκάλους τους. Και η επιρροή ή, καλύτερα, η «γοητεία» που ασκούν οι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων: της δικής τους περιέργειας και φιλομάθειας, της αφοσίωσης που δείχνουν στην αποστολή τους, της επιστημονικής τους ετοιμότητας, της διεθνούς εμπειρίας τους.  Είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αρχίζουν να σπανίζουν.

Ads

Μπορεί το δημόσιο, ανθρωπιστικό Πανεπιστήμιο να ανθίσταται ακόμη στη θεσμική του μετατροπή σε επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο, αλλά μεγάλο μέρος της κοινότητας συμπεριφέρεται ως εάν αυτό να έχει ήδη συντελεστεί. Η καλύτερη απόδειξη για αυτό είναι η σπουδή που έδειξαν τα ΑΕΙ στην ίδρυση ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα και η ευκολία με την οποία υιοθέτησαν τους υψηλότερους συντελεστές της ελάχιστης βάσης εισαγωγής για να μειώσουν τον αριθμό των φοιτητών τους. Ευγραμμιζόμενα πλήρως με την «αρχή Χριστοδουλάκη», ορισμένα πανεπιστημιακά Τμήματα αποφάσισαν έτσι να αναβαθμιστούν εν μια νυκτί με το να γίνουν πιο δυσπρόσιτα και πιο «δύσκολα» για τους αποφοίτους του Λυκείου. Οι επιλογές αυτές, και δεν συζητώ για το γαϊτανάκι της κερδοσκοπίας μέσω μεταπτυχιακών προγραμμάτων και ελευθέριας δραστηριότητας που συνεχίζεται αμείωτο, δείχνουν βαθιές αλλοιώσεις στην ακαδημαϊκή συνείδηση. 

Οι πανεπιστημιακοί δεν είναι περισσότερο διαβρωμένοι από ό,τι άλλες κατηγορίες επαγγελματιών ή δημοσίων υπαλλήλων, που ενδιαφέρονται μόνο για τα κλαδικά τους και τις ευκολίες τους. Απλώς, η έλλειψη ανανέωσης στον ακαδημαϊκό χώρο για μια μακρά περίοδο έχει πολλαπλασιάσει τα εκφυλιστικά φαινόμενα. Κι αυτό το γήρας δεν έρχεται μόνο του.

Το επιχείρημα που επικαλούνται όσοι επιδιώκουν τη μετατροπή του δημόσιου Πανεπιστημίου σε οργανισμό που λειτουργεί με επιχειρηματικό τρόπο και καθαρά ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια είναι ότι οι πόροι που διατίθενται από την Πολιτεία για την ανώτατη εκπαίδευση είναι κατά πολύ λιγότεροι από ό,τι χρειάζεται για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των ΑΕΙ. Και σε αυτό προστίθεται η πικρή αλήθεια της μισθολογικής καθήλωσης του προσωπικού, που βλέπει τους ομολόγους του στην Ευρώπη να απολαμβάνουν μιας άλλης μεταχείρισης. Οπότε, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι απλό: είμαστε overworked and underpaid. Δημόσιο λοιπόν ή ιδιωτικό το Πανεπιστήμιο, δεν έχει καμιά σημασία. Πρέπει να κοιτάξουμε το συμφέρον μας και να αφήσουμε κατά μέρος τα «υψηλά ιδεώδη». 

Η αυτό-απαξίωση των πανεπιστημιακών συνδέεται βέβαια και με τη γενικότερη απαξίωση του Πανεπιστημίου και των Γραμμάτων, που παρατηρείται διεθνώς. Οι «αστέρες» της εποχής μας δεν είναι ο Φον Μπράουν που σχεδίαζε πυραύλους, ούτε ο Μπάρναρντ που έκανε μεταμοσχεύσεις καρδιάς στη δεκαετία του 1960 και 1970. Δεν είναι οι λαμπροί βιολόγοι, οι φυσικοί, οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι, οι σκηνοθέτες. Είναι αυτοί που πιάνουν την καλή με την ελάχιστη δυνατή επένδυση σε σπουδές και επιστημονική κατάρτιση (α λα Μπίλ Γκέιτς).

Περιγράφω λοιπόν, καθόλου ρομαντικά, τη διαδικασία μιας γενικότερης αλλαγής (ή μάλλον εξαλλαγής). Και δυστυχώς το όποιο ερώτημα τίθεται για το μέλλον του ελληνικού Πανεπιστημίου τίθεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Το πλαίσιο εντός του οποίου το Πανεπιστήμιο απεκδύεται σταδιακά του ακαδημαϊκού χαρακτήρα του, με κατά τόπους και κατά περιόδους διαφορετικές προφάσεις. Οι πιο θετικιστικά σκεπτόμενοι θα πουν ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, γιατί τις επιστήμες τις χρειάζεται το κυρίαρχο σύστημα για να συντηρεί την τεχνολογική πρόοδο και να επινοεί διαρκώς νέες μεθόδους που αυξάνουν την κερδοφορία του. Αλλά αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν μου φαίνονται αρκετές. Θα φτάσουμε ένα σημείο όπου η επιστημονική περιέργεια θα αποξηρανθεί εντελώς. Και οι νέοι μέσα στο Πανεπιστήμιο θα γερνούν πρόωρα, άσχημα, φριχτά.

Ο κύριος λόγος για τον οποίο χρειάζεται άμεσα μια πολιτικά-καθοδηγούμενη, μεγάλη επένδυση στην Παιδεία είναι πρώτα απ’ όλα το σοκ που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ανορθωτικό-αναπτυξιακό αφήγημα: την επανα-στράτευση μιας ολόκληρης κοινότητας (αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας) σε ό,τι είναι πραγματικό, αξιόλογο, βιώσιμο, ευεργετικό για τους ανθρώπους και τον τόπο. Όπως είπα πριν, αυτό δεν καθήκον και ειδικότητα της συμπαθούς τάξεως των πανεπιστημιακών, που δεν παράγουν αναπτυξιακή στοχοθεσία από μόνοι τους. Είναι ευθύνη της οργανωμένης κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών.

Με αυτή την οπτική, πολλά «τεχνικά» ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα, όπως η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα προσόντα και ο αριθμός των εισακτέων, η αξιολόγηση και η βαθμολογική εξέλιξη του προσωπικού, το μέτρο της σχετικής αυτονομίας των ΑΕΙ, το είδος και το ύψος της δημόσιας δαπάνης για την Παιδεία, αποκτούν τελείως διαφορετικό νόημα. Γιατί είναι άλλο να βλέπει κανείς την αύξηση του αριθμού των εισακτέων ως «πρόβλημα» στον προϋπολογισμό και τελείως άλλο να θεωρεί τη συνολική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου ως καταλύτη ανάπτυξης. Σε άλλες χώρες, αυτό το κατάλαβαν εγκαίρως, και όταν δεν επαρκούσαν οι δικοί τους (νέοι) επιστήμονες έκαναν μαζική εισαγωγή από όλον τον κόσμο. Γιατί και η επιστημονική παραγωγή έχει μια προϋπόθεση όγκου, πλήθους, μεγέθους.

Εν συντομία λοιπόν και εν περιλήψει: καλή η παρέμβαση Τσίπρα στη ΔΕΘ, ανακουφιστική από πολλές απόψεις, αλλά δεν γοήτευσε και δεν παρήγαγε «νέα». Όσοι υπηρετούν την Αριστερά έργω και λόγω, αλλά και όσοι συμπαθούν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να βαυκαλίζονται, αυτό το συμπέρασμα βγάζουν. Έγινε πάντως μια αρχή. Δεν ξέρω αν είναι «νέα», είναι πάντως «καλή». Μας λείπει, νομίζω, ένα βασικό σύνθημα. Ίσως αυτό να είναι η μαγική λέξη «Μαζί!».